Skip to main content

Ο απολογισμός της 85ης ΔΕΘ και το φιλόδοξο εγχείρημα της ανάπλασης

Ποιοι ήταν οι δύο λόγοι που η 85η ΔΕΘ, κακά τα ψέματα, έπρεπε να γίνει, παρά τις απαιτήσεις αυστηρών περιορισμών λόγω της πανδημίας

Ως μια από τις πλέον ιδιαίτερες διοργανώσεις θα καταχωριστεί στη σχεδόν εκατονταετή ιστορική διαδρομή της ΔΕΘ η φετινή 85η Γενική Έκθεση. Οι στόχοι της και οι προσδοκίες της, αναγκαστικά υποτάχθηκαν στις απαιτήσεις των αυστηρών υγειονομικών περιορισμών που επιβλήθηκαν λόγω της πανδημίας. Η συρρίκνωση του αριθμού των επισκεπτών περίπου στο 1/3 των προ covid διοργανώσεων είναι ενδεικτική. Κακά τα ψέματα. Η 85η ΔΕΘ έγινε γιατί έπρεπε να γίνει. Και καλώς έγινε, κυρίως για δύο λόγους.

Πρώτον, γιατί αποτέλεσε ένα τεστ για το πώς μπορούν να λειτουργήσουν κάποιοι τομείς της οικονομίας και ειδικότερα, εκθεσιακές δραστηριότητες, υπό καθεστώς πανδημίας. Τα υγειονομικά μέτρα τηρήθηκαν. Γίνονταν έλεγχοι στις εισόδους του εκθεσιακού κέντρου, αλλά και μέσα, στους κλειστούς χώρους, έβλεπες μάσκες και αποστάσεις.

Δεύτερον, η Έκθεση επανέφερε τη Θεσσαλονίκη στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, λόγω κυρίως της παρουσίας των πολιτικών αρχηγών και των εξαγγελιών που έγιναν από τον πρωθυπουργό και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Επιπλέον, έκανε τζίρους στην πόλη, κυρίως στα ξενοδοχεία και στους χώρους ψυχαγωγίας.

Στον αντίποδα τώρα, η εικόνα μέσα στο εκθεσιακό κέντρο ήταν αποκαρδιωτική. Ελάχιστος κόσμος, οι περισσότεροι, άνθρωποι οι οποίοι εμπλέκονταν στη λειτουργία της Έκθεσης και, αργά το βράδυ, νεανικό κοινό που έτρεχε στις συναυλίες. Οι δε εκθέτες ήταν σε συντριπτικό ποσοστό, άνω του 95%, κρατικοί φορείς, υπουργεία, δημόσιες εταιρείες, αυτοδιοίκηση, επιμελητήρια κ.ο.κ.

Η φετινή διοργάνωση ήταν υποβαθμισμένη και για έναν ακόμη λόγο. Δεν υπήρχε φέτος ξένη τιμώμενη χώρα καθώς η Γαλλία που επρόκειτο να συμμετάσχει το ματαίωσε λόγω της πανδημίας. Το γεγονός αυτό στέρησε από τη διοργάνωση τον όποιο διεθνή χαρακτήρα της. Την κατέστησε περισσότερο «εθνική», περισσότερο εσωστρεφή.

Υπό αυτή την έννοια δεν συμμερίζομαι την ανάγνωση που κάνει η διοίκηση της ΔΕΘ-HELEXPO ότι η 85η ΔΕΘ έστειλε ένα «ηχηρό μήνυμα επανεκκίνησης της εκθεσιακής δραστηριότητας». Ενθαρρυντικό, ναι, ηχηρό, όμως, όχι. Και δεν αφορά αυτό την αναμενόμενη μείωση των επισκεπτών. Άλλωστε ο αριθμός των εισιτηρίων, ακόμη και στις καλές εποχές δεν αποτελεί τεκμήριο για την αξιολόγηση μιας εκθεσιακής διοργάνωσης· πόσω μάλλον όταν στην πλειονότητά τους πρόκειται για ανθρώπους οι οποίοι διαβαίνουν την είσοδο της Έκθεσης για να πάνε στις συναυλίες.

Κριτήριο αξιολόγησης μιας Έκθεσης είναι πρωτίστως τα ποιοτικά και οικονομικά μεγέθη της. Δηλαδή ο αριθμός και το είδος των εκθετών, πόσο είναι το ποσοστό του κρατικού και πόσο του ιδιωτικού τομέα, το ύψος των εμπορικών συμφωνιών κ.ο.κ. Τέτοια στοιχεία όμως δεν δίνονται ποτέ στη δημοσιότητα· ούτε για τη Γενική ούτε για τις κλαδικές εκθέσεις.

Ας μην εθελοτυφλούμε ούτε να βαυκαλιζόμαστε. Η Γενική Έκθεση του Σεπτεμβρίου είναι ένας θεσμός ο οποίος υπάρχει χάριν της συνήθειας και προκειμένου να τζιράρει η πόλη. Υπό αυτήν την έννοια καλώς υπάρχει, αλλά ως εκεί. Είναι κοινό μυστικό ότι στον εκθεσιακό κλάδο το μερίδιο της ΔΕΘ-HELEXPO έχει συρρικνωθεί δραματικά εδώ και πολλά χρόνια. Είναι πλέον μονοψήφιο και η μάχη αυτή φαίνεται να έχει χαθεί δια παντός. Την έχει χάσει η ΔΕΘ-HELEXPO, την έχει χάσει και η Θεσσαλονίκη καθώς τα μεγαλύτερα εκθεσιακά γεγονότα γίνονται κατά βάση στην Αθήνα, από ιδιωτικούς φορείς οι οποίοι κατασκεύασαν σύγχρονα εκθεσιακά κέντρα.

Η συζήτηση αυτή, σχετικά με τον πραγματικό ρόλο και τις δυνητικές δυνατότητες της ΔΕΘ-HELEXPO, πρέπει να γίνει κάποτε και ίσως η καταλληλότερη στιγμή να είναι τώρα, με αφορμή και τη συζήτηση για την ανάπλαση του χώρου και την κατασκευή του νέου εκθεσιακού και συνεδριακού κέντρου. Διότι, από την έκβαση αυτής της συζήτησης σχετικά με τις πραγματικές δυνατότητες της ΔΕΘ, θα έπρεπε κανονικά να προκύψει και τι εκθεσιακό κέντρο έχει ανάγκη η πόλη. Διότι άλλες ήταν οι απαιτήσεις όταν η Θεσσαλονίκη είχε θέσει ως στόχο την ΕΧΡΟ του 2008, άλλες είναι με βάση τα σημερινά δεδομένα.

Η σημερινή συγκυρία αλλά και οι μελλοντικές προσδοκίες σε καμία περίπτωση δεν ευνοούν μετεγκατάσταση της ΔΕΘ εκτός Θεσσαλονίκης. Δεν υπάρχει πλέον τέτοια ανάγκη, αλλά δεν υπάρχουν ούτε τα απαιτούμενα κεφάλαια. Όμως και το προωθούμενο σχέδιο ανάπλασης υπερβαίνει τις δυνατότητες και τις προσδοκίες της ΔΕΘ-HELEXPO. Επιπλέον, δεν έχει απαντηθεί ακόμη το ερώτημα από πού θα βρεθούν τα κονδύλια για την κατασκευή του.

Η πλέον ρεαλιστική και συμφέρουσα λύση για τη Θεσσαλονίκη είναι στον σημερινό χώρο να κατασκευαστεί ένα μικρότερο εκθεσιακό και συνεδριακό κέντρο, προσαρμοσμένο στα σημερινά δεδομένα, χωρίς άλλες εμπορικές δράσεις (ξενοδοχείο, γραφεία, καταστήματα κ.λπ.), ώστε ο υπόλοιπος χώρος να αποδοθεί στην πόλη, ως χώρος πρασίνου και πολιτιστικών δράσεων.

Παράλληλα η πολιτική ηγεσία και οι φορείς της πόλης οφείλουν να αξιώσουν επιτέλους την απομάκρυνση του Γ’ Σώματος Στρατού ώστε να αποκτήσει η Θεσσαλονίκη έναν σημαντικό ενιαίο πνεύμονα πρασίνου, ανοιχτό στους κατοίκους της όλον τον χρόνο. Συγχρόνως, οφείλουν να απαιτήσουν από την κυβέρνηση το σχέδιο αυτό να χρηματοδοτηθεί από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, μερίδιο του οποίου δικαιούται και η Θεσσαλονίκη.