Skip to main content

Στα... κάγκελα η βιομηχανία της Β. Ελλάδος ζητά ίση μεταχείριση

Δεν είναι δυνατόν το σύστημα να ασχολείται μόνο με τις start ups και τον τουρισμό, επισήμανε πρόσφατα σε συζήτηση γνωστός βιομήχανος της Θεσσαλονίκης.

«Καινούριο κοσκινάκι μου και που να σε κρεμάσω;» λέει μια παροιμία από την Απείρανθο της Νάξου. Σε όλη την Ελλάδα τη χρησιμοποιούμε, πλέον, όταν θέλουμε να επισημάνουμε σκωπτικά τον ενθουσιασμό που δείχνουν οι περισσότεροι ανάμεσά μας για κάτι καινούριο.

Πρόκειται για ανθρώπινη αντίδραση, η οποία, όμως, πρέπει να τίθεται υπό αίρεση και να μπαίνει στις πραγματικές της διαστάσεις όταν αφορά τα σοβαρά θέματα, όπως –για παράδειγμα- η οικονομία και η ανάπτυξη. Διαφορετικά κινδυνεύει να καταλήξει σε απογοητεύσεις, που με τη σειρά τους υπονομεύουν τις προσπάθειες και οδηγούν σε αποτυχίες –στην καλύτερη περίπτωση σε μειωμένα αποτελέσματα. Ακόμη χειρότερα η αποκλειστική προσήλωση για την ανάπτυξη είτε σε έναν μόνο στόχο, είτε σε μία μόνο μέθοδο, είτε σε ένα μόνο σχέδιο –διότι περί αυτού πρόκειται- έχει ως αποτέλεσμα να μείνουν αναξιοποίητες άλλες πιθανές διέξοδοι για αύξηση του κοινωνικού πλούτου και ενίσχυση της απασχόλησης. Εν μέρει πλήρωσε αυτή τη λογική η Ελλάδα στις δεκαετίες του 1990 και του 2000, όταν πολλοί απ’ όσους τότε έπαιρναν αποφάσεις εκτιμούσαν ότι το παραγωγικό μοντέλο της χώρας εξυπηρετείται μόνο μέσω των υπηρεσιών, του εμπορίου και του τουρισμού –δηλαδή του τριτογενούς τομέα της οικονομίας. Ονειρεύονταν, δηλαδή, κάτι σαν ένα μεσογειακό Λουξεμβούργο, χωρίς, όμως, ποτέ να καταφέρουν να πάρουν τολμηρές πολιτικές πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση. Ως αποτέλεσμα φτάσαμε στην χρεοκοπία, στην κρίση και στην πολύχρονη ύφεση, που ακόμη διανύουμε, οι άλλοι δύο τομείς της οικονομίας, για να αντιληφθούμε την αντοχή και τη δυναμική του αγροτικού τομέα και της μεταποίησης. Η υποβαθμισμένη γεωργία και κτηνοτροφία βρίσκεται, πλέον, στην αιχμή των εξελίξεων, ενώ η υποτιμημένη βιομηχανία, παρά το βαρύ τίμημα που πλήρωσε την τελευταία 20ετία, επανακάμπτει δυναμικά, κυρίως λόγω του εξωστρεφούς της χαρακτήρα, αλλά και της ύπαρξης εκατοντάδων εργοστασίων στη χώρα –τα περισσότερα στη Β. Ελλάδα- που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα.   

Όλα αυτά επανέρχονται το τελευταίο διάστημα στο προσκήνιο των συζητήσεων της Θεσσαλονίκης. Παραδοσιακοί επιχειρηματίες της μεταποίησης με θητεία δεκαετιών στην αγορά αντιλαμβάνονται ότι στην παρούσα φάση η ενέργεια που καταναλώνεται και οι πόροι που διατίθενται για τις επιχειρήσεις της νέας οικονομίας, τις περίφημες start ups, είναι υπερβολικά αισιόδοξες σε μια οικονομία που πρωτίστως χρειάζεται άμεσα αποτελέσματα. «Όταν είναι ευκολότερο μια μεγάλη βιομηχανία να φτάσει τις πωλήσεις της από τα 250 εκατ. ευρώ ετησίως στα 300 εκατ., ώστε να ανταποκριθεί στο δανεισμό της, να αυξήσει τις εισφορές στα δημόσια ταμεία και να δημιουργήσει περισσότερες θέσεις εργασίας, δεν είναι δυνατόν το σύστημα να ασχολείται μόνο με τις start ups και τον τουρισμό» επισήμανε πρόσφατα σε συζήτηση γνωστός βιομήχανος της Θεσσαλονίκης. Ο ίδιος, το ειδικό βάρος του οποίου στην επιχειρηματικότητα του ελληνικού βορρά δεν αμφισβητείται, σχολίαζε επίσης στην ίδια συζήτηση ότι τόσο η ψηφιακή οικονομία, όσο και ο τομέας του τουρισμού έχουν –και σωστά έχουν- από ένα ολόκληρο υπουργείο και η βιομηχανία έχει… μισό. Ως αποτέλεσμα σοβαρά προβλήματα (αδειοδοτήσεις, χωροθετήσεις, χρηματοδοτήσεις κ.λπ.) να χρονίζουν και σε ορισμένες περιπτώσεις να επιδεινώνονται.

Πληροφορίες της voria.gr αναφέρουν ότι τα θέματα αυτά αναμένεται να τεθούν στον δημόσιο διάλογο το αμέσως προσεχές διάστημα, είτε μέσω μεμονωμένων δηλώσεων γνωστών επιχειρηματιών του Βορρά, είτε μέσω στοχευμένων παρεμβάσεων των επιχειρηματικών συλλογικοτήτων της περιοχής. Η προεκλογική περίοδος την οποία διανύουμε, μπορεί να μην βολεύει τη διατήρηση της ηρεμίας στο οικονομικό κλίμα, αλλά ταυτόχρονα εκτιμάται ως κατάλληλη να τεθούν ζητήματα και να ληφθούν απαντήσεις.     

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ανθρώπων της αγοράς στη Βόρεια Ελλάδα συχνά στην οικονομία η θεωρία απέχει από την πράξη, υπό την έννοια ότι στις εξελίξεις μεσολαβούν παράγοντες όπως είναι η δυναμική των επιχειρήσεων και η επάρκεια του κάθε επιχειρηματία στον κλάδο του. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου σχεδόν όλα κινούνται δια της… τεθλασμένης τα παραδείγματα αυτά αποτελούν τον κανόνα. Όπως φαίνεται από ότι συμβαίνει στον ανεπτυγμένο κόσμο η τεχνολογία εξελίσσεται αλματωδώς, δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη όχι απλά και μόνο μέσω της δραστηριότητας των επιχειρήσεων του κλάδου, που όντως αυξάνεται, αλλά κυρίως επειδή συμβάλλει στην ανατροπή των δεδομένων της ανταγωνιστικότητας  σε παραδοσιακούς κλάδους της οικονομίας. Σήμερα –για παράδειγμα- η υπεραξία που παράγει μια μεταποιητική επιχείρηση οφείλεται τόσο στην καινοτομία, όσο και στην αυξημένη παραγωγικότητα που επιτυγχάνεται μέσω της αξιοποίηση της πληροφορικής και των δικτύων.  Ανάλογα είναι όσα συμβαίνουν και στην αγροτική παραγωγή, όπου η ευφυής γεωργία μειώνει το κόστος, προστατεύει τους φυσικούς πόρους και το περιβάλλον και αυξάνει τις αποδόσεις των εκμεταλλεύσεων. Πρόσφατα γνώστης του κλάδου έλεγε σε ομήγυρη ανθρώπων της αγροδιατροφής ότι «αν κάποιος χρησιμοποιεί τις μεθόδους της ευφυούς γεωργίας στην εκμετάλλευση του και πιάσει χαρτί και μολύβι θα εκπλαγεί από τη διαφορά που προκύπτει σε σχέση με την εφαρμογή παραδοσιακών μεθόδων παραγωγής. Θα τρίβει τα μάτια του!».