Skip to main content

Γερασμένο και αμφίβολης ανθεκτικότητας το κτηριακό δυναμικό της Θεσσαλονίκης

Σχεδόν τα μισά κτήρια του πολεοδομικού συγκροτήματος με αποκλειστική ή κυρίαρχη χρήση κατοικίας είναι ηλικίας άνω των 40 ετών

Γερασμένο, αμφίβολης ανθεκτικότητας και ευάλωτο στην κλιματική αλλαγή είναι το κτηριακό δυναμικό της Θεσσαλονίκης.

Σχεδόν τα μισά κτήρια του πολεοδομικού συγκροτήματος που έχουν είτε αποκλειστική είτε κυρίαρχη χρήση την κατοικία είναι ηλικίας άνω των 40 ετών, δηλαδή είναι κατασκευασμένα πριν από τον αντισεισμικό κανονισμό του 1984 και βέβαια χωρίς καμία πρόβλεψη για την ενεργειακή τους απόδοση.

Στην περιοχή της πόλης όπου ο αστικός ιστός εμφανίζει συνέχεια, δηλαδή στο σύνολο των επτά δήμων Θεσσαλονίκης, Καλαμαριάς, Νεάπολης – Συκεών, Παύλου Μελά, Κορδελιού – Ευόσμου, Αμπελοκήπων – Μενεμένης και Πυλαίας – Χορτιάτη, υπάρχουν 9.611 οικοδομικά τετράγωνα με 206.975 κτήρια, εκ των οποίων το 83% -συνολικά 173.459- είτε είναι αμιγείς κατοικίες, είτε έχουν μικτή χρήση. Μάλιστα, το ποσοστό αυτό φτάνει στο 88% για τον δήμο Θεσσαλονίκης, όπου υπάρχουν 21.432 τέτοιας χρήσης κτήρια στο σύνολο των 24.173. Από αυτά το 13% έχει κατασκευαστεί πριν από το 1960, το 15% στη δεκαετία 1960-1970 και το 19% την αμέσως επόμενη δεκαετία.

Τα στοιχεία παρουσίασε ο ομότιμος καθηγητής του τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ, Δημήτρης Μπίκας, σε εκδήλωση με θέμα «Έργα & Δράσεις ανάπτυξης για τη Θεσσαλονίκη του 2030» που συνδιοργάνωσαν η ΕΥΑΘ, το ΕΥΑΘ, ΤΕΕ/TΚΜ και η ΔΕΘ-HELEXPO με την υποστήριξη της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ και του ΚΤΙΡΙΟforTHESS. Ο καθηγητής τόνισε πως η αναβάθμιση του υπάρχοντος κτηριακού δυναμικού της πόλης, κυρίως του οικιστικού τομέα, θα μπορούσε να θεωρηθεί σιωπηρό μεν, αλλά εξίσου σημαντικό σημείο, στο οποίο θα μπορούσε η πόλη να επικεντρώσει τις προσπάθειές της ενόψει του ορόσημου του 2030, χρονιά κατά την οποία το 50% των κτηρίων της πόλης θα ξεπεράσει το όριο των 50 ετών που στο κεντροευρωπαϊκό χώρο θεωρείται κρίσιμο. «Συζητούμε για τα μεγάλα έργα υποδομής που τα χρειάζεται η πόλη, αλλά αυτό το θέμα που αφορά 1 εκατομμύριο ανθρώπους του πολεοδομικού συγκροτήματος το αφήνουμε στην άκρη», είπε μιλώντας στη Voria.gr.

Το κρίσιμο ζήτημα που έθεσε ο καθηγητής είναι πως, παρότι υπάρχουν κανονισμοί -οικοδομικοί, αντισεισμικοί, ενεργειακοί και πυρασφάλειας- σχετικά με τις νέες κατασκευές, οι οποίοι συνεχώς τροποποιούνται με βάση τις νέες προδιαγραφές και ανάγκες, δεν υπάρχει πρόβλεψη για την αναβάθμιση των υφιστάμενων κτηρίων. Κι αυτό τη στιγμή που τα στατιστικά δεδομένα της Ευρώπης, στα οποία εν πολλοίς βασίζονται και οι πίνακες που χρησιμοποιούν και οι ασφαλιστικές εταιρείες, προκειμένου να αποτιμήσουν την πιθανότητα να συμβούν ζημιές σε κάποιο κτήριο, έχουν ταξινομήσει τα βασικά δομικά στοιχεία της κάθε κατασκευής που έχουν περάσει από έναν αναμενόμενο κύκλο ζωής, τα οποία χρειάζονται τουλάχιστον έλεγχο και το πιθανότερο συντήρηση, επιδιόρθωση ή και αντικατάσταση. «Το μεγαλύτερο μέρος των οικιστικών κτηρίων της πόλης στην αρχή της δεκαετίας του 2030 είναι ήδη εδώ. Στα επτά χρόνια που μένουν δεν θα δούμε πολλά νέα κτήρια. Σημαντικό μέρος του θα εξακολουθήσει να αποτελεί το μεγάλης ηλικίας ήδη κτισμένο σύνολο. Η αναβάθμιση των κτηρίων που ακολουθούν παλαιότερους κανονισμούς αποτελεί αναγκαιότητα όχι μόνο για να διατηρήσουν τα αρχικά επίπεδα λειτουργικότητας, αλλά για να είναι σε θέση να έχουν επιδόσεις ανάλογες με τα νεότερα κτήρια. Ωστόσο, δεν υπάρχει ακόμα κανονισμός που να επισημαίνει αυτά τα ζητήματα. Θα πρέπει εκτός από το σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο, το οποίο εξελίσσεται και θα πρέπει να το ακολουθούμε, να έχουμε υπόψη ότι αυτό θα πρέπει να περάσει σε κάποιο επίπεδο υλοποίησης στο υφιστάμενο, παλαιωμένο κτηριακό δυναμικό, το οποίο δεν μπορεί να μας το αντικαταστήσει κανείς», είπε χαρακτηριστικά.

Τέσσερα επίμαχα σημεία

Σύμφωνα με τον κ. Μπίκα υπάρχουν τέσσερα ζητήματα που σχετίζονται με την ασφάλεια των κτηρίων, τα οποία πρέπει να εξεταστούν. «Το ένα είναι η παλαιότητα λόγω γήρανσης και φθοράς του χρόνου και το δεύτερο οι επεμβάσεις που πρέπει να γίνουν με βάση την αλλαγή των κανονισμών. Το τρίτο είναι η ασφάλεια, η ανθεκτικότητα που μπορεί να έχει το κτήριο είναι εξαιτίας των κλιματικών μεταβολών. Έχουμε βροχές και καταιγίδες που δεν τις είχαμε παλαιότερα. Υπάρχουν σπίτια που τα λούκια τους στις ταράτσες δεν αντέχουν τα νερά που πέφτουν. Τελευταίο και πιο σημαντικό είναι ο σεισμικός κίνδυνος και πώς αντιμετωπίζονται οι οικοδομές που κατασκευάστηκαν με παλαιότερο ή και χωρίς κανονισμό», τόνισε.

Ειδικά για τη παλιές οικοδομές ο καθηγητής σημείωσε ότι έχουν το επιπλέον πρόβλημα ότι κατά την κατασκευή τους δεν υπήρχαν κανονισμοί πολυκατοικίας ή αυτοί που υπήρχαν ήταν ατελείς. Και διευκρίνισε ότι ο κανονισμός πολυκατοικίας δεν αφορά μόνο τις υποχρεώσεις των ενοίκων μεταξύ τους, αλλά και τις υποχρεώσεις της οικοδομής προς τα έξω.

Σε ό,τι αφορά την ενεργειακή αναβάθμιση των κτηρίων που χτίστηκαν σε εποχή που δεν υπήρχε καλός ή καθόλου κανονισμός θερμομόνωσης, σημείωσε ότι πρέπει να γίνει ενίσχυση με νέα υλικά, ώστε να γίνει περισσότερο αποδοτικά ενεργειακά. Στο ζήτημα, αυτό, όμως, όπως είπε, υπάρχει το πρόβλημα της πολυϊδιοκτησίας. «Με δεδομένη την εικόνα της σημερινής πολυϊδιοκτησιακής πραγματικότητας στο αστικό κέντρο, αλλά και σε άλλους κοινωνικούς παράγοντες, οι χρηματοδοτήσεις απευθύνονται στους εκάστοτε κατόχους οριζόντιας ιδιοκτησίας, με αποτέλεσμα οι επεμβάσεις να περιορίζονται κατά κανόνα σε μεμονωμένα διαμερίσματα. Αυτό είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματικό σε σχέση με τις επεμβάσεις σε επίπεδο κτηρίου ή οικοδομικού τετραγώνου, είναι ένας άξονας με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και με βάση τις υπό αναθεώρηση οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης», σχολίασε.

Η θεσμοθέτηση ελέγχων και ο ρόλος της αυτοδιοίκησης

Ο κ. Μπίκας επισήμανε ότι για τον αστικό ιστό μιας πόλης του μεγέθους της Θεσσαλονίκης πρέπει να γίνουν αναμορφώσεις ή και προσαρμογές των χρηματοδοτικών μοντέλων, αλλά ενδεχομένως και τροποποιήσεις νομοθετικού χαρακτήρα που θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα των οικιστικών κτηρίων απέναντι στους σεισμούς και στους κλιματικούς κινδύνους, τη λειτουργικότητα των οικοδομών, αλλά και την αισθητική σε επίπεδο κτηρίου – οικοδομικού τετραγώνου. Θα πρέπει, για παράδειγμα, να υπάρχει θεσμοθετημένος έλεγχος, ώστε να υποχρεωθεί μία πολυκατοικία να αποκαταστήσει φθορές, με οικονομική υποστήριξη μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων.

Σύμφωνα με τον καθηγητή, κομβικός στη διαμόρφωση του πλαισίου υποχρεωτικότητας, όσο και της συνολικής ενεργειακής αναβάθμισης του κτηριακού δυναμικού, μπορεί να είναι ο ρόλος της αυτοδιοίκησης. «Πιστεύω ότι για λόγους γενικότερης ανάπτυξης της πόλης έναν τέτοιο ρόλο θα μπορούσε να αναλάβουν οι διάφορες βαθμίδες της αυτοδιοίκησης με έναν πυρήνα συντονισμού των απαιτήσεων και ενδεχομένως με κάποια έργα, διαγωνισμούς και πρωτοβουλίες προβολής τέτοιων ζητημάτων. Να προκαλέσουν κάποιες συζητήσεις με χρηματοδοτικούς οργανισμούς, πράγματα που γίνονται εδώ και χρόνια στο εξωτερικό. Άλλωστε, υπάρχουν σχετικά χρηματοδοτικά εργαλεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα μπορούσαν αυτά τα πράγματα να γίνουν. Έχουμε πολύ καλό Πολυτεχνείο, έχουμε πολύ καλό Τεχνικό Επιμελητήριο, είμαστε έδρα πολύ σοβαρών ελληνικών εταιρειών που ασχολούνται με δομικά υλικά και κατασκευές και αφήνουμε κάποια πράγματα στην τύχη», είπε.

Ο καθηγητής υπογράμμισε ότι η ολιστική αναβάθμιση του οικιστικού κτηριακού δυναμικού της Θεσσαλονίκης, εκτός του ότι θα αναβαθμίσει συνολικά την ποιότητα του δομημένου περιβάλλοντος, θα έχει προστιθέμενη αξία για τις ιδιοκτησίες, που απομειώνονται με την πάροδο των χρόνων.