Skip to main content

Το ναυάγιο που έπνιξε ανθρώπους κι ανθρωπιά

Αφήνεις τον τόπο σου μόνο όταν ο τόπος σου δεν σ' αφήνει να μείνεις. Κανείς δεν βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα, εκτός κι αν το νερό είναι ασφαλέστερο από την ξηρά.

Πεντακόσιοι, εξακόσιοι, εφτακόσιοι, εβδομηνταοκτώ, εβδομηνταεννιά, ογδόντα, ογδονταένας, ογδονταδύο. Εκατόν τέσσερις. Αριθμοί. Ζωές. Ψυχές.

Γιατί δεν έκατσαν εκεί να το παλέψουν;

Έχουν περάσει έντεκα μέρες από την τραγωδία ανοιχτά της Πύλου, χρόνος ικανός ώστε ν' αφουγκραστεί κάποιος τον αντίκτυπο που αυτή προκάλεσε στην κοινωνία, από τη δημοσιογραφική κάλυψη και την πολιτική επίδραση έως τον σχολιασμό στο σπίτι, στα καφενεία και στα social media.

Γιατί δεν έμειναν να πολεμήσουν;

Οι δημοσιογράφοι έτρεξαν ν' ακούσουν και να μεταδώσουν, οι πολιτικοί έτρεξαν να ενδιαφερθούν και να ενημερωθούν, σ' ορισμένα σπιτικά έτρεξαν δάκρυα και σ' άλλα τα βλέμματα έτρεξαν ν' αποστραφούν, τα δάχτυλα έτρεξαν ν' αλλάξουν κανάλι, τα καφενεία έτρεξαν ν' αξιολογήσουν και να συνωμοσιολογήσουν και τα social media έτρεξαν να διχαστούν.

Γιατί παράτησαν σπίτια κι οικογένειες;

Τώρα που το τρέξιμο έγινε ράθυμο βάδισμα, την είδηση του ναυαγίου ισοσκέλισε το βαθυσκάφος Titan με τους δισεκατομμυριούχους επιβάτες που χάθηκε στα βαθιά νερά του Ατλαντικού Ωκεανού και το οξυγόνο που τελείωσε. Οι πολιτικοί επέστρεψαν στον προεκλογικό αγώνα. Τα σπιτικά μοχθούν για το μεροκάματο και κοιμούνται, πάλι, ήσυχα. Τα καφενεία έπιασαν ξανά το εκλογικό ρεπερτόριο. Κι απόμειναν τα social media, ο επιθανάτιος ρόγχος. Αυτές οι τελευταίες εκκρίσεις που συσσωρεύονται στον λαιμό πριν το ξεψύχισμα. Αυτές οι τελευταίες αναρτήσεις ταραχής και σύγχυσης που σωρεύονται στα δάχτυλα πριν το enter.

Γιατί ανέβηκαν σ' ένα μεταλλικό κουφάρι;
 

Εννιά μέρες τώρα είδαμε, ακούσαμε, διαβάσαμε ευαισθησία κι αναισθησία, ανθρωπιά κι απανθρωπιά, θλίψη και σήψη, αγωνία κι αδιαφορία, στεναγμό κι αλαλαγμό, σιωπή και κραυγή, οργή από 'δω, οργή κι από 'κει. Σ' ένα ναυάγιο, σε μια τραγωδία, οτιδήποτε προηγείται του συνδέσμου το περιμένεις. Αλλά δεν περιμένεις αυτά που ακολουθούν τον σύνδεσμο. Τότε έχεις μια άλλη τραγωδία, ένα άλλο ναυάγιο, το ναυάγιο της ανθρωπιάς.

Με το ζόρι τούς έβαλαν;

Κάποιες εκατοντάδες άνθρωποι, ένα μικρό χωριό, θάφτηκαν σε υγρό τάφο, χάθηκαν κοντά στο βαθύτερο σημείο της Μεσογείου, στα νερά της αβυσσαίας ζώνης, δηλαδή στην άβυσσο. Εκεί που δεν επιβιώνει τίποτε από τον δικό μας κόσμο, εκεί που δεν φτάνουν οι αχτίδες του ήλιου, εκεί που βασιλεύει το απόλυτο σκοτάδι, εκεί που ξεχνιούνται τα πάντα.

Πού βρήκαν 5.000 ευρώ;

Άφησαν πίσω τους οικογένειες, παιδιά και γονείς, νοικοκυριά και παραπήγματα, δουλειές κι αναδουλειές, αναμνήσεις και τύψεις, χαρές και πόνους, για καλύτερο μέλλον, για καλύτερη ζωή. Για ζωή. Απέδρασαν από πολέμους, από πείνα, από στέρηση, από καταπίεση, από βία, από ανεργία, από τυραννία, από ανέχεια, για ν' αναζητήσουν ειρήνη, φαγητό, αφθονία, συμπόνια, καλοσύνη, δουλειά, ευδαιμονία, άνεση, καλοπέραση. Γύρισαν πλάτη στο κακό, ανέχτηκαν βάσανα, άντεξαν συμφορές, υπέμειναν πάνδεινα, με καρτερία για την αντίπερα όχθη, το άλλο, το νέο, το καλό. Περπάτησαν, έτρεξαν, σκαρφάλωσαν και κατηφόρισαν. Έπεσαν και σηκώθηκαν, έπεσαν ξανά και ξανασηκώθηκαν. Νύχτωσαν και ξημέρωσαν. Βράχηκαν, κρύωσαν και ξεπάγιασαν, έσκασαν κι ίδρωσαν. Πληγώθηκαν, πόνεσαν, βόγκηξαν, μάτωσαν. Συνέχισαν. Με ιώβεια υπομονή, για ν' αγγίξουν το δικό τους όνειρο, να διεκδικήσουν τον δικό τους ήλιο, το δικό τους μερτικό στο φως.

Γιατί σε φωτογραφίες και βίντεο φαίνονται μόνο άνδρες, πού είναι τα γυναικόπαιδα;

Τη χώρα όπου γεννιέσαι δεν τη διαλέγεις, το χρώμα που 'χεις στο δέρμα δεν το επιλέγεις. Τυχαία η μοίρα σου, τυχαία η εθνικότητα, τυχαία η ήπειρος, τυχαίος κι ο χάρτης σου. Συμπτωματική η τύχη σου, συμπτωματική η ζωή σου.

Πώς ξέρουμε ότι το αμπάρι ήταν γεμάτο;

Κανείς δεν διακινδυνεύει τη ζωή του, εκτός κι αν αυτή απειλείται. Κανείς δεν φεύγει από τον τόπο του, εκτός κι αν ο τόπος του τον εξορίζει. Κανείς δεν φεύγει από τον τόπο του, εκτός κι αν ο τόπος του τον καταδιώκει. Κανείς δεν μπαίνει στο πορτμπαγκάζ ενός αγνώστου, μες στο σκοτάδι, εκτός κι αν προσπαθεί να ξεφύγει από το κακό. Κανείς δεν κοιμάται τις νύχτες μέσα σε εγκαταλελειμμένα κτήρια και βαγόνια, εκτός κι αν δεν έχει κάπου να κοιμηθεί. Κανείς δεν κρύβεται μέσα σε τρύπες και κρύπτες χωρίς οξυγόνο, εκτός κι αν δεν έχει άλλη επιλογή. Κανείς δεν μπαίνει κρυφά σ' αμπάρια, κανείς δεν στηρίζεται επάνω στις δαγκάνες ανάμεσα σε βαγόνια, κανείς δεν κρέμεται κάτω από φορτηγά και καρότσες, κανείς δεν σκάβει κάτω από φράχτες για να σέρνεται στο χώμα, εκτός κι αν τον κυνηγούν. Κανείς δεν θέλει να τον κλέβουν και να τον χτυπούν, να τον φοβερίζουν και να τον εκβιάζουν, εκτός κι αν ο ίδιος εξαρτάται απ' αυτούς που το κάνουν. Κανείς δεν προτιμά τα hot spots, τα παλιά στρατόπεδα και τις υποτυπώδεις δομές φιλοξενίας από το σπίτι του, εκτός κι αν το σπίτι του δεν υπάρχει πια. Κανείς δεν κλέβει νερό, εκτός κι αν διψά. Κανείς δεν σκαλίζει στα σκουπίδια για να ξεδιαλέξει υπολείμματα τροφών, εκτός κι αν δεν έχει να φάει. Κανείς δεν βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα, εκτός κι αν το νερό είναι ασφαλέστερο από την ξηρά. Αφήνεις τον τόπο σου μόνο όταν ο τόπος σου δεν σ' αφήνει να μείνεις.

Γιατί κηρύχθηκε εθνικό πένθος;

Κανείς από τους πεντακόσιους, τους εξακόσιους, τους εφτακόσιους, τους ογδονταδύο, τους εκατόν τέσσερις δεν ήθελαν να 'ρθουν εδώ. Κανείς τους δεν ήθελε να σου πάρει τη δουλειά, να σου πιει το νερό, να σου φάει το φαγητό, να σου πάρει το σπίτι, να προλάβει την ξαπλώστρα σου, να σου κλέψει το όνειρο. Προτιμούσαν την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία, τη Γερμανία, τη Βρετανία, τη Νορβηγία, τη Σουηδία, τη Δανία, παρά τη χώρα σου. Προτίμησαν να ταξιδέψουν πιο μακριά, να κινδυνέψουν παραπάνω, να μουδιάσουν ολόκληροι πάνω απ' την άβυσσο, κορόνα-γράμματα πάνω σ' ένα καρυδότσουφλο, παρά να 'ρθουν εδώ. Ένα πέρασμα είναι για τα καραβάνια η χώρα σου και τίποτα παραπάνω, ένα χάνι για να ξαποστάσουν. Και να ξεκινήσουν ξανά, όπως μπορούν και μ' ό,τι βρουν, πόδια, αμάξια, τρένα, βάρκες και ψαροκάικα. Δεν ζηλεύουν τίποτα εδώ· χάρισμά σου.

Μην ανησυχείς, οι πεντακόσιοι, οι εξακόσιοι, οι εφτακόσιοι, οι ογδονταδύο δεν ήθελαν να 'ρθουν. Μη φοβάσαι, δεν θα 'ρθουν. Πνίγηκαν. Βάλε αντιηλιακό και λιάσου στον ήλιο που τους κατέκαψε, στοιβάξου στα μπιτς μπαρ όπως αυτοί στ' αμπάρια, δροσίσου με το μελτέμι που δεν φύσηξε γι' αυτούς, πλατσούρισε στα ρηχά και παίξε με τις φυσαλίδες που δημιουργείς καθώς ανεβαίνουν στην επιφάνεια, όπως δεν ανέβηκαν αυτοί, χαλάρωσε κι άκου τον φλοίσβο που ξεβράζει τα ουρλιαχτά τους, κολύμπα στο νερό που γέμισε τα πνευμόνια τους.


Πατρίδα, της Ουαρσάν Σάιρ*

κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του εκτός αν
πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία.
τρέχεις προς τα σύνορα μόνο όταν
βλέπεις ολόκληρη την πόλη να τρέχει κι εκείνη.

οι γείτονές σου τρέχουν πιο γρήγορα από σένα
με την ανάσα ματωμένη στον λαιμό τους.

το αγόρι που ήταν συμμαθητής σου
που σε φιλούσε μεθυστικά πίσω από το παλιό εργοστάσιο τσίγκου
κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του.

αφήνεις την πατρίδα
μόνο όταν η πατρίδα δεν σε αφήνει να μείνεις
κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγά.

φωτιά κάτω απ΄ τα πόδια
ζεστό αίμα στην κοιλιά σου
δεν είναι κάτι που φαντάστηκες ποτέ ότι θα έκανες
μέχρι που η λεπίδα χάραξε απειλές
στον λαιμό σου
κι ακόμα και τότε συνεχίζεις να ψάλλεις τον εθνικό ύμνο
κάτω απ' την ανάσα σου
και σκίζεις το διαβατήριό σου σε τουαλέτες αεροδρομίου
κλαίγοντας καθώς κάθε μπουκιά χαρτιού
δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να γυρίσεις.

πρέπει να καταλάβεις
ότι κανένας δεν βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα
εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά

κανένας δεν καίει τις παλάμες του
κάτω από τρένα
κάτω από βαγόνια.
κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες στο στομάχι ενός φορτηγού
τρώγοντας εφημερίδες
εκτός αν τα μίλια που ταξιδεύει
σημαίνουν κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι.

κανένας δεν σέρνεται κάτω από φράχτες
κανένας δεν θέλει να τον δέρνουν
να τον λυπούνται
κανένας δεν διαλέγει τα καμπς προσφύγων
ή τον πλήρη σωματικό έλεγχο σε σημεία
όπου το σώμα σου αφήνεται να πονά
ή τη φυλακή
επειδή η φυλακή είναι ασφαλέστερη
από μια πόλη που φλέγεται
κι ένας δεσμοφύλακας
τη νύχτα
είναι προτιμότερος από ένα φορτηγό
γεμάτο άντρες που μοιάζουν με τον πατέρα σου.

κανένας δεν θα το άντεχε
κανένας δεν θα το υπέμενε
κανένα δέρμα δεν θα ήταν αρκετά σκληρό
στα:
γυρίστε στην πατρίδα σας μαύροι
πρόσφυγες
βρομομετανάστες
ζητιάνοι ασύλου
που απομυζάτε τη χώρα μας
αράπηδες με τα χέρια απλωμένα
μυρίζετε περίεργα
απολίτιστοι
κάνατε λίμπα τη χώρα σας και τώρα θέλετε
να διαλύσετε και τη δική μας.

πώς οι λέξεις
τα βρόμικα βλέμματα
κυλούν στις πλάτες σας
ίσως επειδή το χτύπημα είναι πιο αδύναμο
από το ξερίζωμα ενός χεριού ή ποδιού
ή τα λόγια είναι πιο τρυφερά
από δεκατέσσερις άντρες
ανάμεσα στα σκέλια σου
ή τις προσβολές είναι ευκολότερο
να τις καταπιείς
από τα χαλίκια
από τα κόκαλα
από το κομματιασμένο κορμί του παιδιού σου.

θέλω να γυρίσω στην πατρίδα,
αλλά η πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία
πατρίδα είναι η κάννη ενός όπλου
και κανένας δεν θα άφηνε την πατρίδα
εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγούσε μέχρι την ακτή
εκτός αν η πατρίδα σού έλεγε
να τρέξεις πιο γρήγορα
να αφήσεις πίσω τα ρούχα σου
να συρθείς στην έρημο
να τσαλαβουτήσεις σε ωκεανούς
να πνιγείς
να σωθείς
να πεινάσεις
να εκλιπαρήσεις
να ξεχάσεις την αξιοπρέπεια
η επιβίωσή σου είναι πιο σημαντική

κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα είναι μια ιδρωμένη φωνή στο αφτί σου
που λέει-
φύγε
τρέξε μακριά μου τώρα
δεν ξέρω τι έχω καταντήσει
αλλά ξέρω ότι οπουδήποτε αλλού
είναι ασφαλέστερα απ΄ ό,τι εδώ

*Η Ουαρσάν Σάιρ (Warsan Shire) γεννήθηκε στην Κένυα, από Σομαλούς γονείς, και μετανάστευσε στη Βρετανία.

**Σκίτσο: Urka

Image