Skip to main content

Όταν το «τζάμπα χρήμα» γίνεται… επικίνδυνο για την οικονομία

Η πανδημία ως ευκαιρία για τη διανομή τζάμπα χρήματος δεν είναι καλή προοπτική - Τι δείχνει το παράδειγμα της Επιστρεπτέας Προκαταβολής.

«Το χρήμα πολλοί εμίσησαν, τη δόξα ουδείς» λέει μια λαϊκή ρήση και μάλλον έτσι είναι τα πράγματα. Εκτός εάν το χρήμα είναι τζάμπα, δανεικό κι αγύριστο, οπότε κανείς δεν λέει όχι. Η καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό είναι η Επιστρεπτέα Προκαταβολή Νο4, η δόση του Νοεμβρίου, που ολοκληρώθηκε με τη χρηματοδότηση 448.203 (!) επιχειρήσεων και επαγγελματιών, με περίπου 2,2 δισ. ευρώ. Συμμετοχή ρεκόρ και ποσό ρεκόρ, ίσως επειδή το υπουργείο Οικονομικών αποφάσισε να χαρίσει αδιακρίτως το 50%.

Σε κάθε οικονομική κρίση –και η κατάσταση που έχει δημιουργήσει στην αγορά ο κορωνοϊός είναι ο ακριβής ορισμός της οικονομικής κρίσης, ως κάτι απότομο και βίαιο, που παράγει μακροχρόνια αποτελέσματα- η ρευστότητα λείπει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο από τις επιχειρήσεις. Κι αυτό διότι στην ελεύθερη οικονομία η πίστωση είναι ένα από τα βασικά μυστικά της ανάπτυξης, κάτι που σημαίνει ότι για να μην υπάρξει «απόλυτη μαύρη τρύπα», για να μην συντριβεί ο οικονομικός κύκλος, αλλά απλώς να… τραυματιστεί, πρέπει το σύστημα να δουλεύει συνεχώς, ώστε να μην απωλέσει την εν ευθέτω χρόνω δυνητική ικανότητά του να παράγει τα απαιτούμενα για την κάλυψη υποχρεώσεων και ανοιγμάτων, που έχουν δημιουργηθεί στο παρελθόν και η εξυπηρέτηση τους έχει τοποθετηθεί στο μέλλον. Αλλά και για να παραμείνουν στην επιφάνεια ψήγματα εμπιστοσύνης.

Πραγματική κρίση

Στην προκειμένη περίπτωση το κλείσιμο της αγοράς, αλλά και η υποτονική συμπεριφορά της κατανάλωσης τους τελευταίους οκτώ μήνες, σε συνδυασμό με την απουσία τουριστών, οι οποίοι λειτουργούσαν ως άμεσοι και έμμεσοι αιμοδότες της κίνησης στη χώρα μας, έχει δημιουργήσει αδιέξοδο ρευστότητας στις περισσότερες επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στις μικρομεσαίες. Επειδή μάλιστα η τωρινή κρίση είναι βίαιη και απότομη, σε αντίθεση με ότι συνέβη του 2010, όταν εξελίχθηκε σταδιακά σε βάθος ετών, τα περιθώρια αντίδρασης των επιχειρήσεων είναι εξαιρετικά περιορισμένα. Ο κίνδυνος να εξελιχθεί η κρίση ρευστότητας σε κρίση φερεγγυότητας είναι ορατός, με καταστροφικά αποτελέσματα για ένα σύστημα, που δεν έχει βαθιά -επομένως ούτε στέρεα- θεμέλια.  Έτσι το κράτος ανέλαβε –όπως σχεδόν παντού στην Ευρώπη- τη στήριξη της ρευστότητας των επιχειρήσεων με τρεις τρόπους:

Πρώτον, την αναβολή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων για μήνες, αλλά και την κάλυψη των εργαζομένων τις περιόδους των lockdown. Πρόκειται για ρυθμίσεις βραχυπρόθεσμης ανακούφισης, που ελάχιστοι στην αγορά θεωρούν σημαντικές. Έτσι κι αλλιώς πολλοί από αυτούς που κινούνται στην αγορά θεωρούν άδικο να πληρώνουν φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, επειδή το ελληνικό κράτος δεν είναι ικανό να προσφέρει ανταποδοτικές (sic) υπηρεσίες.

Δεύτερον, τη χρηματοδότηση με προγράμματα της Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΤΕΠΙΧ, Εγγυοδοτικό) με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια μέσω των τραπεζών, οι οποίες εξ ανάγκης έχουν κριτήρια και –κυρίως- γνωρίζουν το πιστοδοτικό προφίλ κάθε επιχείρησης, την οποία κρίνουν. Μια διαδικασία κατά την οποία πολλές επιχειρήσεις που βρίσκονται στο «κόκκινο» κόβονται. Μια διαδικασία, επίσης, που –κακά τα ψέματα- οδηγεί σε αυτό που θα χαρακτηρίζαμε «υγιείς χρηματοδοτήσεις», με την έννοια του επιμερισμού του ρίσκου, ανάμεσα στις δανειοδοτούμενες επιχειρήσεις, τις τράπεζες και τους υποστηρικτικούς μηχανισμούς του δημοσίου, που εν προκειμένω στην Αναπτυξιακή Τράπεζα Ελλάδος, μέσω των προγραμμάτων της οποίας διοχετεύονται κεφάλαια, τα οποία μοχλεύονται και πολλαπλασιάζονται.

Τρίτον, την Επιστρεπτέα Προκαταβολή, δηλαδή την απευθείας χρηματοδότηση μέσω του TAXIS με χαμηλό επιτόκιο, περίοδο χάριτος αποπληρωμής και μόνο κριτήριο την αναστολή λειτουργίας με εντολή του κράτους (lockdown) ή τη μείωση του τζίρου σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο της περσινής χρονιάς. Μέτρο που αφορά ακόμη και τον πιο μικρό της αγοράς, τον αυτοαπασχολούμενο χωρίς άλλο προσωπικό, ακόμη και χωρίς ουσιαστική δραστηριότητα ή φορολογική συνέπεια.

Με αυτά τα δεδομένα οι μικροί και οι μικρομεσαίοι της αγοράς «έπεσαν με τα μούτρα» στην Επιστρεπτέα Προκαταβολή. Χρήματα εισπράχθηκαν, υποχρεώσεις καλύφθηκαν, ενώ όπως δείχνουν τα στοιχεία της τράπεζας της Ελλάδος, περίσσεψε και κάτι για αποταμίευση, για να χρησιμοποιηθεί σε καλύτερες μέρες. Τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους είναι αποκαλυπτικά: Περί τις 16.000 εστιατόρια, ταβέρνες, ψητοπωλεία και τα σχετικά εισέπραξαν μόνο με την Επιστρεπτέα του Νοεμβρίου γύρω στα 105 εκατ. ευρώ. Άλλα 12.500 καφέ και καφέ-μπαρ πήραν από το ίδιο πρόγραμμα 67 εκατ. ευρώ. Ποσά τα οποία ενδεχομένως έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από την ονομαστική τους αξία, λόγω του ότι συμβάλλουν στην επούλωση πληγών, που έχουν μικρότερη έκταση αυτήν που είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού, επειδή στην πραγματικότητα ένα ποσοστό του κύκλου εργασιών αυτών των επιχειρήσεων είναι διαχρονικά αδήλωτο και επομένως το πραγματικό ταμείο της επιχείρησης και τους επιχειρηματία παραμένει σταθερά πιο εύρωστο απ’ ότι καταγράφεται επισήμως.

Άπειρες δόσεις και διαγραφές χρεών

Ταυτόχρονα στο πίσω μέρος του κεφαλιού πολλών επιχειρηματιών και επαγγελματιών αυτή την περίοδο βρίσκεται η διαχρονική αλήθεια ότι στην Ελλάδα, όταν προκύπτουν ομαδικά χρέη, όταν, δηλαδή, χιλιάδες χρωστούν απευθείας στο κράτος, στο τέλος κάτι γίνεται και τακτοποιείται το θέμα. Τελευταία είναι της μόδας οι δόσεις, όπως στη δεκαετία του 1960. Οι πολλές δόσεις, που ξεκίνησαν από 12 και 48 κι έφτασαν στις 100, στις 120 και βλέπουμε. Ο λογαριασμός πηγαίνει στον κρατικό προϋπολογισμό, που τροφοδοτείται με δανεικά –στις μέρες μας με χαμηλό, είναι η αλήθεια, επιτόκιο. Λεφτά τα οποία θα αποπληρωθούν κάποτε στο μέλλον. Ή θα κουρευτούν κάποτε στο μέλλον, όπως έγινε με το PSI του 2012, όταν οι ιδιώτες πιστωτές διέγραψαν συναινετικά περί τα 100 δισ. ευρώ από το ελληνικό δημόσιο χρέος για να μην χρεοκοπήσει η χώρα. Σε κάθε περίπτωση τα πάντα μετατίθενται στο μέλλον, οπότε… ποιος ζει, ποιος πεθαίνει.

Η εμπειρία, αλλά και η κοινή λογική στη διαχείριση των μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων, έχει δείξει ότι οι οριζόντιες λύσεις δεν μπορούν εκ της φύσεως τους να λύσουν το πρόβλημα. Επειδή τα λεφτά δεν είναι άπειρα –στη δεκαετία του 2010 οι Έλληνες εμπεδώσαμε ότι ούτε λεφτόδεντρα, ούτε λεφτοφυτείες υπάρχουν-  μια σοβαρή πολιτική που επιδιώκει να στηρίξει τους πραγματικά αδύναμους κρίκους και στο τέλος της ημέρας να επιτύχει ικανοποιητικό πραγματικό αποτέλεσμα για το σύνολο, οφείλει να έχει κριτήρια.  Αλλά αυτό απαιτεί παράλληλα αυξημένη κοινωνική συνείδηση ότι βρισκόμαστε στο ίδιο καράβι, το οποίο θα ταξιδέψει με όλους ή θα βουλιάξει παρασύροντας στο βυθό τους πάντες. Μόνο που στην Ελλάδα του «αμύνομαι περί πάρτης» αυτά είναι ψιλά γράμματα.

Δύο βάρκες, μέτριο αποτέλεσμα

Η πανδημία ως ευκαιρία για τη διανομή τζάμπα χρήματος δεν είναι καλή προοπτική. Αντίθετα η παρούσα κρίση ως διέξοδος για αναδιάρθρωση του οικονομικού συστήματος θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμη και ως στρατηγική επιλογή. Το πιθανότερο σενάριο σήμερα είναι η κυβέρνηση οπλισμένη τόσο με τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης, όσο και με τις συστηματοποιημένες παρατηρήσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη να προσπαθήσει να ανταποκριθεί και στις δύο προκλήσεις. Να προχωρήσει πατώντας σε δύο βάρκες. Να κοιτάξει το άμεσο και το μακροπρόθεσμο. Να επουλώσει το συγκυριακό πρόβλημα και να επενδύσει στο μέλλον. Εάν αυτό ισχύσει, μετά βεβαιότητος το αποτέλεσμα θα είναι μέτριο, κάτι που δεν αρκεί στην σημερινή Ελλάδα. Εάν φυσικά θέλουμε πραγματικά να ενταχθούμε κάποια στιγμή αρχικά στην ανεπτυγμένη Ευρώπη κι εν συνεχεία στις δυναμικές οικονομίες του πλανήτη. Το κακό είναι ότι –όπως επίσης μας έχει διδάξει η εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών, από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα- τίποτε σοβαρό και ολοκληρωμένο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στο ασφυκτικό χρονικό πλαίσιο ενός εκλογικού κύκλου. Πολύ χειρότερα μισού εκλογικού κύκλου, κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα. Οπότε μάλλον αντί για σοβαρή συζήτηση θα ξαναδούμε πολιτικές σκιαμαχίες. Και ως αντίλογο σε πρακτικές προτάσεις θα ακούσουμε ιδεοληπτικές, ακατάληπτες και ανεφάρμοστες αρλούμπες. Η αποτυχία έχει περισσότερες πιθανότητες από την επιτυχία, που εάν έλθει θα πρόκειται για ένα ακόμη ελληνικό θαύμα.  Αν πιστέψουμε τους σύγχρονους ιστορικούς το 8ο θαύμα στα 200 χρόνια ελεύθερου βίου.   

ΥΓ. Ορισμένοι γύρω μας ενδέχεται να διασωθούν μέσα στο χάος. Κάποιοι άλλοι –επίσης γύρω μας-  πιθανόν να μην τα καταφέρουν. Να βουλιάξουν ακόμη και αν τα πράγματα πάνε καλά. Έτσι γίνεται πάντα. Πρόκειται για τις εξαιρέσεις που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.