Skip to main content

ΙΝΕ ΓΣΕΕ: Κάτω από 1.000 ευρώ ο μισθός για το 72% των εργαζομένων

Στην αγορά εργασίας, παρατηρούνται σημάδια αργής αλλά σταθερής βελτίωσης, σύμφωνα με το ινστιτούτο ΙΝΕ της ΓΣΕΕ στην ενδιάμεση έκθεσή του

Για «εμφανείς αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις» από την αυξημένη αβεβαιότητα, οικονομική και πολιτική, κάνει λόγο το ινστιτούτο ΙΝΕ της ΓΣΕΕ στην ενδιάμεση έκθεσή του για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση του 2018.

Η κατάσταση, όπως σημειώνει, αντανακλά εξωτερικές αναταραχές, αλλά και τις επιπτώσεις των προγραμμάτων προσαρμογής, που «κατέστησαν την ελληνική οικονομία εύθραυστη και χωρίς ισχυρούς και διατηρήσιμους ενδογενείς επεκτατικούς μηχανισμούς, οι οποίοι θα στήριζαν την αναπτυξιακή δυναμική και την αξιοπιστία της».

Παρά την αύξηση του ΑΕΠ το α΄ εξάμηνο του 2018,θυμίζει το ΙΝΕ, η απόκλιση από το μέσο πραγματικό ΑΕΠ της Ευρωζώνης αυξήθηκε κατά 2,7% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό εξάμηνο. Αξιοσημείωτη είναι η εκτίμηση ότι, αν υποθέσουμε ότι θα υπάρξει σταθερός ρυθμός μεγέθυνσης 2% για τα επόμενα χρόνια, το ΑΕΠ θα επιστρέψει στο επίπεδο του 2007 έπειτα από 14 έτη, δηλαδή το 2032.

Η κατανάλωση μειώθηκε το δ΄ τρίμηνο του 2017 κατά 195 εκατ. ευρώ, παρέμεινε σχετικά σταθερή το α΄ τρίμηνο του 2018, ενώ το β΄ τρίμηνο του 2018 αυξήθηκε κατά 321 εκατ. ευρώ. Στο ίδιο διάστημα αναφοράς, οι επενδύσεις αυξήθηκαν το δ΄ τρίμηνο του 2017 κατά 1,6 δισ. ευρώ, ενώ το α΄ και το β΄ τρίμηνο του 2018 μειώθηκαν κατά 590 εκατ. ευρώ και 294 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Σημειώνεται ότι η αύξηση το δ΄ τρίμηνο του 2017 οφείλεται κατά κύριο λόγο στις δημόσιες επενδύσεις. Θετική εξέλιξη αποτελεί η πορεία των εξαγωγών προϊόντων, οι οποίες το α΄ και το β΄ τρίμηνο του 2018 αυξήθηκαν περίπου κατά 860 εκατ. ευρώ και 600 εκατ. ευρώ αντίστοιχα.

Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι μετά το 2016 ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών προϊόντων είναι αντίστοιχος με εκείνον της περιόδου 2003-2008. Επίσης, παρά την αύξηση των εξαγωγών, το εμπορικό ισοζύγιο της ελληνικής οικονομίας συνεχίζει να είναι ισοσκελισμένο ή ελλειμματικό. «Το στοιχείο αυτό τονίζει το σοβαρό πρόβλημα διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της χώρας, το οποίο συντηρεί η αδύναμη παραγωγική της διάρθρωση και η εξάρτησή της από τις εισαγωγές» σημειώνει το ινστιτούτο της ΓΣΕΕ.

Την ίδια στιγμή, οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της Γενικής Κυβέρνησης, αν και μειωμένες συγκριτικά με πέρυσι, εξακολουθούν να είναι υψηλές και να στερούν ρευστότητα από τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και το τραπεζικό σύστημα. Παράλληλα, η συσσώρευση υποχρεώσεων των φορέων της ιδιωτικής οικονομίας προς το Δημόσιο συνεχίζεται, περιορίζοντας τις ταμειακές εισροές.

Η εκτίμηση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι ότι η μετάβαση της οικονομίας σε βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά θα απαιτούσε διπλασιασμό του όγκου των επιχειρηματικών επενδύσεων τα επόμενα 2 έτη, ώστε αυτές να προσεγγίσουν το 11%-12% του ΑΕΠ, ή μέση ετήσια αύξηση των καθαρών εξαγωγών κατά 3 δισ. ευρώ την περίοδο 2019-2022. «Ωστόσο, ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν φαίνεται σήμερα ρεαλιστικό, δεδομένης της παραγωγικής ανεπάρκειας και της επενδυτικής αδράνειας των εγχώριων επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η συνέχιση των πολιτικών λιτότητας θα επιβαρύνει περαιτέρω το διαθέσιμο εισόδημα και την καταθετική βάση των νοικοκυριών, αυξάνοντας τη χρηματοοικονομική ευθραυστότητα της ελληνικής οικονομίας» σημειώνει.

Όσον αφορά τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, παρατηρούνται σημάδια αργής αλλά σταθερής βελτίωσης. Ειδικότερα, κατά το β΄ τρίμηνο του 2018 το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε στο 19%. Ο ρυθμός υποχώρησης της ανεργίας αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για μείωσή του κάτω από το 10% στα μέσα της δεκαετίας του 2020. Η πρόβλεψη αυτή ενισχύεται από τις εκτιμήσεις μας για βελτίωση της αποτελεσματικότητας της αγοράς εργασίας όσον αφορά τη σύνδεση βραχυχρόνια ανέργων και νέων θέσεων εργασίας. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν ισχύει στην περίπτωση των μακροχρόνια ανέργων, δημιουργώντας έτσι στοιχεία δυϊσμού στην αγορά εργασίας ανάμεσα στους συμμετέχοντες και στους μη ή οριακά συμμετέχοντες σε αυτήν.

Σχετικά με την κατανομή των μισθών, το 72,8% των εργαζομένων λαμβάνει καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω από 1.000 ευρώ, ενώ μόλις το 10% πάνω από 1.300 ευρώ. Σε κλαδικό επίπεδο, οι χαμηλότερες αποδοχές εμφανίζονται στον κλάδο της γεωργίας, όπου ο καθαρός μέσος μισθός ανέρχεται σε 607 ευρώ, ενώ ακολουθούν οι δραστηριότητες που σχετίζονται με τον τουρισμό (668 ευρώ) και οι διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες (674 ευρώ). Αντίθετα, οι υψηλότερες μηνιαίες αποδοχές εμφανίζονται στον κλάδο της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (1.237 ευρώ), ενώ ακολουθούν οι τράπεζες και ασφάλειες (1.151 ευρώ), τα ορυχεία και λατομεία (1.140 ευρώ) και η δημόσια διοίκηση και άμυνα (1.101 ευρώ).

Αναφορικά με την εξέλιξη του μέσου μισθού ανά ομάδα επαγγέλματος για την ίδια περίοδο, οι χαμηλότερες αποδοχές καταγράφονται στους ανειδίκευτους εργάτες, με μέσο μισθό 633 ευρώ, ενώ ακολουθούν τα επαγγέλματα που σχετίζονται με τη γεωργία (683 ευρώ) και οι απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και το εμπόριο (726 ευρώ). Αντίθετα, οι υψηλότερες αποδοχές εμφανίζονται στα ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη (1.522 ευρώ) και ακολουθούν οι επαγγελματίες (1.098 ευρώ) και οι τεχνικοί (1.007 ευρώ).

Αξίζει να αναφερθεί ότι η ανεργία πλήττει με διαφορετικό τρόπο διαφορετικές κατηγορίες του πληθυσμού. Οι γυναίκες αντιμετωπίζουν σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο ανεργίας από τους άνδρες, οι νέοι κάτω των 24 ετών αντιμετωπίζουν σοβαρά εμπόδια ένταξης στην αγορά εργασίας, ενώ οι γεωγραφικές περιφέρειες που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία είναι της βόρειας και της δυτικής Ελλάδας. Επίσης, οι νέες θέσεις εργασίας δεν αφορούν στην πλειονότητά τους θέσεις πλήρους απασχόλησης, καθώς η μερική και η εκ περιτροπής απασχόληση κυριαρχούν στις νέες συμβάσεις εργασίας. Τέλος, σημαντικό τμήμα των ανέργων εμφανίζεται αποθαρρημένο από τις προοπτικές εισόδου στην αγορά εργασίας και οδηγείται είτε στην έξοδο από το εργατικό δυναμικό είτε στη μετανάστευση.