Skip to main content

Ζαμπίτης: Πρωταρχία του νόμου ή αλλιώς... It's the law, stupid!

Άρθρο του δικηγόρου Παρ' Αρείω Πάγω, Παναγιώτη Ζαμπίτη, για το κράτος δικαίου και τις οικουμενικές αρχές που το ακολουθούν.

Του Παναγιώτη Ζαμπίτη*

Σύμφωνα με τον ορισμό του Παγκόσμιου Προγράμματος Δικαιοσύνης (https://worldjusticeproject.org/about-us/overview/what-rule-law) το κράτος δικαίου είναι το σύστημα που ακολουθεί τέσσερις οικουμενικές αρχές, διαμορφωθείσες με βάση διεθνώς αποδεκτά πρότυπα σε διαβούλευση με ευρύ φάσμα εμπειρογνωμόνων παγκοσμίως. Κατά τις αρχές αυτές, πρώτον “η κυβέρνηση, οι αξιωματούχοι και οι εν γένει κρατικοί παράγοντες είναι υπόλογοι σύμφωνα με τον νόμο” (“Accountability’’), δεύτερον “οι νόμοι  είναι σαφείς, δημοσιοποιούνται και εφαρμόζονται ομοιόμορφα, και προστατεύουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, στα οποία συμπεριλαμβάνεται η ασφάλεια των ατόμων και των αγαθών” (“Just Laws”), τρίτον “η διαδικασία με την οποία θεσπίζονται και επιβάλλονται οι νόμοι είναι προσβάσιμη, δίκαιη και αποτελεσματική” (“Open Government”), και τέταρτον “η δικαιοσύνη αποδίδεται έγκαιρα από ικανούς, ηθικούς και ανεξάρτητους εκπροσώπους σε ικανό αριθμό, οι οποίοι διαθέτουν επαρκείς πόρους και αντικατοπτρίζουν την κοινότητα που υπηρετούν” (“Accessible Justice”).

Εξάλλου, η έννοια του κράτους δικαίου, αν όχι η φράση καθ’ εαυτή, είναι γνωστή από την εποχή της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, καθώς κατά τον Αριστοτέλη “θα έπρεπε να κυβερνά ο νόμος’’ (Αριστοτέλους, Πολιτικά, 3.16). Στο “κράτος δικαίου’’ λοιπόν συμπυκνώνεται η αρχή ότι κυρίαρχος είναι ο νόμος και όχι ο άνθρωπος, ή αλλιώς οι νομικοί κανόνες και όχι τα υποκείμενα. Δηλαδή, κράτος δικαίου έχουμε όταν η ερμηνεία των νόμων δεν επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια των δικαστών (δικαστικής λειτουργίας) και η εφαρμογή των νόμων δεν επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (εκτελεστικής λειτουργίας) αλλά βασίζεται σε σαφείς και εκ των προτέρων θεσπισμένους και γνωστούς νομικούς κανόνες. Τούτο  σημαίνει, περαιτέρω, ότι η επιλογή μεταξύ δύο διαφορετικών λύσεων σε ένα νομικό ζήτημα δεν αποτελεί και δεν πρέπει να αποτελεί προσωπική, δηλαδή υποκειμενικά αυθαίρετη, επιλογή προτίμησης του δικαστή αλλά (να) καθορίζεται από αυστηρή νομική λογική και αιτιολόγηση με βάση καθορισμένα από το νόμο κριτήρια. Και αυτή δηλαδή η έκφανση του κράτους δικαίου αναφέρεται στην πρωταρχική επιρροή και εξουσία του νόμου σε κάθε κοινωνία, ιδιαίτερα ως περιορισμός στη συμπεριφορά, συμπεριλαμβανομένης της συμπεριφοράς των φορέων εξουσίας ενός κράτους. Με άλλες λέξεις όλα τα όργανα της πολιτείας (αλλά και οι ιδιώτες) πρέπει να ενεργούν και να απέχουν “ne contra legem, ne ultra legem, sed intra et secundum legem’’, δηλαδή πάντοτε σύμφωνα με το νόμο (“αρχή της νομιμότητας’’).

Η σημασία της πρωταρχίας του νόμου που είναι αναμφισβήτητη αυταξία για εμάς τους νομικούς θετικιστές, αναδεικνύεται ακόμη πιο έντονη στο πεδίο του ποινικού δικαίου και ιδίως της ποινικής δικονομίας που αποτελούν τα οχυρά προστασίας των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου ως νόμιμων δικαιωμάτων, κατ’ επέκταση δε της θεσμικής αποστολής και του ρόλου του συνηγόρου υπεράσπισης που είναι η φωνή του κατηγορούμενου.

Υπό αυτές όμως τις παραδοχές, δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο δημόσιας αντιπαράθεσης, (το) ότι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο ακροατήριο οι δικαστικοί λειτουργοί πρέπει να μεταχειρίζονται τα πρόσωπα που συμμετέχουν στη δίκη κατά τρόπο αμερόληπτο, ευπρεπή, απαθή και ψύχραιμο• άλλως, ότι διαπράττουν βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα (ΚΠΔ 332).

Γιατί απλά είναι ο Nόμος.

Και ως έκφραση της δημοκρατικά διαμορφωμένης γενικής βούλησης δεσμεύει τους πάντες.

Ο ίδιος νόμος δεν επιτρέπει την εκφορά συναισθηματικού λόγου με οποιοδήποτε πρόσημο, θετικό ή αρνητικό, ή οποιαδήποτε δικαιολογία και προς οποιονδήποτε αποδέκτη, όταν ο λόγος αυτός αποτελεί εκδήλωση δικαστικού λειτουργού, δηλαδή πολιτειακού οργάνου κατά την άσκηση του καθήκοντός του. Τα παραπάνω δεν επιτρέπεται να μεταβάλλονται από δίκη σε δίκη ανάλογα με το πόσο “σημαντική” είναι αυτή ή φαίνεται ότι είναι μέσα από το φακό των ΜΜΕ ή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ή ακόμη από το αν είναι και πόσο “διακεκριμένος” ο υπερασπιστής του κατηγορουμένου ή ο ίδιος ο κατηγορούμενος ή ακόμη από το πόσο βαρύ και ειδεχθές είναι το αδίκημα που του αποδίδεται.

Αυτές τις δικαιϊκές κοινοτοπίες δεν χρειάζεται να μας τις υπενθυμίζει κανένας υπουργός, με ή χωρίς τις λεκτικές υπερβολές του fb, γιατί αποτελούν την ταυτότητά μας, τα στοιχειώδη προτάγματα του κράτους δικαίου στο πεδίο του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας που ορθώς με τη σειρά τους έχουν χαρακτηριστεί ως εφαρμοσμένο συνταγματικό δίκαιο των ατομικών ελευθεριών, με θεμελίωση μάλιστα σε ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο.

Εκείνο που χρειάζεται είναι να λειτουργούν οι θεσμοί και να επεμβαίνουν άμεσα τα αρμόδια όργανά τους για τη διαρκή προστασία τους.

*Ο Παναγιώτης Στ. Ζαμπίτης είναι Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω, Μ.Δ.Ε. Δημοσίου Δικαίου