Skip to main content

Ο παράγοντας της αποχής και η κυβέρνηση των... μισών Ελλήνων

Τα έωλα επιχειρήματα όσων επιλέγουν την αποχή και οι ευθύνες τους. Πώς διαμορφώθηκαν τα τελευταία χρόνια τα ποσοστά της αποχής στη Θεσσαλονίκη.

Η αποχή στην εκλογική αναμέτρηση της 7ης Ιουλίου θα καθορίσει εκτός από το τελικό αποτέλεσμα και μια σειρά από άλλες παραμέτρους, εξαιρετικά κρίσιμες για την επόμενη Βουλή, για την κοινωνία και την πολιτική.

Για να εκτιμήσει κάποιος την επιρροή της αποχής πρέπει να βασιστεί σε νούμερα, να κάνει αναγωγές, να πάει πίσω σε βάθος χρόνου. Είναι μια διαδικασία την οποία αναλύουν με πολύ τεκμηριωμένο τρόπο οι εκλογολόγοι, οι δημοσκόποι, οι πολιτικοί αναλυτές.

Πριν από δύο δεκαετίες, στην Ελλάδα δεν διανοούμασταν να απέχουμε μαζικά από τις κάλπες. Κάποτε θυμάμαι ότι ακόμη και η απειλή επιβολής ποινών για τη μη άσκηση της υποχρέωσής μας να ψηφίζουμε, λειτουργούσε ως φόβητρο και συγκρατούσε τα πράγματα.

Αυτό με τα χρόνια άλλαξε, παρότι η υποχρέωση και οι... ποινές παραμένουν στα χαρτιά. Εκείνο που λέγεται ότι άλλαξε κυρίως όμως είναι η απογοήτευση του κόσμου από το πολιτικό σύστημα, που είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο επιλέγει τη λύση της αποχής.

Για μένα αυτή η λογική είναι τραγική. Το τσουβάλιασμα όλων είναι απλώς μια φτηνή δικαιολογία για τον ωχαδελφισμό μας, για την απογοήτευσή μας, για τις μονίμως εγωκεντρικές επιλογές μας. Δυστυχώς, μας αρέσει δε μας αρέσει, μια τέτοια κοινωνία είμαστε και αυτές οι νοοτροπίες είναι πια κυρίαρχες. Εμείς τις καλλιεργήσαμε, εμείς τις διατηρούμε. Και για να μην κρυβόμαστε το κάναμε επειδή θέλουμε να καλυφθούμε πίσω από τη μη επιλογή, να κρύψουμε την ανευθυνότητά μας και να συντηρήσουμε την γκρίνια και την επίρριψη ευθυνών σε όλους τους άλλους, εκτός από τον εαυτό μας.

Κάποτε η αποχή, όταν κινούταν σε φυσιολογικά επίπεδα, έστελνε και μηνύματα. Τώρα δεν στέλνει κανένα απολύτως μήνυμα. Το είχα γράψει σε ανάλογο σημείωμά μου και πριν τις αυτοδιοικητικές εκλογές και τις ευρωεκλογές, ακριβώς επειδή το έβλεπα να έρχεται. Αυτό το τραγικό ποσοστό του 40% στη Θεσσαλονίκη.

Δεν ξέρω και δεν με ενδιαφέρει να αναλύσω ποιος χάνει και ποιος κερδίζει από τα κόμματα από τα αυξημένα ποσοστά αποχής. Χάνει η πολιτική και όσοι ασχολούνται με αυτή. Χάνει και η ίδια η κοινωνία, που έπρεπε στις κάλπες να έχει τη μέγιστη δυνατή έκφραση. Ας αναλογιστούν οι οπαδοί της αποχής εάν τελικά αποδυνάμωσαν με τη στάση τους διαχρονικά το πολιτικό σύστημα. Η αποχή δεν είναι αντισυστημική συμπεριφορά. Όχι μόνο δεν επηρέασε τη λειτουργία των κομμάτων, όχι μόνο δεν τα έκανε καλύτερα, αλλά αντιθέτως επέτρεψε σε διάφορους παραγοντίσκους να έχουν περισσότερο λόγο και μεγαλύτερη επιρροή στα πράγματα. Η κατάσταση των οποίων επηρεάζει την επόμενη μέρα όλους. Και όσους ψήφισαν και όσους επέλεξαν κάτι άλλο, εκτός από το να ασκήσουν τα πολιτικά τους δικαιώματα.

Αυτή τη φορά, λόγω και του χρόνου διεξαγωγής των εκλογών, η αποχή αναμένεται να είναι ακόμη μεγαλύτερη. Δεν είναι βέβαιο. Έχει πάντως πολλές πιθανότητες να συμβεί. Και να επιλέξει την επόμενη κυβέρνηση της χώρας ο μισός πληθυσμός της, όταν οι άλλοι μισοί θα λιάζονται και θα κολυμπούν.

Το αμέσως προηγούμενο παράδειγμα κάλπης μέσα στον Ιούλιο και μάλιστα αντίστοιχη ημερομηνία με τις φετινές βουλευτικές εκλογές, είναι του δημοψηφίσματος του 2015 (5 Ιουλίου). Σε Α και Β Θεσσαλονίκης τότε η αποχή είχε φτάσει λίγο κάτω από το 32%. Το διακύβευμα ήταν βέβαια μεγάλο και είχε επιτευχθεί μια κινητοποίηση του κόσμου κι από τις δύο πλευρές, με όλο το πολιτικό σύστημα να καλεί τον κόσμο να συμμετέχει. Γι' αυτό και ως ποσοστό για τα δεδομένα των σύγχρονων ευρωπαϊκών κοινωνιών ήταν νορμάλ.

Είχαν προηγηθεί οι ευρωεκλογές του 2014 (πάλι τέλη Μαΐου), όπου στη Θεσσαλονίκη και στις δυο εκλογικές περιφέρειες η αποχή είχε ανέλθει στο 36,33%.

Πέντε χρόνια μετά το ποσοστό αυξήθηκε στο 40,14% στην ίδια περιοχή.

Χρήσιμο είναι να δούμε και το ποσοστό της αποχής στις βουλευτικές κάλπες στην Α και Β Θεσσαλονίκης τα τελευταία χρόνια. Τον Ιανουάριο του 2015, η αποχή περιορίστηκε στο 29%, ποσοστό φυσιολογικό, ενώ το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, που οι εθνικές εκλογές έγιναν με λίστα η αποχή εκτινάχτηκε στο 38,32%.

Με αυτά τα δεδομένα, ο περιορισμός της αποχής εξαρτάται αφενός από τα κόμματα και πόσο αυτά διαφημίζουν τη σπουδαιότητα του διακυβεύματος της κάθε κάλπης. Αν πείθουν για τη σοβαρότητα των πραγμάτων, αν πείθουν για τη σοβαρότητα του δικού τους μηνύματος για την επόμενη μέρα της χώρας και καθενός από εμάς. Προφανώς εξαρτάται κι από την πόλωση που τεχνητά ή μη δημιουργείται, αλλά κι από τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στην κοινωνία (αν δηλαδή είναι εφησυχασμένη και κρυφά ικανοποιημένη από τα πράγματα όπως έχουν και τείνουν να εξελιχτούν ή αν πιστεύει πως η πορεία είναι προδιαγεγραμμένη ή ότι όποια κυβέρνηση και να προκύψει δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα ή κι αν μπορεί να αλλάξει κάτι αυτό να είναι ήσσονος σημασίας). Δεν εξαρτάται από τις τάχα περιορισμένες επιλογές. Στις φετινές εκλογές συμμετέχουν 24 κόμματα. Δεν μας κάνει κανένα;

Αφετέρου εξαρτάται από τους ίδιους τους πολίτες, στη βάση όσων παρενθετικά προανέφερα, αλλά και στη βάση των εγωκεντρικών ή μη επιλογών τους. Το να μη θυσιάσεις ένα μπάνιο στη θάλασσα για να πας και να ψηφίσεις για το πολιτικό μέλλον της χώρας σου το αφήνω αχαρακτήριστο.

Σε αυτές τις εκλογές δεν κρίνεται μόνο ποιας πολιτικής κατεύθυνσης κυβέρνηση θα έχουμε. Κρίνεται εάν αυτή θα είναι αυτοδύναμη, κρίνεται εάν οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με το σύστημα της απλής αναλογικής, κρίνεται πόσο πλουραλιστικό θα είναι το νέο Κοινοβούλιο, κρίνονται μέτρα που αλλάζουν τη ροή της οικονομικής πορείας των νοικοκυριών και της χώρας. Κρίνονται πολλά και για να υιοθετήσω κι εγώ την ξύλινη γλώσσα: Κρίνεται το μέλλον μας. Αν επιλέξουμε να απέχουμε την επομένη με την ενοχή της αποχής θα παραμείνουμε μια σιωπηλή, σκυφτή, ανεκτική μάζα, που δεν αντιδρά σε ό,τι κι αν της φορτώσουν. Σκεφτείτε το λίγο. Κάπως έτσι (απλοϊκά) εξηγείται και η ανοχή και αντοχή της κοινωνίας σε όσα της φόρτωσαν μέσα στην κρίση. Δεν είμαστε όμως ήρωες ως λαός, όπως μας χαρακτηρίζουν οι ξένοι. Με αυτή την ερμηνεία κάτι άλλο είμαστε...