Skip to main content

Στενός ο ορίζοντας της Θεσ/νίκης με γυράδικα, μίνι μάρκετ και μεσιτικά

Η πόλη ήταν πάντα ένα είδος «γαστριμαργικής πρωτεύουσας» αλλά ποτέ δεν υπήρχε το σημερινό ράλι σουβλατζλίδικων, μπουγατσατζίδικων και ουζερί.

Οι αριθμοί μπορεί να μη λένε πάντα ολόκληρη την αλήθεια στην οικονομία, αλλά χωρίς αριθμούς και ποσοστά δεν υπάρχει οικονομία. Χωρίς οικονομικά στοιχεία η εικόνα για το τι συμβαίνει σε ένα οικονομικό οικοσύστημα, όπως για παράδειγμα η ελληνική οικονομία και επιχειρηματικότητα, δεν είναι καθαρή. Τα business plan του… ενστίκτου είναι εξαιρετικά επισφαλή.

Η Ελλάδα χρειάζεται πολλές επενδύσεις. Μεγάλες, μεσαίες, μικρές, εγχώριες και ξένες. Κάποιοι οικονομολόγοι υπολογίζουν ότι χρειάζεται επενδύσεις 100 δισ. ευρώ σε 5 χρόνια, ώστε το ΑΕΠ της χώρας, δηλαδή ο πλούτος της και συνακόλουθα η απασχόληση, να προσεγγίσει τα επίπεδα του 2009. Φιλόδοξος στόχος, τον οποίο δε φαίνεται να επιτυγχάνει μέχρι στιγμής η χώρα για δύο λόγους:

Πρώτον, διότι δεν μπορεί ακόμη να προσελκύσει ξένες επενδύσεις σε μαζική έκταση. Πρόκειται για ένα κρίσιμο στοιχείο επειδή οι ξένες επενδύσεις εισάγουν κεφάλαια, ενώ αφενός οι περισσότερες είναι μεγάλου μεγέθους και αφετέρου ανήκουν σε παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας. Όσες δεν ανήκουν και στις δύο κατηγορίες –δεν είναι ούτε μεγάλες, ούτε παραγωγικές-, ανήκουν σίγουρα στη μία από τις δύο.

Δεύτερον, διότι ο επενδυτικός οίστρος των μικρομεσαίων της ελληνικής επιχειρηματικότητας εξαντλείται σε παραδοσιακούς κλάδους της οικονομίας, κυρίως στην εστίαση, το λιανεμπόριο και –τα τελευταία δύο χρόνια- στα ακίνητα. Φυσικά οι μεγάλες επενδύσεις σε κλάδους όπως η ενέργεια, η ψηφιακή οικονομία, τα δομικά υλικά και η αγροδιατροφή επηρεάζουν έντονα την οικονόμα. Αλλά –κακά τα ψέματα- σε μια οικονομία που βασίζεται πολύ στις υπηρεσίες, όπως η ελληνική, και σε μια επιχειρηματικότητα της ανάγκης, όπως σε σημαντικό βαθμό είναι η ελληνική, οι μικρομικρές και μεσαίες επενδύσεις αθροιζόμενες συνιστούν υπολογίσιμο μέγεθος. Εκείνο που σαφώς απομειώνει τη σημασία τους για την οικονομία είναι το είδος αυτών των επενδύσεων.

Με γυράδικα, στα οποία η φοροδιαφυγή και η αδήλωτη απασχόληση ζουν και βασιλεύουν, και με μεσιτικά γραφεία, στα οποία αοράτως απασχολούνται συνταξιούχοι του στρατού και της αστυνομίας, η Ελλάδα δεν μπορεί να επιστρέψει στην κανονικότητα, δηλαδή σε μια ικανοποιητικού μεγέθους διατηρήσιμη ανάπτυξη. Αποδεικνύεται αυτό, άλλωστε, από τα ποιοτικά στοιχεία των μητρών του ΓΕΜΗ και των Επιμελητηρίων. Όπως δείχνουν οι αριθμοί και τα ποσοστά ο χρόνος ζωής για μια στις τρεις επιχειρήσεις που ιδρύονται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, ο χρόνος ζωής έχει περιοριστεί στα τέσσερα χρόνια. Αυτό προκύπτει από έρευνα του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών για την πορεία των εγγραφών και διαγραφών.

Με βάση τα στοιχεία ποσοστό 28,74% των επιχειρήσεων που ιδρύθηκαν την περίοδο 2016-2019 αναγκάστηκαν να κατεβάσουν ρολά, όταν το διάστημα 2011-2015 το αντίστοιχο ποσοστό διαγραφών ήταν στο 23,75% και την περίοδο 2006-2010 στο 14,9%. Πέραν αυτού στην εποχή των συνεργιών και των οικονομιών κλίμακος, στην Ελλάδα τα φυσικά πρόσωπα αποτελούν την μεγάλη πλειοψηφία στην ίδρυση νέων επαγγελματικών δραστηριοτήτων, με ποσοστό που ξεπερνάει το 62%. Από τις εταιρικές μορφές οι ΙΚΕ αποτελούν την πολυπληθέστερη κατηγορία, ακολουθούν οι Ομόρρυθμες και οι Ετερόρρυθμες εταιρείες, ενώ οι ΕΠΕ και οι ΑΕ έχουν μερίδιο κάτω του 1% στις νεοϊδρυθείσες επιχειρήσεις.

Για τη Θεσσαλονίκη η εικόνα αυτή είναι αντιπροσωπευτική. Όχι τόσο σε επίπεδο στοιχείων –αν και η αναζήτησή τους πιθανόν να οδηγήσει πολύ κοντά-, όσο σε επίπεδο εντυπώσεων και καθημερινότητας. Η πόλη ήταν πάντα ένα είδος «γαστριμαργικής πρωτεύουσας» και μάλιστα των ελληνικών γεύσεων, καθώς ελάχιστα είναι τα γκουρμέ και θα διεθνή εστιατόρια. Αλλά ποτέ δεν υπήρχε το σημερινό ράλι σουβλατζλίδικων, μπουγατσατζίδικων και ουζερί με ευθέως καφενειακή διάταξη και διακόσμηση. Ποτέ στην πόλη δεν κυκλοφορούσαν τόσοι πολλοί ντελιβεράδες. Επίσης, πολύ περισσότερα από το παρελθόν είναι τα μίνι μάρκετ – ψιλικατζίδικα – καφέ – τυροπιτάδικα, σα να λέμε τα… «λίγο απ’ όλα».

Πρόκειται για χρήσιμα μαγαζιά, που σε σημαντικό βαθμό αντικαθιστούν τα περίπτερα, τα οποία ξηλώθηκαν, αλλά είναι περισσότερα και επιπλέον ξενυχτούν, σε μια πόλη που πέντε βράδια την εβδομάδα μαζεύεται στο σπίτι νωρίς. Δηλαδή τα φαρμακεία που διανυκτερεύουν στη Θεσσαλονίκη είναι καμμιά δεκαριά και τα διάφορα «λίγο απ’ όλα» πολλαπλάσια. Και μπορεί κάποιες φορές ο καθένας μας να εξυπηρετείται για συγκυριακούς λόγους, αλλά στο σύνολο της λειτουργίας αυτών των επιχειρήσεων το αποτέλεσμα είναι προβληματικό. Η επιχειρηματικότητα της ανάγκης –αν όχι της απελπισίας- γνωρίζει πάντοτε μόδες, από τις οποίες λίγοι βγαίνουν κερδισμένοι και πολλοί χαμένοι, όπως κάθε φορά και σε κάθε τι που υπάρχει πληθωρισμός.

Διότι σε κάποια φάση μπορεί να βγαίνει ένα μεροκάματο, αλλά αν συνυπολογίσει κανείς τα πραγματικά δεδομένα –κεφάλαιο, ώρες εργασίας κ.λπ.- το πρόσημο τις περισσότερες φορές είναι αρνητικό. Οι παλαιότεροι θυμούνται τα βίντεο κλαμπ και τις μπουτίκ με γυναικεία ρούχα στα στενά κάθε γειτονιάς και οι νεότεροι τα μαγαζιά με τα ηλεκτρονικά τσιγάρα και τα ενεχυροδανειστήρια που αγοράζουν «αμέσως και τοις μετρητοίς» χρυσαφικά, κοσμήματα και άλλα τιμαλφή.