Skip to main content

Γιατί οι Έλληνες πρέπει να μάθουν να ζουν τους επόμενους μήνες με την ακρίβεια

Η αύξηση του κόστους ζωής είναι κάτι αναπόφευκτο καθώς σειρά από παράγοντες φέρνουν μια τέλεια καταιγίδα που οι καταναλωτές θα πρέπει να διαχειριστούν

Τα τελευταία 20 χρόνια η ελληνική αγορά συνήθισε τη σταθερότητα των τιμών. Η είσοδος του ευρώ, επί του οποίου αρχικά υπήρξε κερδοσκοπία και αύξηση τιμών, συνετέλεσε στο να περιοριστούν οι αυξομειώσεις τόσο σε συχνότητα όσο και σε βάθος. Διότι ασφαλώς υπήρξαν σκαμπανευάσματα στις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών –χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα καύσιμα στις αντλίες των πρατηρίων-, αλλά ήταν μάλλον σε περιορισμένη κλίμακα και ως εκ τούτου διαχειρίσιμα τόσο σε οικονομικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο. Πολύ περισσότερο που η οκταετής ύφεση δημιούργησε έντονα φαινόμενα αποπληθωρισμού, δηλαδή υποχώρησης τιμών λόγω της περιορισμένης κατανάλωσης. Ήταν, μάλιστα, τέτοιο το περιβάλλον που διαμορφώθηκε, ώστε στην περίοδο της ελληνικής κρίσης συζητούσαμε περισσότερο για τη μείωση των εισοδημάτων λόγω των περικοπών σε μισθούς και συντάξεις, αλλά και εξαιτίας της ανόδου της ανεργίας και των λουκέτων, παρά για αυξήσεις στις τιμές βασικών προϊόντων.
 
Με αυτά τα δεδομένα τους επόμενους μήνες, ίσως και για ένα – δύο χρόνια οι Έλληνες καταναλωτές, τα νοικοκυριά δηλαδή, πιθανότατα θα κληθούν να διαχειριστούν τους προϋπολογισμούς τους σε επίπεδο τιμών των αγαθών, ακόμη και πρώτης ανάγκης. Και ως γνωστόν, όταν οι τιμές ανεβαίνουν βίαια, σπανίως διορθώνουν στα επίπεδα απ’ όπου ξεκίνησαν, σχεδόν πάντα ενσωματώνουν μόνιμα ποσοστό της αύξησης.

Τέλεια καταιγίδα

Όπως φαίνεται από τα στοιχεία η αύξηση του κόστους ζωής είναι κάτι αναπόφευκτο, καθώς μια σειρά από παράγοντες –κερδοσκοπικοί και συγκυριακοί- δημιουργούν μια τέλεια καταιγίδα, την οποία οι καταναλωτές θα πρέπει να διαχειριστούν. Κατ’ αρχήν υπάρχει η κρίση στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα λόγω κορωνοϊού, που ήδη παράγει αποτελέσματα. Τα ναυλοσύμφωνα που κλείνονταν πριν ένα χρόνο για πλοία χωρητικότητας 8.000 εμπορευματοκιβωτίων στα 20.000 δολ. πλέον κινούνται σε τιμές της τάξης των 110.000 δολ. Οι ελληνικές επιχειρήσεις καλούνται να πληρώσουν ημερήσιο ναύλο πάνω από 10.000 ευρώ, έως και 13.000 για ένα container 40 ποδών, από 2.000 που πλήρωναν πέρυσι.

Η καταπολέμηση της πανδημίας στην Κίνα εξακολουθεί να δημιουργεί δυσλειτουργίες από τα εργοστάσια μέχρι τα λιμάνια, κάτι που επηρεάζει την παγκόσμια τροφοδοσία κι έχει εκτοξεύσει τις τιμές. Η ταχεία διάδοση της μετάλλαξης Δέλτα προκαλεί διαταραχές στην παραγωγή των εργοστασίων στην Ασία, προκαλώντας νέα σοκ στην παγκόσμια οικονομία. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα:

Πρώτον, η αποφασιστικότητα της Κίνας να εξαλείψει την Covid σημαίνει ότι ακόμη και ένας μικρός αριθμός κρουσμάτων μπορεί να προκαλέσει μεγάλες διαταραχές στο εμπόριο. Πριν από λίγες εβδομάδες η κυβέρνηση έκλεισε προσωρινά μέρος στο λιμάνι εμπορευματοκιβωτίων στο Ningbo για δύο εβδομάδες, καθώς διαπιστώθηκε ότι ένας λιμενεργάτης είχε την παραλλαγή Δέλτα. Η εξάπλωση της παραλλαγής Δέλτα, ειδικά στη Νοτιοανατολική Ασία, καθιστά δύσκολη τη λειτουργία πολλών εργοστασίων.

Δεύτερον, στο Βιετνάμ, τον δεύτερο μεγαλύτερο παραγωγό υποδημάτων και ενδυμάτων στον κόσμο, η κυβέρνηση έδωσε εντολή στους ιδιοκτήτες εργοστασίων να επιτρέψουν στους εργαζόμενους να κοιμούνται στα εργοστάσιά τους, για να προσπαθήσουν να συνεχίσουν τις εξαγωγές.

Όπως έγραψε τις τελευταίες ημέρες το Bloomberg, η μεταποίηση δέχεται χτύπημα από την έλλειψη βασικών υλικών και το υψηλότερο κόστος πρώτων υλών και ενέργειας. Το γεγονός οδηγεί σε διαμάχες για να πάρουν οι επιχειρηματίες χώρο στα πλοία, ωθώντας τους ναύλους σε ρεκόρ και ορισμένους εξαγωγείς να αυξάνουν τις τιμές ή απλώς να ακυρώνουν τις αποστολές εντελώς. Το κόστος αποστολής ενός εμπορευματοκιβωτίου από την Ασία στην Ευρώπη είναι περίπου 10 φορές υψηλότερο από τον Μάιο του 2020, ενώ το κόστος από τη Σαγκάη στο Λος Άντζελες έχει εξαπλασιαστεί, σύμφωνα με τον δείκτη Drewry World Container Index.

Παράλληλα, καθώς η παγκόσμια οικονομία εισέρχεται σε φάση δυναμικής ανάκαμψης, μετά την ύφεση του 2020, έχει να διαχειριστεί δύο γενικευμένες αυξήσεις: στις πρώτες ύλες (κυρίως αγροτικά προϊόντα και μέταλλα) και στο πετρέλαιο, το οποίο συμπαρασύρει το φυσικό αέριο. Μετά τη συμφωνία των χωρών του OPEC, αλλά και πετρελαιοπαραγωγών χωρών εκτός του συγκεκριμένου μπλοκ, όπως είναι η Ρωσία. Μόνο που οι μεγάλες διακυμάνσεις στα καύσιμα συνιστούν το μικρότερο κακό, υπό την έννοια ότι πρόκειται για κύκλο που ανοίγει και κλείνει διαρκώς, με αποτέλεσμα να έχουν μελετηθεί και εφαρμοστεί τρόποι διαχείρισης της κατάστασης. Πάντως, το παγκόσμιο εμπόριο ακόμη «πληρώνει» το κλείσιμο για αρκετές ημέρες τον περασμένο Μάρτιο της διώρυγας του Σουέζ από το τεράστιο πλοίο μεταφοράς κοντέινερς, Ever Given, το οποίο είχε σφηνώσει στο κανάλι, καθιστώντας αδύνατη τη διέλευση οποιουδήποτε άλλου πλωτού μέσου και εγκλωβίζοντας δεκάδες πλοία, ανάμεσά τους και δεξαμενόπλοια.

Η Ελλάδα σε δύσκολη θέση

Για την Ευρώπη, γενικότερα, και την Ελλάδα, ειδικότερα, το πρόσθετο πρόβλημα έχει να κάνει με τη μεγάλη αύξηση στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος. Παρότι το φαινόμενο έχει προσλάβει παγκόσμιες διαστάσεις, η κατάσταση στην Γηραιά Ήπειρο είναι ακόμη πιο δύσκολη λόγω της απόφασης για απανθρακοποίηση και μηδενισμό των εκπομπών αερίου των θερμοκηπίου έως το 2050. Από τον περασμένο Οκτώβριο μέχρι τα μέσα Ιουλίου το κόστος χονδρικής τιμής ρεύματος στη χώρα μας από 61,18 ευρώ η μεγαβατώρα εκτοξεύτηκε στα 113 ευρώ, μια αύξηση 83%. Η εικόνα αυτή δεν αναμένεται να βελτιωθεί θεαματικά, επειδή οι παράγοντες που τη διαμορφώνουν έχουν σχετικώς μόνιμα χαρακτηριστικά – εκτός ίσως από την υποχώρηση της θερμοκρασίας, που φυσιολογικά θα μειώσει τις ανάγκες και θα περιορίσει την κατανάλωση. Τα δικαιώματα εκπομπών ρύπων πλησιάζουν τα 60 ευρώ ο τόνος, από 25 που ήταν περσι, ενώ αυξάνεται διαρκώς η τιμή του φυσικού αερίου, που στην Ελλάδα είναι η πρώτη εναλλακτική του λιγνίτη καύσιμη ύλη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

Όλα αυτά έχουν αρχίσει ήδη να αποτυπώνονται στις τιμές στην Ελλάδα. Ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε τον Ιούλιο σε 1,4% τον Ιούλιο, αισθητά αυξημένος τόσο σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα όσο και με τον Ιούλιο του 2020. Η σχετική σύγκριση δείχνει μια σταθερή επίπτωση από την αύξηση των τιμών σε ηλεκτρισμό, φυσικό αέριο, καύσιμα, στέγαση, δωμάτια ξενοδοχείων, αεροπορικά εισιτήρια, και είδη διατροφής. Ειδικότερα ξεχωρίζουν οι ανατιμήσεις σε αρνί και κατσίκι, νωπά ψάρια, τυριά, ελαιόλαδο, ελιές, αλλά και νωπά φρούτα και λαχανικά, τα οποία επιπροσθέτως επηρεάζονται από μειωμένες εγχώριες παραγωγές, λόγω ακραίων καιρικών φαινομένων, τα οποία οφείλονται στην κλιματική αλλαγή και πιθανόν δεν έχουν πρόσκαιρο χαρακτήρα, αλλά θα πρέπει να συνηθίσουμε να ζούμε με αυτά. Εννοείται ότι η αύξηση των τιμών στο ηλεκτρικό ρεύμα και στο σούπερ μάρκετ θα «περάσει» συν τω χρόνω και στην εστίαση, όπου οι Έλληνες ξοδεύουν σημαντικό κομμάτι του εισοδήματός τους.