Skip to main content

Το ξενύχτι ως οικονομικό μέγεθος για τη Βαρκελώνη και τη Θεσσαλονίκη

Οι... παραγωγικές νύχτες της Βαρκελώνης και τα περασμένα νυχτερινά... μεγαλεία της Θεσσαλονίκης, τότε που απλώς τα χρήματα άλλαζαν ντόπια χέρια

«Αν θες φρέσκο αέρα, μην τον ψάχνεις σε αυτή την πόλη» λέει ο Άντονι Καρούζο από το ρόλο του ληστή στην ταινία του 1950 «Η ζούγκλα της ασφάλτου» του σκηνοθέτη Τζον Χιούστον. Έναν χρόνο νωρίτερα – το 1949- στην ταινία «Το μυστικό του δάσους» η Μπέτι Ντέιβις, η οποία για πολλούς διέθετε το γοητευτικότερο βλέμμα που έχει καταγραφεί στον κινηματογράφο, λέει στον φίλο του άντρα της, όταν εκείνος την τσακώνει στα πράσα με τον εραστή της: «Η ζωή στο Λόιαλτον, είναι σα να κάθεσαι σε μια αίθουσα τελετών, και να περιμένεις να αρχίσει η κηδεία».

Αυτές οι δύο ατάκες που ακούστηκαν σε αντίστοιχα φιλμ νουάρ πριν από 75 πάνω – κάτω χρόνια δεν έχουν σχέση με τη Θεσσαλονίκη. Ή μπορεί και να έχουν. Είναι θέμα ερμηνείας, αναγωγών, μεταφορών και… φαντασίας. Το σκηνικό, πάντως, για την προβολή τους στο σώμα της πόλης υπάρχει…  

Στις 10 η ώρα τα κυριακάτικα βράδια οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης είναι έρημοι. Στους πολύ κεντρικούς η κίνηση είναι λίγη και νωχελική. Στους μικρότερους ανύπαρκτη. Το ίδιο συμβαίνει και τις καθημερινές μετά τις 9.30, όταν κλείνουν τα μαγαζιά, τα φώτα στις βιτρίνες χαμηλώνουν και ο κόσμος αποσύρεται στα… ενδότερα. Φυσικά τις Παρασκευές και τα Σάββατα η εικόνα είναι διαφορετική, πολύ πιο ζωηρή και έντονη. Κατά κάποιο τρόπο οι νυχτερινοί ρυθμοί της Θεσσαλονίκης τα τελευταία 12 χρόνια, από τη στιγμή που κορυφώθηκε η οικονομική κρίση, συντονίστηκαν με την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Η πόλη σε ό,τι αφορά τη διασκέδαση και το ξενύχτι έχει κυριολεκτικά μεταλλαχτεί, κάτι που δεν αποκλείεται να της βγει και σε καλό. Σε αντιδιαστολή με τον τίτλο της πρωτεύουσας της κρεπάλης και του χαβαλέ, που κατείχε για πολλά χρόνια, αλλά μόνο σε καλό δεν της βγήκε.    

Στις δεκαετίες του 1990 και του 2000 οι νύχτες στη Θεσσαλονίκη ξεκινούσαν αργά, πολύ αργά και τέλειωναν το πρωί. Ήταν τότε που η διασκέδαση έπαιρνε ζωή κατά τη 1 μετά τα μεσάνυχτα και κορυφωνόταν μετά τις 6. Ακόμη και όσοι την επισκέπτονταν από άλλες ελληνικές πόλεις –της Αθήνας συμπεριλαμβανομένης- απορούσαν. Και επιπλέον δεν… άντεχαν. Ήταν τότε που κάποιοι ευφάνταστοι Θεσσαλονικείς και… αυτοπαραμυθιασμένοι παράγοντες της πόλης τη συνέκριναν με τη Βαρκελώνη. Μια πόλη μεσογειακή, δεύτερη σε επιρροή στη χώρα της, την Ισπανία, με μεγάλο εμπορικό λιμάνι, πλούσια μουσική σκηνή και έντονη νυχτερινή ζωή. Μόνο που κάπου εδώ τελειώνουν οι ομοιότητες της με τη Θεσσαλονίκη. Διότι η Βαρκελώνη έχει περισσότερο πληθυσμό –περίπου 1,5 εκατ. στον κεντρικό δήμο και κοντά στα 4,5 εκατ. με τα πέριξ-, μιλάει ισπανικά όπως ο μισός πλανήτης, ενώ όλος αυτός ο μποέμ τρόπος ζωής δημιουργεί πραγματικό πλούτο και απασχόληση και ταυτόχρονα συμβάλλει στην ενδυνάμωση του κοσμοπολιτισμού της. Η πρωτεύουσα της Καταλωνίας στην προ κορωνοϊού εποχή υποδέχονταν κάθε χρόνο περί τα 27 – 30 εκατομμύρια επισκέπτες, όσους στις πολύ καλές τουριστικές χρονιές ολόκληρη η Ελλάδα. Φθινόπωρο, χειμώνα, άνοιξη και καλοκαίρι το κέντρο και οι παραθαλάσσιες περιοχές ήταν και σε σημαντικό βαθμό παραμένουν πλημμυρισμένες από κόσμο. Ειδικά μετά το 1992 και τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βούλας Πατουλίδου και του Πύρρου Δήμα η Βαρκελώνη έχει εκτοξευτεί. Οι ιθύνοντες της πόλης αξιοποίησαν την ευκαιρία και τα κονδύλια και αντέστρεψαν το μέτωπό της προς τη θάλασσα, ενώ δημιούργησαν ένα απόλυτα φιλικό αστικό περιβάλλον και την έκαναν ελκυστική.

Επιπλέον, φρόντισαν να προβάλουν ότι άξιο λόγου υπήρχε στην πόλη και να ενδυναμώσουν το μύθο της. Από την αρχιτεκτονική του Γκαουντί και την ζωγραφική του Ζουάν Μιρό, μέχρι τη Μπαρτσελόνα, τις υπαίθριες αγορές τροφίμων, τα μπαρ και την αμφιβόλου αξίας τοπική μουσική σκηνή. Ως αποτέλεσμα η οικονομική ανάπτυξη ήταν ραγδαία, τα ταμεία γέμισαν, άνθρωποι και επιχειρήσεις άνθισαν, νέες προοπτικές ανοίχτηκαν, όπως για παράδειγμα το ισχυρό τεχνολογικό και καινοτόμο οικοσύστημα που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια. Στα αρνητικά είναι ότι σήμερα στη Βαρκελώνη οι κάτοικοι βιώνουν τις συνέπειες του υπερτουρισμού και της έκρηξης της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Ολόκληρες γειτονιές ντόπιων έχουν ξεσηκωθεί επιδιώκοντας να αποβάλλουν από την περιοχή τους τα ακίνητα που διατίθενται με τη μέθοδο airbnb, στα οποία καταφθάνουν νέοι απ’ όλο τον κόσμο αποφασισμένοι να κάνουν φασαρία, πολύ φασαρία. Πρόκειται για προβλήματα… πολυτελείας, που προκύπτουν από τον μεγάλο συνωστισμό, ο οποίος, όμως, πρωτίστως στηρίζει το εισόδημα της πόλης και της ευρύτερης περιοχής.

Αντίθετα από τη Βαρκελώνη στη Θεσσαλονίκη το… ξενύχτι δεν ήταν ποτέ παραγωγικό. Χωρίς μεγάλο αριθμό επισκεπτών οι κάτοικοι της πόλης ξενυχτούσαν ξοδεύοντας τα δικά τους λεφτά, που απλώς έκαναν κύκλο και άλλαζαν χέρια. Πρόκειται για οικονομική δραστηριότητα «από τον έναν στον άλλο και από τον άλλο στον έναν» που ενδεχομένως σε πρώτη φάση να δημιούργησε ευφορία, αλλά μεσοπρόθεσμα αποδείχθηκε ότι αυτός ο εσωτερικός κύκλος του χρήματος δεν μπορεί να ξεφύγει από τα όρια του. Πρόκειται για ένα είδος… πυραμίδας, που όταν λειτουργούσε εκ της φύσεως του δεν δημιούργησε πλούτο ικανό να λειτουργήσει ως καύσιμο για τις επενδύσεις που θα οδηγούσαν την πόλη στην επόμενη ημέρα και στο επόμενο επίπεδο. Κάπως έτσι με το που… εμφανίστηκε η οικονομική κρίση στο Θεσσαλονίκη το… παραγωγικό και αναπτυξιακό σύστημα ξενύχτι άρχισε να καταρρέει. Αφού πρώτα κατέρρευσαν τα γυάλινα πόδια που το στήριζαν.

Από τότε άλλοτε με γρηγορότερους και άλλοτε με βραδείς ρυθμούς η πόλη υποχωρεί σε όλα –ή σχεδόν σε όλα- τα επίπεδα. Η ελκυστικότητά της κατά βάση υπάρχει μόνο στο χάρτη, στις διαφημιστικές μπροσούρες και στις καλές τιμές των ξενοδοχείων, της εστίασης, της αγοράς, της καθημερινότητας. Και μπορεί η πλειοψηφία των επισκεπτών της να δηλώνουν ενθουσιασμένοι από τη γνωριμία και την εμπειρία, αλλά και έτοιμοι να ξανάρθουν και να τη συστήσουν στους φίλους τους, αλλά ενώ αυτό κυκλοφορεί ως φήμη και ως αποτέλεσμα αμφιβόλου αξιοπιστίας ερευνών αρκετά χρόνια τώρα, ορατό αποτέλεσμα δεν υπάρχει. Ίσως επειδή οι απαντήσεις ικανοποίησης προέρχονται από επισκέπτες που επέλεξαν τη Θεσσαλονίκη για συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία τους ικανοποιούν. Διότι η επισκεψιμότητα της πόλης και της περιοχής όντως αυξάνεται, αλλά οφείλουμε να λάβουμε υπόψιν μας ορισμένες παραμέτρους. Κατ’ αρχήν ότι ξεκίνησε από υπερβολικά χαμηλά, οπότε σε μια εποχή κινητικότητας είναι δεδομένο ότι η εικόνα θα βελτιωθεί. Δεύτερον, ότι την επιλέγουν συγκεκριμένες ειδικές κατηγορίες, όπως –για παράδειγμα- οι Ισραηλινοί, λόγω του εβραϊκού της παρελθόντος, και οι Τούρκοι, επειδή είναι γενέθλια πόλη του Κεμάλ Ατατούρκ.

Μερικές δεκαετίες μετά τα φιλμ νουάρ με τις φράσεις που αναφέρονται στην αρχή αυτού του κειμένου και ταιριάζουν ή δεν ταιριάζουν στη Θεσσαλονίκη ο Κιλκισιώτης πολιτογραφημένος Θεσσαλονικιός ποιητής και ζωγράφος Κώστας Λαχάς έγραψε το τραγούδι «Τυμβωρύχος», που μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος και πρωτοτραγούδησε η Δ. Γαλάνη και μετά ο Δ. Μητροπάνος. Το τραγούδι κινείται με μαεστρία ανάμεσα στη γενέθλια πόλη και τον τόπο κατοικίας, διατηρώντας προφανώς τις αναλογίες.  «Στενεύουν τα περάσματα / οι φίλοι μου φαντάσματα / κι η πόλη μοιάζει γενικώς / τάφος οικογενειακός» λέει ο ποιητής στο ρεφρέν, που εξ’ ορισμού αφορά τη Θεσσαλονίκη. Χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ότι μπορεί και να μην την αφορά.