Skip to main content

Το δράμα των λοιμωξιολόγων - Γιατί μόνο ο Τσιόδρας μπορεί να σώσει την κατάσταση

Η πρόταση να υπάρχει από εδώ και πέρα περισσότερη διαφάνεια και αμεσότερη επικοινωνία της επιτροπής με την κοινή γνώμη θα βοηθούσε.

Από τα πολύ σοβαρά –και δυστυχώς σε πολλά διαφορετικά και ταυτοχρόνως διασυνδεδεμένα πεδία- που συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα στην Ελλάδα, ίσως το πιο ιδιαίτερο λόγω συγκυρίας είναι η κρίση που καταγράφεται στη λειτουργία της Επιτροπής Λοιμωξιολόγων. Στην πιο κρίσιμη φάση της πανδημίας, τη στιγμή που όλοι αγωνιούν για το τι θα γίνει τόσο στο άμεσο όσο και στο απώτερο μέλλον, και ταυτόχρονα ελπίζουν σε διέξοδο και επιστροφή στην κανονικότητα μέσω των εμβολιασμών, αποκαλύπτεται ότι η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων –εκτός από λοιμωξιολόγους μετέχουν και άλλες ειδικότητες- έχει εσωτερικά προβλήματα. Πριν από δύο ημέρες η κ. Αναστασία Κοτανίδου, εξέχον μέλος της ιατρικής κοινότητας, που ως εντατικολόγος βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της υγειονομικής μάχης, αποκάλυψε ότι οι αρρυθμίες στη λειτουργία της Επιτροπής, τις οποίες λίγο έως πολύ όλοι διακρίναμε τους τελευταίους μήνες, οφείλονται στην κόπωση του συστήματος, που οδήγησε σε λάθος εκτιμήσεις και λανθασμένες αποφάσεις, οι οποίες με τη σειρά τους προκαλούν έλλειψη επικοινωνίας και δημιουργούν εντάσεις. Κάπως έτσι, η κυβέρνηση που παίρνει τις αποφάσεις για όλους μας ξεμένει από αξιόπιστες επιστημονικές συμβουλές και τεκμηρίωση. Πορεύεται, δηλαδή, εάν όχι χωρίς πυξίδα, σίγουρα με σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας.

Η αλήθεια είναι ότι η κ. Κοτανίδου με την αμεσότητα των δηλώσεών της στην εκδήλωση του «Κύκλου Ιδεών» του Ευάγγελου Βενιζέλου, άνοιξε το καπάκι της χύτρας λίγο πριν εκραγεί το περιεχόμενό του από την υπερθέρμανση. Διότι και άλλοι συνάδελφοί της στην Επιτροπή είχαν προειδοποιήσει νωρίτερα με τον τρόπο τους. Με τα όσα είπαν, αλλά και με τη σιωπή ή την απουσία τους. Ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας, ο οποίος σήκωσε το επιστημονικό βάρος στην πρώτη φάση της πανδημίας, έχει χαθεί από τη δημοσιότητα, αλλά συνεχίζει να συνδράμει το υπουργείο Υγείας και τον πρωθυπουργό, χωρίς όμως να εκτίθεται στην πρώτη γραμμή. Ο καθηγητής Νικόλαος Σύψας, ο οποίος επίσης είχε πυκνές τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εμφανίσεις, διότι πίστευε ότι είναι καλύτερα εν μέσω πανδημίας να ενημερώνουν οι ειδικοί, εξαφανίστηκε από το προσκήνιο αιφνιδιαστικά. Μαζί χάθηκαν το αυστηρό ύφος και ο κοφτός του λόγος, που σε υποχρέωνε να τον ακούσεις και –μέχρι ενός σημείου- να τον… υπακούσεις. Ο πρόεδρος του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου, ο Θεσσαλονικιός Αθανάσιος Εξαδάκτυλος, τον τελευταίο μήνα είχε εκφράσει κατ’ επανάληψη και με σαφήνεια ότι μια επιτροπή 32 ατόμων είναι πολύ μεγάλη και επομένως δυσκίνητη, αφού αποφασίζει δύσκολα. Ακόμη και ο αεικίνητος καθηγητής Γώγος αραίωσε τις πυκνές του τηλεοπτικές εμφανίσεις. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι σοβαροί και αντιλήφθηκαν έγκαιρα ότι οι διαφωνίες στην περίπτωση μιας επιτροπής με το συγκεκριμένο χαρακτήρα δεν βγαίνουν σε καλό.

Προφανώς θα είναι μια επιστημονική –ενδεχομένως διεπιστημονική- επιτροπή που θα έχει τον πρώτο λόγο σε μια υγειονομική κρίση, όπως αυτή που διανύουμε. Μόνο που τα πράγματα πρέπει να έχουν μια σειρά, προκειμένου να λειτουργήσουν. Διότι άλλο η επιστημονική συζήτηση και διαφωνία, στην οποία οι επιστήμονες είναι συνηθισμένοι έως εθισμένοι –στη Θεσσαλονίκη αξέχαστες θα μείνουν οι προ 25ετίας ομηρικές διαμάχες στα αμφιθέατρα, στα συνέδρια και με τις κάμερες παρούσες, των καθηγητών Παπαζάχου (πατρός) και Βαρώτσου για τη μέθοδο πρόβλεψης των σεισμών ΒΑΝ. Και άλλο μια συνεδρίαση που θα πρέπει να φτάσει σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα, να σταθμίσει πιθανότητες και να πάρει αποφάσεις που αφορούν ολόκληρη την κοινωνία, εμπεριέχουν ρίσκο και –κυρίως- θα εφαρμοστούν. Άλλο ένα brain storming το οποίο ενδέχεται να οδηγήσει κάπου και άλλο μια επιχειρησιακή σύσκεψη, που είναι υποχρεωμένη να καταλήξει κάπου. Οι γιατροί –εν προκειμένω οι περισσότεροι των 32 της Επιτροπής είναι γιατροί- είναι συνηθισμένοι στην πίεση, αλλά σε άλλου είδους πίεση. Παλεύουν να θεραπεύσουν αρρώστους, συχνά με νύχια και με δόντια για να σώσουν ζωές. Το κάνουν, όμως, με τα δικά τους εφόδια -τη γνώση και την εμπειρία. Εν πολλοίς μόνοι, με τους στενούς τους συνεργάτες. Αποφασίζουν και ενεργούν, δίνοντας λογαριασμό μόνο στη συνείδησή τους. Στο κάτω κάτω είναι μια δουλειά –εντάξει ένα λειτούργημα- που γνωρίζουν και ασκούν επαγγελματικά. Είναι τελείως διαφορετικό να καλείσαι να αποφασίσεις –και μάλιστα σε κάτι εξ΄ ορισμού ασαφές- υπό μεγάλη πολιτική, κοινωνική και οικονομική πίεση. Όταν όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα επάνω σου υπάρχουν δυσκολίες, ιδιαίτερα στη διαχείριση διαφωνιών και αντιθέσεων.

Η πρόταση να υπάρχει από εδώ και πέρα περισσότερη διαφάνεια και αμεσότερη επικοινωνία της επιτροπής με την κοινή γνώμη –πιθανόν με την έκδοση ανακοίνωσης μετά από κάθε συνεδρίαση- θα βοηθούσε. Εάν, όμως, ενδιαφερόμαστε για αποτελεσματικότητα τότε οι αλλαγές θα πρέπει να είναι ριζικές. Να τεθεί κάποιος επικεφαλής, ο οποίος θα επιλέξει έναν κλειστό πυρήνα συναδέλφων του με τους οποίους θα συζητάει τακτικά και όποτε χρειάζεται θα συμβουλεύεται όποιον άλλο νομίζει. Θα παίρνει αποφάσεις και σε συνεννόηση με την πολιτική ηγεσία θα τις ανακοινώνει.  Καταλληλότερος γι’ αυτόν τον ρόλο είναι ο Σωτήρης Τσιόδρας, τον οποίο η επιστημονική κοινότητα σέβεται απολύτως. Επιπλέον ο ίδιος έχει καταφέρει κάτι δύσκολο. Πέρασε μέσα από ένα τσουνάμι δημοσιότητας την περασμένη άνοιξη και κατάφερε να διατηρήσει την αξιοπιστία του.

ΥΓ. Στα ηρωικά χρόνια της δεκαετίας του 1970, στη χούντα, αλλά και στη μεταπολίτευση, στα πανεπιστήμια της Ιταλίας αρχικά και τις Ελλάδας μετά το 1974 οι φοιτητικές συνελεύσεις ήταν πραγματικά ατελείωτες. Φίλος που εκείνα τα χρόνια σπούδαζε στη Μπολόνια –ή ίσως σε κάποια άλλη ιταλική πόλη- θυμάται ακόμη τριήμερη ζωηρότατη συνέλευση των Ελλήνων φοιτητών, με αντικείμενο τα τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου, το ιδεολογικό τους περιεχόμενο και το αν θα έπρεπε να παίζονται ή όχι στον ραδιοφωνικό σταθμό των Ελλήνων φοιτητών της περιοχής. Καλή φάση μάλλον, εάν είσαι 20 ετών, σπουδάζεις σε μια ευρωπαϊκή χώρα και καίγεσαι να αποκρυπτογραφήσεις το νόημα του στίχου «Η πλατεία ήταν γεμάτη, με το νόημα που ‘χει κάτι απ’ τις φωτιές» ή το… μυστηριώδες «σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή / κανείς δεν θα με περιμένει». Όταν, όμως, το επίδικο είναι η υπόσταση της ίδιας της κοινωνίας, που καθημερινά καταστρέφεται σε πολλά επίπεδα λόγω της πανδημίας, μάλλον η δουλειά πρέπει να γίνει κάπως πιο… πρακτικά και από αυτούς που έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να τα καταφέρουν.