Skip to main content

Γ. Χρονάς: Η Θεσσαλονίκη είναι για μένα εκκλησία και τάμα, παίρνω δύναμη από την πόλη

«Μόνο οι τρελοί, οι ποιητές και οι ερωτευμένοι συνομιλούν με το βαθύτερο εγώ τους» λέει ο ποιητής και εκδότης Γιώργος Χρονάς

Με τον Γιώργο Χρονά υπάρχει γνωριμία χρόνων. Η τακτική, ετήσια παρουσία του στη Θεσσαλονίκη για το Φεστιβάλ Βιβλίου στην παραλία δημιούργησε τις συνθήκες να αναπτυχθεί με αργούς ρυθμούς αυτή η σχέση. Κάποιες συνεντεύξεις, κάποιες συζητήσεις στο όρθιο, στο περίπτερο της Οδού Πανός, ένας καφές λίγο πιο χαλαρός. Δεν θέλει και πολύ. Αυτές οι συναντήσεις έγιναν θεσμός κάθε Μάιο - Ιούνιο. Έτσι και φέτος. Ο ίδιος απέφυγε με τον τρόπο του την πρόταση για μία συνέντευξη, λέγοντας «δεν έχω να πω κάτι» κι ας γνωρίζει καλά ότι μιλάει πάντα με τον ίδιο ποιητικό τρόπο, είτε καταγράφεται η συνομιλία είτε όχι. Κάπως έτσι το ραντεβού μας για έναν καφέ ορίστηκε χθες, μεσημεράκι της Πέμπτης, και η συνάντηση ξεκίνησε λίγα λεπτά μετά την ανακοίνωση της παραίτησης του Αλέξη Τσίπρα από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Κατά μία περίεργη συγκυρία το κινητό -το έχουν αυτά τα smart phones όταν κάποιος δεν προσέχει- πήρε την… πρωτοβουλία και η άτυπη αυτή συζήτηση τελικά ηχογραφήθηκε. Ακούγοντας το υλικό διαπιστώσαμε ότι αν και «πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα», όπως συμβαίνει σε μια χαλαρή κουβέντα, υπήρχαν απόψεις και ένα στιλ άξιο να καταγραφεί, έστω κι έτσι. Τουλάχιστον ένα μέρος του. Ο ίδιος έριξε μια ματιά στο κείμενο και τελικά αποδέχθηκε τη δημοσίευση. Άλλωστε -όπως είπαμε- ο Χρονάς μιλάει πάντα με τον ίδιο τρόπο, χωρίς επιτηδεύσεις και ωραιοποιήσεις στον δημόσιο λόγο. Έχει το θάρρος της γνώμης και θυμάται τους σημαντικούς ανθρώπους με τους οποίους συναντήθηκε στη ζωή και συνεργάστηκε. Στο κείμενο που ακολουθεί καταγράφεται αυτή η ημι-συνέντευξη ή ολίγον από συνέντευξη. Και πάντως πλήρης ευαισθησίας, ενός ποιητή και εκδότη που επιμένει να πουλάει ο ίδιος τα βιβλία του και φέτος στην παραλία της Θεσσαλονίκης, στο περίπτερο αριθμός 4.       



Κύριε Χρονά, πώς σας φαίνεται η είδηση της παραίτησης του Αλέξη Τσίπρα;

Είναι η πρώτη είδηση. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει δεύτερη. Δυστυχώς οι πολιτικοί έχουν κλέψει το σταρ σίστεμ, τη δόξα από τους συγγραφείς. Δεν μιλάω για ποιητές γιατί είναι μεγάλη τέχνη. Μιλάω για συγγραφείς, με την αμερικάνικη έκφραση. Όπου όλοι όσοι γράφουν, είτε πολιτικό δοκίμιο είτε μυθιστόρημα, είτε ποίηση, είναι συγγραφείς.

Πώς βλέπετε τον ρόλο της πολιτικής στη σημερινή εποχή;

Δυστυχώς η πολιτική κυριαρχεί στη ζωή μας. Είδατε τι συνέβη στις πρόσφατες εκλογές. Ο κόσμος αλλάζει ραγδαία, χωρίς τη θέλησή μας. Οι άνθρωποι συνεχίζουν τη ζωή τους, τραβούν τον δρόμο τους, χωρίς να υπολογίζουν όσους υποτίθεται ότι σκέπτονται για το καλό τους. Πολύ περισσότερο, χωρίς να υπολογίζουν τους ποιητές, που υποτίθεται ότι εάν τους διαβάσει κανείς μπορεί να οδηγηθεί σε έναν καλύτερο κόσμο.

Η ποίηση τι ρόλο παίζει στις μέρες μας;

Με στίχο ποιητή παραιτήθηκε ο αρχηγός της αντιπολίτευσης. Με στίχους ποιητών είναι γεμάτη η πολιτική ζωή, ενώ κάθε μέρα με στίχους ποιητών ξεκινούν τα σχόλια των εφημερίδων.

Στα 50 χρόνια που γράφετε ποίηση ποια ήταν η καλύτερη εποχή γι’ αυτό;

Σχεδόν 50 χρόνια γράφω ποίηση. Ήμουν πάντα μόνος μου, από την αρχή. Τη μοναξιά αυτή την πλήρωσα πολύ ακριβά. Στα 19 μου, όταν τελείωσα το σχολείο, πήρα χαρτί ηβηφρένειας. Κατά τύχη φιλοξενήθηκα στην ίδια κλινική που πήγε λίγο αργότερα ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου. Ήταν το 1967 – 1968. Έπαθα μια μελαγχολία και εισήχθην. Εκεί, στην κλινική Λυμπέρη, ήρθε αργότερα και ο Ασλάνογλου. Όταν το είπα αυτό στον Γιάννη Τσαρούχη, έναν εκ των δασκάλων μου, μου είπε «πήρες το πτυχίο σου». Εννοούσε το πτυχίο όπως το εννοεί ο Πλάτων. Μόνο οι τρελοί, οι ποιητές και οι ερωτευμένοι μπορούν να βρουν τα βαθύτερα σημεία τού εγώ τους. Ταξίδεψα πολύ στο εγώ μου και συνεχίζω να ταξιδεύω.

Το γύρω τριγύρω περιβάλλον παίζει κάποιο ρόλο;

Δεν έδινα ποτέ σημασία. Η Μπλανς Ντιμπουά, η πρωταγωνίστρια του Τένεσι Ουίλιαμς στο «Λεωφορείο ο πόθος», όταν πήγε για να μείνει άγνωστο χρόνο στο σπίτι της αδελφής της, δέχθηκε την επίσκεψη ενός ωραίου νέου που της ζήτησε μια συνδρομή για ένα περιοδικό και γυρνώντας προς το κοινό, λέει την κολοσσιαία φράση «μερικές φορές πιστεύω πως υπάρχει Θεός». Ο Τένεσι Ουίλιαμς βάζει ένα ωραίο παιδί να ζητάει συνδρομή από μια γυναίκα που δεν έχει σταθερή διεύθυνση. Και δεν θα έχει ποτέ. Δεν έχει σημασία που δεν έγινε τίποτα. Η πρωταγωνίστρια, την οποία μετά βίασε ο γαμπρός της, ο Πολωνός υδραυλικός Κοβάλσκι, και την έκλεισε στο τρελοκομείο είδε κάποια στιγμή κάτι ωραίο. Ένιωσε την ιδέα του ωραίου.

Οι ιδέες επηρεάζουν σήμερα τις εξελίξεις;

Τις ιδέες τις ακολουθούν πάντα οι σοβαροί άνθρωποι. Εγώ στη ζωή μου δεν έχω τη λέξη πρόβλημα. Εκτός του ότι ο Μέγας Αλέξανδρος είπε «ό,τι δεν λύνεται κόβεται» και το ακολουθώ εν μέρει, υπάρχουν κι άλλα φαινόμενα που εαυτού μου και του χαρακτήρα μου. Χωρίς να δηλώνω πλούσιος, από το τίποτα απέκτησα κάτι. Το κοινό της Θεσσαλονίκης με βλέπει επί 41 χρόνια να πουλώ βιβλία στην παραλία.

Πως θα χαρακτηρίζατε τη σχέση σας με τη Θεσσαλονίκη;

Μου έμαθε πολλά η Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας μου ερχόταν στη Θεσσαλονίκη, είχε δύο Εβραίους φίλους, τον Χασήθ και τον Αρούχ. Ήταν και οι δύο μανιώδεις συλλέκτες ρολογιών τσέπης. Τον περίμεναν σαν τρελοί επειδή τους έλεγε αστεία. Όταν ο πατέρας μου μεγάλωσε και δεν ερχόταν πια στην πόλη, ερχόταν ο μεγάλος μου αδελφός ο Κώστας, που υπηρέτησε τη θητεία του ως έφεδρος αξιωματικός και είχε γίνει φίλος με τον γιο του, Αρούχ. Μετά άρχισα να έρχομαι κι εγώ. Μου έμαθε πολλά η Θεσσαλονίκη. Γι’ αυτό τώρα μου λείπει πολύ ο Χριστιανόπουλος. Τον Ασλάνογλου τον είχα στην Αθήνα. Τον μανάτζαρα πολλά χρόνια. Μία φορά τον μήνα μού ζητούσε να πηγαίνουμε με τον ηλεκτρικό στον Πειραιά και από εκεί με το  τρόλεϊ να φτάνουμε στην Καστέλλα και να πηγαίνουμε σε μία ταβέρνα. Παίρναμε μία σαλάτα, μία φέτα, μία πατάτες και από μία χοιρινή μπριζόλα. Κάθε φορά. Πηγαίναμε ακόμη και με χιόνια.

Τι είναι αυτό που σας συναρπάζει στην πόλη;

Έχω μυστικά και έρωτες σε όλα τα στενά του κέντρου. Πήγαινα και στην Άνω Πόλη, τις φυλακές, το Σέιχ Σου. Έμενα και σε πολλά δωμάτια. Θυμάμαι την ημέρα που έπαιρνε κάποιο βραβείο ο Γιάννης Ρίτσος βρισκόμουν σε ένα δωμάτιο στην Άνω Πόλη, που έμπαζε νερά από τη βροχή και βάζαμε κουβά για να τα μαζέψουμε και να μη φουσκώσουν τα πατώματα.

Υπάρχουν σχέσεις με τους αναγνώστες του Φεστιβάλ Βιβλίου;

Νομίζω ότι οι αναγνώστες που κατεβαίνουν στην παραλία για το Φεστιβάλ Βιβλίου με αναγνωρίζουν. Βέβαια έχουν φύγει πολλοί. Μιλούσαμε, τρώγαμε. Εδώ γνώρισα τον Ηλία Σπυρόπουλο, γραμματέα του Ευάγγελου Παπανούτσου, ο οποίος έγραψε δύο βιβλία, ένα για τον Χριστιοανόπουλο κι ένα για τον Ιωάννου, με τον οποίο ήταν προσωπικοί φίλοι, και τα εκδώσαμε στην «Οδό Πανός». Βλέπω ότι οι αναγνώστες μου μου μοιάζουν. Το βρετανικό συγκρότημα Bauhaus, το οποίο θαύμαζα κι έχω όλα τα βινύλιά τους, έχουν πει «υποκλινόμαστε στους ακροατές μας. Μας μοιάζουν». Έτσι κι εγώ για τους αναγνώστες μου. Μου μοιάζουν. Είναι μέρος της οπτικής μου. Λιγοστεύουν φυσικά. Συντηρούμεθα από τους φανατικούς. Παλαιότερα στα Φεστιβάλ Βιβλίου είχα ιλιγγιώδης εισπράξεις καθημερινά. Τώρα είναι το ένα τέταρτο. Το βλέπω οικονομικά. Είμαι υποχρεωμένος. Διότι για να έρθω έχω πολλά έξοδα. Η διαμονή, το ενοίκιο του περιπτέρου, το φαγητό, οι επικοινωνίες. Τα δέματα που πάνε κι έρχονται από την Αθήνα. Τα τελευταία χρόνια ξοδεύω περίπου 3.000 ευρώ για 17 ημέρες.

Δεν το βάζετε κάτω, όμως…

Είναι εκκλησία, πλέον, για μένα η Θεσσαλονίκη. Όταν αρρώστησα το 2015 και ήμουν σε ανάρρωση στο δωμάτιο του ξενοδοχείου είπα στον εαυτό μου ότι, αν γίνω καλά, τον Οκτώβριο θα ανέβω στη Θεσσαλονίκη. Και το έκανα. Είναι τάμα. Όπως άλλοι τάζουν ότι θα προσκυνήσουν στον Άγιο Δημήτριο, στην Αγία Σοφία, στην Αχειροποίητο, εγώ τάζω ότι θα πάρω δύναμη από μία πόλη. Κι αυτή είναι η Θεσσαλονίκη.

Η «Οδός Πανός» αντέχει; Το ασπρόμαυρο αντέχει;  

Το περιοδικό και οι εκδόσεις «Οδός Πανός» υπάρχουν 42 χρόνια. Αν κάποιος ήταν τότε 20 ετών σήμερα είναι 62. Είναι πολλά τα χρόνια. Κουράστηκαν. Με ρωτάνε αν βγαίνει ακόμη το περιοδικό. Για να υπάρχει το περιοδικό, που τυπώνεται σε 1.000 με 1.500 αντίτυπα, σημαίνει πως αντέχει. Και το ασπρόμαυρο αντέχει.

Πώς βιώσατε την πανδημία;

Όταν κυκλοφόρησα το τεύχος του Χριστιανόπουλου, την άλλη ημέρα έκλεισαν τα βιβλιοπωλεία. Κρίμα, διότι θα πουλούσαμε πολλά τεύχη. Δεν έγραψα ούτε ένα ποίημα για τον εγκλεισμό. Ανήκω στους ανθρώπους που έκαναν τα εμβόλια, αλλά τελικά αρρώστησα μια Κυριακή των Βαΐων και αναστήθηκα, έδειξε το τεστ μηδέν, το Μεγάλο Σάββατο.

Τι σας κινητοποιεί για να γράψετε κάτι;

Τα ποιήματά μου έχουν γραφτεί με λογική. Ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που ήθελα να γράψω συναρπαστικά. Ήταν το κόμπλεξ της ζωής μου. Αυτό που κάνω εγώ, είτε στο ντύσιμο είτε στο γράψιμο, είτε στις εκδόσεις είτε στις ραδιοφωνικές εκπομπές ήθελα να μην το κάνει άλλος κανείς. Νομίζω ότι σε αρκετές περιπτώσεις το κατάφερα. Ήθελα να περάσω στην τέχνη μου μπαλέτο, όπερα, σινεμά, θέατρο, λογοτεχνία, ρεσιτάλ. Διότι νομίζουν ότι επειδή γράφω ποίηση, διαβάζω ποίηση. Σιγά καλέ!

Πρόσφατα χάθηκε ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο οποίος σε δικούς σας στίχους έγραψε ορισμένα τραγούδια εντελώς διαφορετικά από το αναγνωρίσιμο ύφος του. Πώς συνέβη αυτό;

Όπως ο Χατζιδάκις μελοποίησε τέσσερα ποιήματά μου, που διαφέρουν απ’ όλο τον υπόλοιπο Χατζιδάκι, έτσι κι ο Μαρκόπουλος έγραψε 7 – 8 τραγούδια σε στίχους μου, τελείως διαφορετικά από τα υπόλοιπα. Το «Όχι δεν πρέπει να συναντηθούμε», το «Πέραμα» και ορισμένα άλλα. Τον γνώρισα νέο και ωραίο. Από τότε ήταν παράξενος και μόνος του. Ήθελε να είναι μόνος του. Κολλήσαμε επειδή από την αρχή ήμουν… αρνητής του. Γνωριστήκαμε στη χούντα, στον Πειραιά, όταν είχε βγάλει τα Ριζίτικα. Ήμουν με τον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό σε ένα καφενείο, στο Πασαλιμάνι, και ήρθε κι εκείνος με κάποια παρέα. Τον πλησίασα και του είπα: «Κύριε Μαρκόπουλε εσείς αγαπάτε τους ήρωες, εγώ δεν τους θέλω. Δεν μου αρέσουν». Κάπως έτσι κολλήσαμε. Κάποια φορά που γκρίνιαζα επειδή είχε βγάλει κάτι τραγούδια μας από το πρόγραμμα που έκανε στη μπουάτ «Λήδρα», κάτι που ήταν δικαίωμά του, μου είπε στο τηλέφωνο: «Να είσαι έτσι πάντα, λύκος. Και θα σε φάνε τα πρόβατα».

Τι θα γινόμασταν χωρίς ήρωες;

Θα προτιμούσα όλοι οι ήρωες της Θεσσαλονίκης να ήταν οι λογοτέχνες και τα αγάλματά τους. Ο Σαββόπουλος μου είπε κάποτε ότι επειδή χάσαμε την Κωνσταντινούπολη η Θεσσαλονίκη έχει μπει στη θέση της εν είδει θείας ή πρώτης ξαδέλφης. Είμαι Πειραιώτης και από τα πρώτα πράγματα που είδα ήταν θάλασσα. Αισθάνομαι οικειότητα στη Θεσσαλονίκη.   

Φωτογραφία εξωτερική: Σίσσυ Μόρφη/Το Βήμα

Φωτογραφία εσωτερική: protothema.gr