Skip to main content

Ολυμπιάδος: Η φιλήσυχη γειτονιά που άλλαξε πρόσωπο με το πέρασμα των ετών (φωτο)

Η παλιά και ήσυχη γειτονιά μετατράπηκε με την πάροδο των ετών, όπως άλλωστε και άλλες περιοχές της Θεσσαλονίκης, σε εστία παραβατικότητας.

Θεσσαλονίκη δεν είναι μόνο το πολύπαθο ιστορικό κέντρο αλλά και οι γειτονιές της, που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα.

Επιστρέφοντας στην όχι και τόσο μακρινή εποχή του 1960 – 1970 η Ολυμπιάδος, όπως και άλλα μέρη της Θεσσαλονίκης, ήταν γεμάτη με αλάνες, όπου κυριαρχούσαν οι φωνές και τα παιχνίδια των πιτσιρικάδων αλλά και των χαμάληδων που κατέβαζαν ή ανέβαζαν τα προϊόντα από την παλιά Λαχαναγορά στην Αγ. Δημητρίου. Μικροέμποροι και βιοτέχνες έβγαζαν τα προς το ζην και τα χαμηλά σπίτια είχαν πόρτες και παραθυρόφυλλα ανοιχτά το καλοκαίρι για να μπαίνει το δροσερό αεράκι που κατέβαινε από τα στενά της Άνω Πόλης ενώ μέχρι και πρωταθλήματα τάβλι διοργάνωναν τα καφενεία.

Η αντιπαροχή και η αστικοποίηση άρχισαν σταδιακά να μεταμορφώνουν την εικόνα της Ολυμπιάδος, η οποία αφού πρώτα ασφαλτοστρώθηκε, γέμισε με ψηλές πολυκατοικίες και χιλιάδες διαμερίσματα τα οποία θα στέγαζαν τον κόσμο της επαρχίας που ερχόταν στη μεγαλούπολη και φυσικά τους πρωτοετείς φοιτητές των πανεπιστημίων της πόλης.

Η κοντινή απόσταση από το κέντρο και η εύκολη πρόσβαση στα πανεπιστήμια ήταν ανάμεσα στα πλεονεκτήματα της Ολυμπιάδος που με το που έβγαιναν οι βάσεις εισαγωγής κατακλυζόταν από γονείς οι οποίοι μαζί με τα παιδιά τους, αναζητούσαν στα ενοικιαστήρια στις κολόνες, ένα φοιτητικό διαμέρισμα.

Οι δεκαετίες πέρασαν, οι πολυκατοικίες μαύρισαν από το καυσαέριο και μαζί με αυτές άλλαξε η ανθρωπογεωγραφία της περιοχής. Οι κάτοικοι των διαμερισμάτων μεγάλωσαν και τα παιδιά τους έφυγαν για άλλες συνοικίες που αναπτύχθηκαν στο πολεοδομικό συγκρότημα, ενώ παράλληλα τα κενά σπίτια γέμισαν με τους παλιννοστούντες από τις πρώην χώρες της Σοβιετικής Ένωσης, οι οποίοι αναζητούσαν φθηνή στέγη

Τα τελευταία χρόνια οι μεταναστευτικές ροές προς τη χώρα μας και η άφιξη των προσφύγων αλλά και των παράτυπων μεταναστών από χώρες όπως το Πακιστάν, η Αλγερία και το Μαρόκο, άλλαξε περαιτέρω τα δεδομένα στην Ολυμπιάδος.

Η παλιά και ήσυχη γειτονιά μετατράπηκε με την πάροδο των ετών όπως άλλωστε και άλλες περιοχές της Θεσσαλονίκης σε εστία παραβατικότητας και μικροεγκληματικότητας.

Εύκολος στόχος σύμφωνα με τις μαρτυρίες περιοίκων στη Voria.gr οι ηλικιωμένοι οι οποίοι πέφτουν θύματα των δραστών είτε στο δρόμο, είτε και μέσα στα διαμερίσματά τους, με τη μέθοδο της εξαπάτησης.

Πρόσφατα μάλιστα ένας άνδρας προσποιούμενος τον συντηρητή ασανσέρ κατάφερε να πείσει μια ηλικιωμένη να βγάλει τα χρήματα που είχε σε ένα προσβάσιμο σημείο και με το πρόσχημα της δοκιμής του ανελκυστήρα, οδήγησε την ηλικιωμένη στο κουβούκλιο, έκλεισε την πόρτα, πάτησε το κουμπί για να ανέβει σε άλλο όροφο, άρπαξε μετρητά και κοσμήματα και το έσκασε.

Οι επιτήδειοι δεν διστάζουν να μπουν ακόμη και σε καταστήματα, τώρα που ο καιρός είναι ζεστός και οι πόρτες ανοιχτές, και με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις να αποσπάσουν εάν τα καταφέρουν κάποιοι πορτοφόλι ή ένα κινητό τηλέφωνο. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή επαγγελματία που είδε ένα άτομο να μπαίνει στο κατάστημά του για να του πουλήσει στυλό, άφησε το καπέλο που φορούσε πάνω στο κινητό του και προσπάθησε να το αρπάξει ωστόσο έγινε αντιληπτός και τράπηκε σε φυγή.

Πολλές είναι οι περιπτώσεις αρπαγής τσαντών ή τιλμαλφών κυρίως από γυναίκες που έχουν βγει για τα καθημερινά τους ψώνια στο σούπερ μάρκετ ή τη λαϊκή αλλά και οι απόπειρες κλοπής μέσα από αυτοκίνητα.

Πιο δύσκολη είναι η κατάσταση από το ύψος της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία και προς τα δυτικά στην Πλατεία Μουσχουντή, στην Παναγία Φανερωμένη, όπου οι επιχειρήσεις που έχουν μείνει ανοιχτές είναι μετρημένες και τις βραδινές ώρες, όπου ο φωτισμός είναι χαμηλός, το σημείο γίνεται σχεδόν αδιάβατο.

Σύμφωνα με τις περιγραφές των κατοίκων, το πάρκο με την προέκταση των βυζαντινών τειχών αντί να είναι ένας τόπος αναψυχής, έχει μετατραπεί σε στέκι ναρκομανών.

Οι κάτοικοι και οι επαγγελματίες ζητούν περισσότερη αστυνόμευση και από τον δήμο να στρέψει την προσοχή του προς τη γειτονιά τους, ώστε να μην αισθάνονται πολίτες β’ κατηγορίας.