Skip to main content

Το στοίχημα των 350 εκατ. ευρώ για τρία μεγάλα πρότζεκτ της Θεσσαλονίκης

Το στοίχημα είναι μεγάλο διότι στην ουσία η εμπλοκή ιδιωτών σε μεγάλες δημοσίου χαρακτήρα υποδομές στη χώρα μας είναι κάτι σχετικά καινούργιο

Περί τα 300 – 350 εκατ. ευρώ ιδιωτικών κεφαλαίων αναζητούνται το επόμενο διάστημα στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να προχωρήσουν τρία εμβληματικά έργα της πόλης. Η εξεύρεση αυτών των χρημάτων θα καταδείξει την αξία ορισμένων «ασημικών» της πόλης, εάν όχι απόλυτα σίγουρα εν πολλοίς, αφού πάντα στις επενδύσεις και στις δουλειές η αγορά βλέπει καθαρότερα την εικόνα και καλύτερα την προοπτική από τους πάσης φύσεως γραφειοκράτες.

Πρόκειται για την επέκταση της 6ης προβλήτας του λιμανιού, τη δημιουργία του Τεχνολογικού Πάρκου 4η Γενιάς Thess Intec και την ανάπλαση του Εκθεσιακού Κέντρου της Διεθνούς εκθέσεως, που, αν και θα υλοποιηθούν από ιδιώτες, οι οποίοι θα τα διαχειριστούν και θα τα αξιοποιήσουν, αφορούν στην πράξη δημόσιες υποδομές, υπό την έννοια ότι η χρήση τους στηρίζει ευθέως το δημόσιο συμφέρον, δηλαδή την οικονομία και την κοινωνία. Στην πραγματικότητα και οι τρεις περιπτώσεις συνιστούν φυσικά μονοπώλια, τουλάχιστον στο επίπεδο της δραστηριοποίησης. Τόσο στο λιμάνι όσο και στην έκθεση και στο τεχνολογικό πάρκο το δημόσιο απεμπόλησε κυριαρχικά δικαιώματα, είτε για οικονομικούς είτε για λειτουργικούς λόγους, ώστε τα έργα να προχωρήσουν και η επαρκής τεχνοκρατική τους διαχείριση να αποφέρει καρπούς στη δημιουργία κοινωνικού πλούτου και θέσεων εργασίας.

Μεγάλο στοίχημα

Το στοίχημα είναι μεγάλο διότι στην ουσία η εμπλοκή ιδιωτών σε μεγάλες δημοσίου χαρακτήρα υποδομές στη χώρα μας είναι κάτι σχετικά καινούργιο, ενώ στη Θεσσαλονίκη η μόνη μέχρι στιγμής ανάλογη πρωτοβουλία που ολοκληρώθηκε επιτυχώς είναι της Fraport Greece στο αεροδρόμιο «Μακεδονία». Μπορεί κάποιοι να διαφώνησαν πολιτικά με την παραχώρηση των περιφερειακών αεροδρομίων σε ιδιώτες και κάποιοι άλλοι να μη συμφωνούν με το αρχιτεκτονικό σχέδιο που επέλεξε η Fraport για το «Μακεδονία» -να το βρίσκουν πολύ… Γερμανικό- αλλά κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει ότι, πλέον, η Θεσσαλονίκη έχει ένα πολύ μεγαλύτερο αεροδρόμιο απ’ ότι τέσσερα χρόνια πριν, το οποίο μπορεί να υποδεχθεί περισσότερες πτήσεις και να εξυπηρετήσει διπλάσιο ή τριπλάσιο αριθμό επιβατών απ’ ό,τι στο παρελθόν. Παρά την κρίση που πυροδότησε η πανδημία, η οποία αποτέλεσε για πολλούς δικαιολογία καθυστερήσεων, η ελληνογερμανική κοινοπραξία κινήθηκε γρήγορα και προχώρησε τα έργα ανακατασκευής και επέκτασης νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα. Έβαλε δηλαδή τα απαιτούμενα κεφάλαια των 100 εκατ. ευρώ –αδιάφορο εάν τα είχε στο ταμείο ή τα δανείστηκε-, είχε τον προγραμματισμό και την οργάνωση, ενώ ταυτόχρονα κατανάλωσε την ενεργητικότητα που χρειάστηκε για να προχωρήσει το έργο.

Στον αντίποδα έχουμε τα άλλα τρία έργα, η τύχη των οποίων θα κριθεί τους επόμενους μήνες και τα επόμενα λίγα χρόνια. Στις δύο, μάλιστα, περιπτώσεις οι καθυστερήσεις είναι πιστοποιημένες, αλλά ως γνωστόν στον τόπο μας η υπομονή περισσεύει.

Το γεφύρι του… λιμανιού

Η ιστορία με την επέκταση της 6ης προβλήτας του λιμανιού είναι πασίγνωστη και… πονεμένη. Μια παραγωγική επένδυση που θα συμβάλει τόσο στην αναβάθμιση του λιμένα όσο και στη ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης έχει καθυστερήσει δεκαετίες σε καθεστώς δημόσιας ΟΛΘ ΑΕ, ενώ και τα τελευταία 3,5 χρόνια των ιδιωτών κανείς δεν μοιάζει να βιάζεται ιδιαίτερα. Αν και η επέκταση της 6ης προβλήτας, προϋπολογισμού πέριξ των 130 εκατ. ευρώ, εντάσσεται στις υποχρεωτικές επενδύσεις για τις οποίες έχει δεσμευθεί η ιδιωτική κοινοπραξία που ελέγχει το 67% των μετοχών της ΟΛΘ ΑΕ και επομένως το έργο θα γίνει, οι ελπίδες της αγοράς ότι τα πράγματα θα κινηθούν γρηγορότερα δεν έχουν ευοδωθεί. Το κρίσιμο είναι ότι όλοι πιστεύουν πως η λειτουργία μιας νέας προβλήτας για τα κοντέινερς θα συμβάλει στην αλλαγή επί τα βελτίω της συνολικής λειτουργίας του λιμένα, που, όπως λένε οι χρήστες των υπηρεσιών του, την τελευταία τριετία ελάχιστα έχει βελτιωθεί. Η διοίκηση της ΟΛΘ ΑΕ έχει παραλάβει τις προσφορές των κατασκευαστών που ενδιαφέρονται για την εκτέλεση του έργου της επέκτασης της 6ης προβλήτας, αλλά η διαδικασία επιλογής καθυστερεί με νέο ορόσημο για την ολοκλήρωσή της το τέλος της χρονιάς. Παράγοντες που παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις υπογραμμίζουν ότι τα μετοχικά και διοικητικά προβλήματα της κοινοπραξίας που κέρδισε τον διαγωνισμό του 2018 και αποδείχθηκαν τόσο με την αλλαγή στη μετοχική σύνθεση όσο και με τις αντικαταστάσεις προσώπων στα βασικά πόστα της διοίκησης, υπήρξαν βασική αιτία για τις καθυστερήσεις, αλλά –συμπληρώνουν- το θέμα της ταχύτητας των διαδικασιών δεν έχει βελτιωθεί ιδιαίτερα, ούτε με τις νέες συνθήκες.

Το Τεχνολογικό Πάρκο

Το Τεχνολογικό Πάρκο 4η Γενιάς Thess Intec προβλέπεται να δημιουργηθεί σε έκταση 760 στρεμμάτων δίπλα στο αεροδρόμιο «Μακεδονία», που παραχωρήθηκε δωρεάν από το ελληνικό δημόσιο σε εταιρεία με κύριους μετόχους τους φορείς των επιχειρήσεων της Θεσσαλονίκης και της Β. Ελλάδος, αλλά και αρκετές ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως και τον δήμο Θερμαϊκού, στα όρια του οποίου βρίσκεται η περιοχή. Πρόσωπο - κλειδί για το πρότζεκτ είναι ο επιχειρηματίας και πρώην πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος Νίκος Ευθυμιάδης, ενώ αντιπρόεδρος στο Διοικητικό Συμβούλιο είναι ο επίσης πρώην πρόεδρος του ΣΒΕ –τότε ΣΒΒΕ- Γιώργος Μυλωνάς. Ο φιλόδοξος στόχος των εμπνευστών του Thess Intec ήταν το δημόσιο να παραχωρήσει την έκταση και η επένδυση να προχωρήσει με χρηματοδότηση αποκλειστικά από τον ιδιωτικό τομέα. Με βάση πρόσφατα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η διοίκηση του υπό διαμόρφωση πάρκου το 50% των δαπανών για τη διαμόρφωση του χώρου, τα δίκτυα και τα πρώτα κτήρια –συνολικά περί τα 80-90 εκατ. ευρώ- εξασφαλίζονται μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο –θυμίζουμε- δημιουργήθηκε από την ΕΕ πέρσι το καλοκαίρι για να αντιμετωπίσουν οι ευρωπαϊκές χώρες τα οικονομικά και αναπτυξιακά προβλήματα που δημιούργησε η πανδημία του κορωνοϊού. Κατά κάποιο τρόπο η πανδημία ευνόησε οικονομικά το Thess Intec, διότι υπό φυσιολογικές συνθήκες τα ευρωπαϊκά κονδύλια δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστούν ιδιωτικά κεφάλαια.

Επίσης, σύμφωνα με τη διοίκηση του Thess Intec, το 10% της αρχικής επένδυσης θα εισφέρουν οι ιδιώτες, κυρίως επιχειρήσεις της Β. Ελλάδος, ενώ αναζητείται το υπόλοιπο 40%, για το οποίο έχουν υπάρξει επαφές με το ίδρυμα Νιάρχος, αλλά και ενδιαφερόμενους από το Ισραήλ, όπως και με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει συνολικά να διασφαλιστούν το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα γύρω στα 40 εκατ. ευρώ ιδιωτικά κεφάλαια. Υπενθυμίζεται ότι όταν τον Σεπτέμβριο του 2019 ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης ανακοίνωσε την παραχώρηση της έκτασης των 760 στρεμμάτων έθεσε ως όριο τα δύο χρόνια για την εξασφάλιση των ιδιωτικών κεφαλαίων για την υλοποίηση του πρότζεκτ, ώστε εάν δεν καταστεί εφικτό κάτι τέτοιο η έκταση να επιστραφεί στο Δημόσιο. Με την λογική ότι «το μισό είναι πάντα υπέρ του μαθητή» η διετία άρχισε να τρέχει από τα τέλη του 2020 ή τις αρχές του 2021, όταν ολοκληρώθηκαν και τυπικά οι διαδικασίες παραχώρησης της έκτασης, άρα απομένει ώς τη λήξη της διορίας ένας ακόμη χρόνος.

Η νέα Διεθνής Έκθεση

Όσο για την ανάπλαση της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης συνιστά ένα ακόμη επενδυτικό στοίχημα, που θα κριθεί στο αν θα βρεθούν ιδιώτες να επενδύσουν γύρω στα 150 εκατ. ευρώ. Πολλά θα ξεκαθαρίσουν όταν η σχετική προκήρυξη οριστικοποιηθεί και δούμε τόσο τα αντισταθμιστικά που θα προσφέρει η ΔΕΘ – Helexpo όσο και το ενδιαφέρον που θα εκδηλωθεί. Διότι λόγω του σημείου που βρίσκεται το εκθεσιακό κέντρο, στην «καρδιά» της Θεσσαλονίκης, είναι ενδεχομένως πιο εύκολο να βρεθούν κεφάλαια που θα επενδυθούν σε εμπορικές και ψυχαγωγικές δράσεις, αλλά το ζητούμενο είναι ένα σύγχρονο εκθεσιακό και συνεδριακό συγκρότημα.

Η αναζήτηση ιδιωτικών κεφαλαίων για δημοσίου χαρακτήρα υποδομές δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση. Ενώ θεωρητικά πρόκειται για αποδοτικές υποθέσεις, έχουν το μειονέκτημα ότι αυτοί που βάζουν τα κεφάλαια είτε δεν τα διαχειρίζονται οι ίδιοι είτε -ακόμη κι όταν τα διαχειρίζονται- δεν αποκτούν την ιδιοκτησία των περιουσιακών στοιχείων και επομένως διστάζουν. Υπάρχει και μια τρίτη περίπτωση: ο σχεδιασμός να μην πείθει. Να μην είναι ελκυστικός, αφού συχνά όσοι κάνουν δουλειές «με τα λεφτά των άλλων» εκπέμπουν σε άλλο μήκος κύματος με αυτούς τους… άλλους που βάζουν τα λεφτά. Το μόνο σίγουρο είναι ότι στην αξιολόγηση μιας πρότασης πάντα έχουν δίκιο οι δεύτεροι, αυτοί που βάζουν το χέρι στην τσέπη. Επομένως για τη Θεσσαλονίκη η πρόκληση των επενδύσεων με ιδιωτικά κεφάλαια είναι μεγάλη και παραμένει ακόμη ανοιχτή.