Skip to main content

Χαλκιδική-Πιερία: Ο μήνας που θα κρίνει τα πάντα για τη φετινή τουριστική σεζόν

Οι τουριστικοί φορείς θα κάνουν ταμείο Σεπτέμβριο, όμως έχουν εναποθέσει τις ελπίδες για να μη χαθεί και το φετινό καλοκαίρι στις επόμενες 30 ημέρες

Από αυτή την εβδομάδα μπαίνουμε στην περίοδο κορύφωσης της τουριστικής σεζόν και οι προσδοκίες όλων όσοι ασχολούνται με τον τουρισμό έχουν επικεντρωθεί σε αυτό το διάστημα του ενός μηνός, που θα κρίνει και πώς θα πάει το φετινό καλοκαίρι.

Με την υγειονομική κρίση να επιμένει, το στοίχημα του φετινού τουρισμού παίζεται αυτό το διάστημα, καθώς τα ενθαρρυντικά σημάδια της έναρξης του καλοκαιριού μετριάστηκαν στην πορεία ως αποτέλεσμα της έναρξης του τέταρτου κύματος της πανδημίας του κορωνοϊού εν μέσω θέρους.

Στους τουριστικούς φορείς της Χαλκιδικής και της Πιερίας επικρατεί συγκρατημένη αισιοδοξία για την πορεία της τελευταίας εβδομάδας του Ιουλίου και όλου του επόμενου μήνα. Τα δείγματα από τις κρατήσεις είναι μεν ικανοποιητικά για τις συνθήκες του φετινού καλοκαιριού, όμως επιμένουν ότι οι τουριστικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να «ρεφάρουν» για όλο το προηγούμενο διάστημα, πόσω μάλλον για τις απώλειες του περσινού καλοκαιριού.

Ο στόχος για το 50% της κίνησης της σεζόν του 2019 είναι σχεδόν αδύνατο να πιαστεί, οπότε εγκαίρως περιορίστηκαν οι προσδοκίες. Το κλίμα όμως παραμένει καλό, όσο δεν υπάρχουν περιοριστικά μέτρα κι όσο η πανδημία συγκρατείται στα σημερινά δεδομένα.

Επειδή όμως όλα κρίνονται από την πορεία της υγειονομικής κρίσης, όχι μόνο στο εσωτερικό, αλλά και στο εξωτερικό της χώρας, υπάρχει η ανασφάλεια και όλες οι προβλέψεις είναι επισφαλείς. Από την καλύτερη μέχρι τη χειρότερη.

Τα περισσότερα καταλύματα στους δυο κατ' εξοχήν τουριστικούς νομούς της Κεντρικής Μακεδονίας, αλλά και στις άλλες τουριστικές περιοχές, άνοιξαν σχεδόν στο σύνολό τους. Αυτό από μόνο του αποτελεί σημάδι ότι οι επιχειρηματίες βλέπουν με αισιοδοξία το επόμενο κρίσιμο διάστημα.

Ένα νέο δεδομένο που «πιέζει» τον τουριστικό κλάδο να το παλέψει φέτος περισσότερο από πέρσι, παρά τις δυσκολίες, είναι όσα διαρρέουν από κυβερνητικά στελέχη ότι τα επιδόματα και οι ενισχύσεις που δόθηκαν πέρσι για τις επιπτώσεις από την πανδημία του κορωνοϊού, φέτος θα είναι πολύ πιο περιορισμένα. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι οι τουριστικές επιχειρήσεις θα χάσουν τη δυνατότητα να ενισχυθούν. Υπάρχει «λίπος» από αλλού για να κοπούν αυτές οι ενισχύσεις. Σίγουρα όμως τα οικονομικά της χώρας δεν είναι ανεξάντλητα, ενώ κανείς δεν γνωρίζει αν και οι ευρωπαϊκοί πόροι που θα διατεθούν φέτος για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας θα είναι ανάλογοι με τους περσινούς.

Υπάρχει εδώ και η πολιτική επιλογή. Κι αυτή έχει να κάνει με τη γενικότερη αντιμετώπιση των εξελίξεων σχετικά με την πανδημία. Επειδή καλώς ή κακώς έχει γίνει πια ένας –ίσως και αυτοματοποιημένος- διαχωρισμός ανάμεσα σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους, η κυβέρνηση είναι προφανές πως θα λάβει υπόψη της το συγκεκριμένο κριτήριο στην πορεία. Όχι με τιμωρητική λογική, αλλά θα έρθει ως συνέπεια της άρνησης ενός μέρους της κοινωνίας να ακολουθήσει την «προτροπή» για εμβολιασμό και την «κοινή προσπάθεια» για χτίσιμο του τείχους ανοσίας.

Τι σημαίνει αυτό; Πως στις όποιες ευεργετικές παροχές της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας του κορωνοϊού ένα σημαντικό κριτήριο (που μειώνει τον αριθμό των ωφελουμένων και άρα και το ποσό των κονδυλίων που απαιτούνται) θα είναι ο εμβολιασμός...

Όλα αυτά μένει να τα δούμε διότι πάντα στην εξίσωση μπαίνει και η παράμετρος του πολιτικού κόστους, το οποίο ζυγίζεται και μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα ανά πάσα στιγμή.

Προς το παρόν, στον τουρισμό, λόγω και του περιορισμού των προσδοκιών που είχαν καλλιεργηθεί, λόγω και των περιοριστικών μέτρων που λαμβάνονται σε περιοχές οι οποίες εμφανίζουν επιδείνωση των επιδημιολογικών δεικτών, επικρατεί μια γκρίνια. Όχι μαζική, καθώς υπάρχουν έσοδα και αν κυκλοφορεί το χρήμα, λιγότερο ή περισσότερο, συντηρείται η ελπίδα. Όταν θα γίνει το τελικό ταμείο κατά το Σεπτέμβριο θα έχουμε την εικόνα που θα κρίνει και πως πήγαμε στον τουρισμό, αλλά και πως θα πάει οικονομικά το έτος από το φθινόπωρο και μετά.

Μεγάλο μέρος της φετινής θερινής τουριστικής περιόδου είναι αλήθεια ότι θα το καλύψει ο εγχώριος τουρισμός. Ίσως όχι σε επίπεδο ξενοδοχειακών μονάδων, αλλά στους άλλους εξαρτώμενους κλάδους, οι Έλληνες τουρίστες είναι αυτοί που μπορούν να σώσουν την παρτίδα. Σε αυτούς, ειδικά για την περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας βάλτε και τους Βαλκάνιους, οι οποίοι –παρά τα προβλήματα στην έναρξη της σεζόν στα σύνορα- πλέον έχουν εμφανή και ικανοποιητική (για τα τρέχοντα δεδομένα) παρουσία στην περιοχή. Όπως και οι Ρώσοι, οι οποίοι άρχισαν να έρχονται ξανά και ένα μέρος των Ευρωπαίων, που σταδιακά αυξάνονται ως επισκέπτες.

Το υπουργείο Τουρισμού που επέλεξε κυρίως να διαχειριστεί τη φετινή σεζόν (πιθανώς να είχε και περιορισμένες εναλλακτικές επιλογές) θα πρέπει εγκαίρως, από το Σεπτέμβριο να σχεδιάσει για το επόμενο καλοκαίρι. Μαζί με τους τουριστικούς φορείς να δει πώς μπορεί να προετοιμάσει το καλοκαίρι του 2022, διότι εκείνο θα είναι το κρίσιμο για την ανάκαμψη ή μη του τουρισμού. Το φετινό καλοκαίρι θα κινηθεί στην καλύτερη περίπτωση σε πολύ μέτρια επίπεδα βάσει των προσδοκιών του κόσμου του τουρισμού.

Μετά δυο καλοκαίρια αναδουλειάς όμως, τρίτο δεν μπορεί να υπάρξει. Κι επειδή τα παθήματα πρέπει να γίνονται μαθήματα, τα στελέχη που είναι αρμόδια για τον τουρισμό οφείλουν να προετοιμαστούν εγκαίρως για να μην έχουμε τα ζητήματα που δεν αποφύγαμε και φέτος...

Δύσκολο, αλλά αναγκαίο για έναν κλάδο, που καθορίζει και το συνολικό ΑΕΠ της χώρας και που η πανδημία τον έχει πλήξει πολύ – ελπίζω όχι ανεπανόρθωτα...