Skip to main content

Ο… ανώδυνος Σαββόπουλος ταιριάζει γάντι στην ελληνική Βουλή

Την τιμητική του είχε στη Βουλή εχθές ο Διονύσης Σαββόπουλος και ο δίσκος του «Τραπεζάκια έξω» - Το νόημα τότε, η αναγωγή στο σήμερα

Την τιμητική του είχε χθες στη Βουλή ο Διονύσης Σαββόπουλος. Ο ίδιος μάλλον δεν θα χάρηκε και πολύ γι’ αυτό, αλλά πάλι κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος. Το μόνο βέβαιο είναι ότι όταν την Άνοιξη του 1983 κυκλοφόρησε ο δίσκος «Τραπεζάκια έξω», ο στόχος του δημιουργού δεν ήταν να μιλήσει για την εστίαση, τα καφέ και τις ταβέρνες. Ούτε φανταζόταν την έμπνευση του –ο τίτλος σε ένα τραγούδι, ένα δίσκο, ένα βιβλίο, ένα άρθρο, κάθε τίτλος τέλος πάντων, αποκαλύπτει την έμπνευση ή την αμηχανία του συντάκτη- στα χείλη μιας πολιτικού με τις αναφορές της κ. Ντόρας Μπακογιάννη. Ούτε καν την επιδοκιμασία στο δίσκο από τον Αλέξη Τσίπρα, έναν πρώην πρωθυπουργό της Αριστεράς, κοντά 40 χρόνια μετά. Εκείνο που ήθελε να εκφράσει ο Σαββόπουλος το 1983 ήταν μια διάθεση ψυχικής και συναισθηματικής εξωστρέφειας, απολύτως συμβατής με εκείνη την εποχή. Μόλις 18 μήνες μετά την άνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία τον Οκτώβριο του 1981. Τότε που ακόμη δεν είχαν διαψευστεί οι ελπίδες και οι προσδοκίες για μια διαφορετική Ελλάδα. Τότε που μέσα σε ένα βλαχομπαρόκ είναι η αλήθεια σκηνικό η ελληνική κοινωνία αγωνιζόταν να κάνει ένα βήμα μπροστά, χωρίς μπούσουλα, χωρίς πρόγραμμα, μόνο εξ’ ενστίκτου. Διότι μπορεί ο Σαββόπουλος να μην ήταν ποτέ ΠΑΣΟΚ –αλλά πάλι κανείς δεν ξέρει-, αλλά όπως η συλλογική εμπειρία επιβεβαιώνει μέχρι σήμερα εκείνο «το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα» είχε επηρεάσει στην ακμή του σχεδόν όλους τους Έλληνες –ορισμένους μέχρι σήμερα.

Επίσης χθες στη Βουλή ο Κυριάκος Μητσοτάκης απευθυνόμενος στον Αλέξη Τσίπρα θυμήθηκε ένα από τα τραγούδια του δίσκου «Τραπεζάκια Έξω» –καθόλου τυχαία το τελευταίο της β΄ πλευράς στην έκδοση του βινυλίου-, το περίφημο «Τσάμικο». Είναι, εξίσου, βέβαιο, ότι ο Σαββόπουλος όταν έγραψε το στίχο «Η Ελλάδα που αντιστέκεται / η Ελλάδα που επιμένει / κι όποιος δεν καταλαβαίνει / δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει», μόνο πολιτικούς αρχηγούς να μιλάνε από το βήμα της Βουλής δεν είχε. Η αναφορά του, μάλλον, είχε σχέση με το κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας πίσω από τη βιτρίνα. Τους ανθρώπους που αγωνίζονταν καθημερινά να κάνουν ένα βήμα μπροστά στη ζωή τους, στη δουλειά τους, στις σχέσεις τους, στον εαυτό τους. Το πού ακριβώς κατέληξε και το πώς ακριβώς πορεύθηκε εκείνη η αόρατη μέχρι τότε γενιά στο επόμενο διάστημα, είναι ένα άλλο ζήτημα, εξαιρετικά μελαγχολικό. Αλλά τότε –το 1982 με 1983- υπήρχε ακόμη στην ατμόσφαιρα, δηλαδή στις καρδιές και το μυαλό των ανθρώπων, πολύ αθωότητα.

Ο ίδιος ο Σαββόπουλος γεννημένος στα τέλη του 1944 όταν έγραφε αυτά τα τραγούδια ήταν ήδη 38 - 39 ετών, με γυναίκα και δύο παιδιά βεβαίως, αλλά χωρίς ακόμη εμφανείς τάσεις συνάφειας με την εξουσία, όπως συνέβη αργότερα. Είχε ακόμη την ορμή της νεότητας και το απόλυτο της αμφισβήτησης του συστήματος, έστω κι αν αυτός ο κλασικός σήμερα δίσκος, τα «Τραπεζάκια Έξω», κρίνεται εκ των υστέρων ως η πρώτη ένδειξη της αλλαγής στη στάση του Σαββόπουλου απέναντι στα πράγματα, απόρροια ενδεχομένως της ζωής που προχωρούσε –είπαμε είχε γυναίκα και δύο παιδιά. Ίσως η πρώτη ρωγμή στο προφίλ ενός τροβαδούρου, ο οποίος στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 με τα τραγούδια –κυρίως τους στίχους του-, αλλά και την γενικότερη  στάση του είχε οικοδομήσει την εικόνα ενός γνήσιου αμφισβητία του συστήματος. Ενός ανθρώπου που έβλεπε τα πράγματα υπό διαφορετική οπτική γωνία και γι’ αυτό παραμιλούσε συχνά μόνος κι έρημος, όπως στην «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη» του 1968 και στη «Δημοσθένους λέξις» του 1972, δύο τραγούδια τα οποία ουδέποτε κατάφεραν να αποκωδικοποιήσουν οι λογοκριτές της χούντας και γι’ αυτό, άλλωστε, κυκλοφόρησαν.        

Διότι μπορεί σήμερα ο δίσκος «Τραπεζάκια έξω» να εκθειάζεται από πολλούς –άλλωστε περιέχει και το τραγούδια των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, το «Ας κρατήσουν οι χοροί»-, αλλά όταν πρωτοβγήκε πολλοί ακροατές του Σαββόπουλου σοκαρίστηκαν και άσκησαν κριτική. Άνθρωποι που είχαν ενστερνιστεί πλήρως το πνεύμα και το κλίμα ενός αμφισβητία και –γιατί όχι;- βλάσφημου Σαββόπουλου, ο οποίος δεν σεβόταν ούτε τον Χατζιδάκι, ούτε τον Θεοδωράκη, ούτε καν τον Αριστοφάνη, ούτε –πολύ περισσότερο- τους θεσμούς ακόμη και όταν τον τιμούσαν, όπως το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, τον άκουσαν εκεί για πρώτη φορά να φλερτάρει με την ορθοδοξία και… ανατρίχιασαν. Φυσικά ο κάθε άνθρωπος δικαιούται να αλλάζει τις απόψεις του και τη θεώρηση των πραγμάτων, αλλά όταν πρόκειται για τους πιο επιδραστικούς ανάμεσά μας, τότε οι απαιτήσεις του όποιου αδηφάγου κοινού είναι πολλές και οι αντιδράσεις έντονες. Και ο Σαββόπουλος υπήρξε –και εξακολουθεί να είναι- βαθύτατα και έντονα επιδραστικός. Όπως ο Χατζιδάκις και ο Τσιτσάνης, για να μιλήσουμε για το ελληνικό τραγούδι.

Υπ’ αυτή την έννοια τα «Τραπεζάκια Έξω» συνιστούν παράλληλα το πρώτο δείγμα γραφής ενός διαφορετικού Σαββόπουλου, η επιρροή του οποίου έκτοτε –ή μάλλον με ότι παρουσίασε από τότε- θάμπωσε. Οπότε η χρήση των εν πολλοίς ανώδυνων –ενδεχομένως και λιγότερο περίτεχνων και εμπνευσμένων- τραγουδιών του αυτής της δεύτερης περιόδου του Σαββόπουλου από τη Μπακογιάννη, τον Τσίπρα, τον Μητσοτάκη, την Αγγελοπούλου και όποιους άλλους εκφράζουν το πρόσωπο της εξουσίας –σκληρό ή γλυκό, δεξιό, αριστερό ή κεντρώο, ουδόλως ενδιαφέρει- δεν ενοχλεί. Πιο πίσω στο χρόνο να μην πάνε…

ΥΓ. Την Πρωταπριλιά του 1983 ο Σαββόπουλος παρουσίασε για πρώτη φορά τα τραγούδια του δίσκου «Τραπεζάκια έξω» σε μια ανοιχτή –δηλαδή δωρεάν- συναυλία στο Παλαί ντε σπορ. Εννοείται ότι όσοι έμειναν απ’ έξω ήταν πολλοί περισσότεροι απ’ όσους κατάφεραν να εισχωρήσουν στο γήπεδο. Ο ενθουσιασμός μεγάλος, αν και τα καινούρια τραγούδια ήταν ή τουλάχιστον ακούγονταν κάπως περίεργα. Αλλά τι συμπέρασμα να βγάλει κανείς με μία και μόνο ακρόαση και μάλιστα μέσα σε μεθυστική ατμόσφαιρα. Ήταν κι εκείνη η αντίδραση του Νιόνιου, όταν απέρριψε με άκομψο τρόπο την ανθοδέσμη που του πρόσφεραν οι διοργανωτές με την έκφραση «πάρτε από εδώ αυτή τη σαλάτα», αλλά και το χορός –βαλς ή κάτι τέτοιο- που χόρεψε με τη σύζυγό του Άσπα επί σκηνής, που δημιούργησαν την ψευδαίσθηση ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει. Ακολούθησε μετά από μερικούς μήνες –το Σεπτέμβριο του 1983- το Ολυμπιακό Στάδιο και η… ηρωική αποχώρηση με το αερόστατο. Ήταν, πλέον, σαφές ότι η εποχή άλλαζε και για τον Σαββόπουλο, ο οποίος δεν είχε πια ανάγκη από το μπερντέ του Καραγκιόζη ούτε για να ονειρευτεί, ούτε για να… ξεφωνίσει.

ΥΓ2. Λεπτομέρεια: Σχεδόν κανείς τότε, στο μακρινό 1983, δεν αξιολόγησε το γεγονός ότι μια συναυλία του Σαββόπουλου την μετέδιδε ζωντανά η τηλεόραση – τότε υπήρχε μόνο η ΕΡΤ, η δημόσια τηλεόραση. Εκ των πολύ υστέρων -δεκαετίες έχουν περάσει- η λεπτομέρεια αυτή έχει μεγάλη συμβολική σημασία ως προάγγελος εξελίξεων.