Skip to main content

Τσιτσιπάς, Λάνθιμος και Αντετοκούμπο βάζουν την Ελλάδα μπροστά

Στην Ελλάδα οι πετυχημένοι κατά κανόνα τα έχουν καταφέρει ολομόναχοι, με προσωπικές και οικογενειακές θυσίες, αλλά τη δόξα τους καπηλεύονται πολλοί

Εν μέσω κρίσης, όχι τόσο οικονομικής όσο πολιτικής και θεσμικής, η Ελλάδα απέκτησε καινούριους ήρωες. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στην παρούσα συγκυρία παράλληλα με το εύλογο ενδιαφέρον τους για τις εξελίξεις πρωτίστως στο Σκοπιανό και δευτερευόντως στην οικονομία, οι Νεοέλληνες παρακολουθούν αφενός τα κατορθώματα του Στέφανου Τσιτσιπά και του Γιάννη Αντετοκούμπο και αφετέρου τα επιτεύγματα του Γιώργου Λάνθιμου.

Δύο αθλητές κι ένας σκηνοθέτης, οι οποίοι ήδη πορεύονται στο επίπεδο της παγκόσμιας ελίτ. Ακόμη και οι εφημερίδες, που αυτές τις ημέρες χρειάζονται και το τελευταίο τετραγωνικό εκατοστό στο κάθε πρωτοσέλιδό της για να καταγράψουν τις πολιτικές εξελίξεις που είναι καταιγιστικές, «υποχρεώνονται» να φιλοξενούν σε εμφανές μέρος τους τρεις Έλληνες, που αναμφίβολα είναι το 2019 ότι πιο λαμπερό εξάγει η Ελλάδα στον υπόλοιπο κόσμο. Για μια χώρα που χρειάζεται θετική προβολή και δημόσιες σχέσεις και για μια ηττημένη και χωρίς αυτοπεποίθηση κοινωνία, που με αγωνία αναζητά πρότυπα, ασφαλώς ο Τσιτσιπάς, ο Αντετοκούμπο και ο Λάνθιμος είναι σταλμένοι από την καλή μοίρα της Ελλάδας.

Επί της ουσίας φυσικά τα πράγματα είναι διαφορετικά. Κυρίως διότι στην Ελλάδα οι πετυχημένοι κατά κανόνα τα έχουν καταφέρει ολομόναχοι, με προσωπικές και οικογενειακές θυσίες, αλλά τη δόξα τους καπηλεύονται πολλοί. Κατά κάποιο τρόπο τα τρία σημερινά πρόσωπα της επικαιρότητας τοποθετούν μια ολόκληρη κοινωνία, έναν ολόκληρο λαό μπροστά στον καθρέφτη. Σημειώστε:

Πρώτον, απαραίτητη προϋπόθεση για παγκόσμια καταξίωση είναι το ταλέντο, η σκληρή δουλειά και η κοσμοπολίτικη νοοτροπία. Μάλλον και τα τρία αυτά στοιχεία στην σημερινή Ελλάδα δεν περισσεύουν. Ιδιαίτερα η έλλειψη καλής νοοτροπίας είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη. Η πλειοψηφία των νέων Ελλήνων που παραμένουν στη χώρα επιδιώκουν ακόμη διορισμό στο δημόσιο, ενώ οι υπόλοιποι ή βολεύονται με δουλειές του ποδαριού ή ονειρεύονται να πιάσουν την καλή ψαρεύοντας στα θολά νερά. Αυτοί που φεύγουν και είναι πολλοί –κυρίως επιστήμονες- το κάνουν πρωτίστως για έναν καλύτερο μισθό και για μία πιο άνετη ζωή. Καλά και άγια και τα δύο. Δικαιολογημένοι στόχοι για έναν 20χρονο, αλλά πολύ μακριά από την κατάκτηση της κορυφής. Κανείς διορισμένος από υπουργό ή από το ΑΣΕΠ, κανείς νυχτόβιος καταφερτζής, αλλά και κανείς μετανάστης επιβίωσης δεν φτάνει στην κορυφή. Αυτός ο στόχος απαιτεί ειδικά ψυχικά προσόντα, που δεν μπορούν εύκολα να καλλιεργηθεί στο σάπιο έδαφος της σημερινής Ελλάδας. Απαιτεί εσωτερική δουλειά, μοναχικότητα και δεν καλύπτεται από τους φίλους και τα likes στον τοίχο του facebook.

Δεύτερον, οι τρεις σύγχρονοι ήρωες αναφέρονται με την παραμικρή ευκαιρία στην Ελλάδα, είναι εμφανές ότι αγαπάνε την πατρίδα τους, αλλά στη δουλειά τους είναι πλήρως παγκοσμιοποιημένοι. Τι σημαίνει αυτό; Για να φτάσουν εκεί που βρίσκονται και κυρίως για να συνεχίσουν ανηφορικά σκέπτονται και δουλεύουν με τον τρόπο και τις μεθόδους που απαιτεί ο χώρος τους. Το ότι είναι Έλληνες το γνωρίζουν οι ίδιοι –πιθανόν το αισθάνονται μέσα τους-, αλλά σε αυτό που κάνουν πουλάνε –με την καλή έννοια του όρου- επαγγελματισμό. Δεν περιμένουν τον από μηχανής Θεό να τους σώσει στα δύσκολα. Δεν σκέφτονται ούτε για μια στιγμή ότι είναι ταλεντάρες, άρα γιατί να κουραστούν, να στερηθούν, να εξουθενωθούν. Σε αντίθεση με πολλούς στην Ελλάδα –στους ίδιους και σε άλλους τομείς- οι τρεις αναγνωρίζουν ότι ο κόσμος είναι γεμάτος χαμένες ταλεντάρες, που αυτοκαταστράφηκαν επειδή είχαν σπουδαία ιδέα για τον εαυτό τους από την αρχή. Αυτομάτως, λοιπόν, δεν «εμπνέονται» από ένα βασικό ιδανικό του Νεοέλληνα, τη σπουδαιότητα και τη μεγαλοσύνη που ο ίδιος αναγνωρίζει για τον εαυτό του. Πόσοι γονείς δεν λένε στα σοβαρά «το παιδί μου έχει… κάτι», εννοώντας κάποιο άστρο από μακρινό γαλαξία!

Τρίτον, επειδή όλα –ακόμη και τα ωραιότερα και τα καλύτερα- έχουν κάποιο τέλος, μοιραία τόσο οι δύο αθλητές, όσο και ο σκηνοθέτης –αν και στην τέχνη ο χρόνος κυλάει διαφορετικά- κάποτε θα παρακμάσουν φυσιολογικά. Πιθανόν και να σταματήσουν να είναι δημόσια πρόσωπα. Ίσως να αποσυρθούν σε κάποιο ελληνικό χωριό ή σε ένα ράντσο κάπου στη Νεβάδα. Μικρή σημασία θα έχει το που. Εκείνο που είναι βέβαιον είναι ότι η ελληνική κοινωνία αν δεν τους ξεχάσει, σίγουρα θα τους παραμερίσει και δεν θα τους αξιοποιήσει. Υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από το Γκάλη; Πόσες φορές ο μυθικός μπασκετμπολίστας –ίσως ο μοναδικός άνθρωπος που δεν χρειάστηκε να δείξει διαβατήριο για να μπει στη Σοβιετική Ένωση- κλήθηκε να μιλήσει σε ένα σχολείο ή σε ένα πανεπιστήμιο; Πόσες φορές ζήτησαν οι υπεύθυνοι του τόπου τη γνώμη του για αθλητικά ζητήματα, που ασφαλώς κατέχει βιωματικά; Ίσως διότι ο μέγας Γκάλης το βράδυ μετά την κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ το 1987 πήγε για ύπνο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Ήταν κουρασμένος. Εξαντλημένος σωματικά και πνευματικά από την υπερπροσπάθεια. Ποιος νοιάζεται στην Ελλάδα για όλα αυτά την ώρα του θριάμβου;

Αλλά και από κορυφαίους επιστήμονες και καλλιτέχνες, οι οποίοι διαπρέπουν ανά τον πλανήτη, με χαμηλότερη δημοσιότητα από τους τρεις λόγω μάρκετινγκ, ζήτησε ποτέ κανείς στην Ελλάδα να μάθει οτιδήποτε; Όποιους και όσους από αυτούς να ρωτήσετε η απάντηση θα είναι αρνητική.

Συμπέρασμα: Τα περί προτύπου για τη νέα γενιά παραμένουν στο επίπεδο της τηλεοπτικής ή κινηματογραφικής οθόνης, κάτι που δεν διασφαλίζει κανενός είδους συνέχεια. Στην πραγματικότητα οι Νεοέλληνες δεν ενδιαφέρονται για τους ξεχωριστούς ανθρώπους που κυκλοφορούν ανάμεσά τους. Τους ζητωκραυγάζουν μόνο όταν βρίσκονται στην κορυφή. Τότε που οι… καφενόβιοι κλέβοντας όνειρα, θυσίες και σκληρή δουλειά νομίζουν ότι βρίσκονται οι ίδιοι στην κορυφή του κόσμου και κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου.

ΥΓ. Η ιστορία που ακολουθεί είναι μικρή. Κυρίως, όμως, είναι αποκαλυπτική, διότι εάν κάποιος προσπαθήσει να την προσαρμόσει στα καθ’ ημάς δεν θα τα καταφέρει. Στη δεκαετία του 1930, σε ένα μικρό χωριό της Βόρεια Καρολίνα των ΗΠΑ, μεγάλωνε σε μια πολυμελή –και κατά καιρούς πάμφτωχη- οικογένεια η Γιουνίς Κάθλιν Γουέιμον. Όταν ξεκίνησε από πολύ μικρή τα μαθήματα πιάνου η δασκάλα αποφάνθηκε ότι πρόκειται για ξεχωριστό ταλέντο. Οι γονείς δεν είχαν χρήματα να τη στηρίξουν κι έτσι τα δίδακτρα ανέλαβε η κοινότητα, φτωχοί άνθρωποι που δεν είχαν πέρα από τα βασικά, αλλά εκτιμούσαν ένα παιδί – ταλέντο που ζούσε μαζί τους. Δεν μπορούσαν να μην το στηρίξουν. Η ιστορία τους δικαίωσε. Το παιδάκι μεγάλωσε και τίμησε την προσφορά τους. Έγινε η Νίνα Σιμόν.

ΥΓ2. Όλοι όσοι καταφέρνουν να διαπρέψουν στις πατρίδες τους ή στο εξωτερικό είναι αξιοθαύμαστοι. Σε όλες τις δουλείες, σε όλα τα καθήκοντα, σε κάθε αποστολή. Και ασφαλώς δεν είναι ανάγκη να γίνει κάποιος διάσημος με όρους ΜΜΕ για να αναγνωρίσει η κοινωνία την προσφορά του. Μόνο που στην Ελλάδα δεν το κάνουμε, παρά το ότι ο κύκλος που κινείται ο καθένας γνωρίζει καλά.

ΥΓ3. Αυτή την εβδομάδα το… ελληναρόμετρο βρίσκεται σε καθημερινή χρήση, λόγω της Συμφωνίας των Πρεσπών. Κατανοητό. Οι περισσότεροι ανάμεσα μας είναι κατά του συγκεκριμένου συμβιβασμού με βάσιμα επιχειρήματα. Μάλλον έχουν δίκιο όσοι πιστεύουν ότι «μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται». Αλλά από αυτό, μέχρι να γίνονται καταλήψεις σχολείων –όπως συμβαίνει στα Γιαννιτσά- για διαμαρτυρία η απόσταση είναι μεγάλη. Το κενό τόσο βαθύ, που χωράει πολλούς που θα πέσουν μέσα.

ΥΓ4. Και για να μη ξεχνιόμαστε: οι Νεοέλληνες κατά καιρούς έχουν «σταυρώσει» προσωπικότητες όπως ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης, που απελευθέρωσε τη χώρα, ο Ιωάννης Καποδίστριας, που επιχείρησε να την κάνει κράτος, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που τη διπλασίασε. Αλλά και σύγχρονους μύθους όπως ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις. Ακόμη και ο Μέγας Αλέξανδρος πειράζει κάποιους τόσο πολύ, που εύχονται να μη βρεθεί ποτέ ο τάφος του, μήπως και βρίσκεται στην Ελλάδα!