Skip to main content

Η Οδύσσεια μιας 82χρονης στη Θεσσαλονίκη για να γράψει τα φάρμακά της δύο μήνες μετά!

Επειδή ο γιατρός στον οποίο είναι χρεωμένο το ΑΜΚΑ της λείπει με πολύμηνη άδεια, της είπαν πως το πρώτο τηλεφωνικό ραντεβού είναι διαθέσιμο στις 3 Απριλίου!

Στην Οδύσσεια, στο μνημειώδες έργο του Ομήρου που γράφτηκε πριν από χιλιάδες χρόνια, ο πρωταγωνιστής αγωνίζεται δέκα ολόκληρα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου για να επιστρέψει στο σπίτι του, στην Ιθάκη. Σε αυτά τα δέκα χρόνια έζησε πολλά, είδε περισσότερα, πέρασε διάφορα και στο τέλος πλήρης εμπειριών και γνώσεων κατάφερε τον στόχο του. Στον 20ό αιώνα ο κορυφαίος Έλληνας ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης στη δική του «Ιθάκη» αποθεώνει το ταξίδι, τη διαδρομή του Οδυσσέα –στην πραγματικότητα του καθένα μας- έναντι του προορισμού. Εν έτει 2023 στη Θεσσαλονίκη η ταλαιπωρία των ανθρώπων να γράψουν απλώς τη συνταγή των φαρμάκων τους, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να χαρακτηριστεί μεταφορικά «Οδύσσεια». Μόνο που η διαδρομή προς τον στόχο δεν έχει τίποτα το γοητευτικό. Αντιθέτως, απαιτεί υπομονή και είναι φορτωμένη με νεύρα, παραλογισμό και αχρείαστο άγχος.

Η ιστορία είναι απολύτως πραγματική και συνέβη στα μέσα της εβδομάδας – στην πραγματικότητα βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Μία ασφαλισμένη 82 ετών, που εδώ και χρόνια γράφει συνταγές φαρμάκων εξάμηνης διάρκειας για τις χρόνιες παθήσεις της οι οποίες σχετίζονται με πίεση, καρδιά και νεφρά, τηλεφωνεί σε Τοπική Μονάδα Υγείας (ΤΟΜΥ), στην υπηρεσία πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας όπου είναι γραμμένη, για να ζητήσει τηλεφωνικό ραντεβού με τον γιατρό, ώστε να εκδοθούν οι συνταγές. Ενώ βρισκόμαστε στις πρώτες ημέρες του Φεβρουαρίου ακούει έκπληκτη την κυρία που απάντησε στο τηλεφώνημα να της λέει ότι, επειδή ο γιατρός στον οποίο είναι χρεωμένο το ΑΜΚΑ της λείπει με πολύμηνη άδεια, το πρώτο τηλεφωνικό ραντεβού είναι διαθέσιμο στις 3 Απριλίου το απόγευμα. Μετά από δύο ολόκληρους μήνες. «Σας βολεύει, να το κλείσω ή θα βρείτε άλλη λύση;» τη ρωτάει η κυρία στο τηλέφωνο, χωρίς να προσδιορίζει ποια θα μπορούσε να είναι αυτή η… άλλη λύση.

Απογοητευμένη κλείνει το ραντεβού και απευθύνεται σε ένα συγγενικό της πρόσωπο νεότερης ηλικίας για βοήθεια, ώστε να βρεθεί κάποια λύση και να μη μείνει χωρίς φάρμακα. Εκείνο προσπαθεί να την καθησυχάσει λέγοντάς της ότι θα συνεννοηθεί με τον φαρμακοποιό να της χορηγήσει τα φάρμακα και να εκτελέσει εκ των υστέρων τη συνταγή, κάτι που αν και παράτυπο γίνεται κατά κόρον. Ταυτόχρονα, επειδή το συγκεκριμένο νεότερο πρόσωπο λόγω επαγγέλματος έχει κάποιες άκρες στο σύστημα σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στους διοικητικά υπευθύνους τής συγκεκριμένης δομής και να τους ενημερώσει. Να τους ζητήσει να κάνουν κάτι, όχι μόνο για τη συγκεκριμένη 82χρονη, αλλά για τους 82χρονους όλης της Θεσσαλονίκης. Πράγματι ο διοικητής της Υγειονομικής περιφέρειας στην οποία ανήκει η συγκεκριμένο ΤΟΜΥ δήλωσε έκπληκτος. Αναγνώρισε ευθέως ότι το διάστημα των δύο μηνών για ένα τηλεφωνικό ραντεβού, που αφορά μία συνταγή ενός ασφαλισμένου με χρόνιες παθήσεις, είναι μεγάλο. Είπε, μάλιστα, ότι θα δει το θέμα και ότι θα του τηλεφωνήσει κάποιος συνεργάτης του, ένας υποδιοικητής ή κάτι τέτοιο. Πράγματι μετά από λίγο κτύπησε το κινητό τηλέφωνο του συγγενή της 82χρονης, μία φωνή τον ενημέρωσε ότι πήρε τον αριθμό από τον διοικητή και τον ρώτησε τι συμβαίνει. Εκείνος –ο έρμος συγγενής- επανέλαβε τα καθέκαστα, σχολιάζοντας το αυτονόητο: ότι προφανώς μια τέτοια κατάσταση δεν συνιστά ασφαλιστικό σύστημα ούτε ενέχει θέση κοινωνικής περίθαλψης. Στη μισάωρη κουβέντα που ακολούθησε αποκαλύφθηκαν πολλά, ορισμένα εκ των οποίων στα όρια του παραλόγου. Για παράδειγμα, πως όταν ένας ή μία γιατρός λείψουν από μία ΤΟΜΥ στη Θεσσαλονίκη δεν υπάρχει αντικατάσταση, παρά μόνο εξυπηρέτηση –αυτή ήταν η λέξη που ακούστηκε- των ασφαλισμένων που είναι χρεωμένοι στον αδειεύοντα γιατρό. Επίσης, ότι σωστά, είτε πρόκειται για μια επαναλαμβανόμενη ανά εξάμηνο συνταγή είτε πρόκειται για μία δια ζώσης εξέταση, το ραντεβού που «χρεώνεται» ο γιατρός είναι διάρκειας μισής ώρας.

Επίσης, ότι στο υγειονομικό σύστημα, όπως παντού, υπάρχουν καλοί και καλοί γιατροί, καλοί και κακοί νοσηλευτές, καλοί και κακοί διοικητικοί υπάλληλοι, αλλά «τι να κάνουμε έτσι έχουν τα πράγματα». Μια έκφραση που στα νέα ελληνικά μεταφράζεται ως εξής: όπως δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι ιδιαίτερο για τους καλούς, έτσι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα και για τους κακούς. Το πιο εξωφρενικό, από τα πολλά, ήταν η αναφορά περί… τζάμπα. Ότι δήθεν οι υπηρεσίες που προσφέρονται δωρεάν –τζάμπα ήταν η λέξη που ακούστηκε, αλλά ας το εξευγενίσουμε για να κρατήσουμε το επίπεδο- αυτές είναι και –περίπου- «σ’ όποιον αρέσουμε για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε». Φανταστείτε να μην πλήρωνε κάποιος επί δεκαετίες ασφαλιστικές εισφορές – για να μη μιλήσουμε για όλους τους άλλους φόρους. Ο παραλογισμός της συζήτησης έφτασε, μάλιστα, σε σημείο ο συνεργάτης του διοικητή, ο οποίος ήθελε να εξυπηρετήσει δια της πλαγίας, να προτείνει η 82χρονη κυρία να απευθυνθεί σε κάποια άλλη δημόσια δομή, όπου ενδεχομένως θα υπήρχε –τηλεφωνικό για να μη ξεχνιόμαστε- ραντεβού. Κατά προτίμηση σε κάποιο από τα Κέντρα Υγείας που υπάρχουν στη Θεσσαλονίκη. Φυσικά κανείς δεν μπήκε στον κόπο να αρχίσει να τηλεφωνεί δεξιά και αριστερά για να βρει –αν δικαιούται, πράγμα αμφίβολο- ελεύθερο ραντεβού. Η υπόθεση έκλεισε ή τέλος πάντων θα κλείσει με τη συνδρομή του φαρμακοποιού, ο οποίος θα πιστώσει –Θεέ και κύριε- την ασφαλισμένη, ώστε να πάρει τα φάρμακά της και να προσκομίσει σε δεύτερο χρόνο τη συνταγή. Ή, αν δεν γίνει αυτό, να πληρώσει τα χάπια.

Η καταγραφή αυτή, από την οποία αυτονόητα απουσιάζει το ακριβές ύφος –επομένως και ήθος- της… εξουσίας, είναι απολύτως πραγματική. Υπάρχουν ωτακουστές για να τη βεβαιώσουν. Συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη του 2023, στην Ελλάδα του Μητσοτάκη, του Πιερρακάκη, του Πλεύρη, του Τσίπρα, του Ξανθού και όλων όσοι πέρασαν από θέσεις ευθύνης και κάνουν δηλώσεις για το τι έκαναν, αλλά και για το τι θα κάνουν. Διότι το τι ακριβώς συμβαίνει σε παρόντα χρόνο μάλλον δεν το γνωρίζουν. Είναι αδιανόητο να το ξέρουν και να το δέχονται. Να το υπερασπίζονται και γενικώς να… μιλάνε.

Επί του θέματος, βέβαια, υπάρχουν πολλές απορίες πρακτικού επιπέδου, αλλά θα περιοριστούμε σε μία. Όχι για να υπάρξει απάντηση, διότι είναι μάλλον αδύνατο κάτι τέτοιο, αλλά για να φανεί το μέγεθος του ανορθολογισμού. Ο θρίαμβος της γραφειοκρατίας επί των πάντων, της εξουσίας και της ψηφιακότητας συμπεριλαμβανομένης. Γιατί άραγε στους ασφαλισμένους που έχουν κάποια ηλικία, πάσχουν από χρόνια νοσήματα και λαμβάνουν συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή επί πολλά χρόνια το σύστημα δεν εκδίδει δύο φορές τον χρόνο τις συνταγές τους; Έτσι κι αλλιώς θα τις χρειάζονται μέχρι να αφήσουν την τελευταία τους πνοή, εκτός κι αν κάτι αλλάξει στην αγωγή, οπότε οι ίδιοι θα ενημερώσουν για την τροποποίηση. Η μόνο απάντηση που ενδεχομένως θα μπορούσε να σταθεί αφορά συνολικά τη χρησιμότητα και τον εξουσιαστικό ρόλο της γραφειοκρατίας. Τα… μεροκάματα. Σε όλες τις βαθμίδες της γραφειοκρατίας, μηδέ του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας εξαιρουμένου, εργάζονται άνθρωποι και μάλιστα δημόσιοι υπάλληλοι. Οι οποίοι πληρώνονται, ίσως όχι πλουσιοπάροχα, αλλά τακτικά. Επομένως το μισάωρο του τηλεφωνικού ή φυσικού ραντεβού με τον γιατρό είναι καθορισμένο και δεν αλλάζει. Ακόμη και η απάντηση στο τηλεφώνημα είναι κοστολογημένη. Συμπεριλαμβάνεται στα καθήκοντα. Αν ήταν διαφορετικά –όπως συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις στον δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα- το τηλεφώνημα της κάθε 82χρονης θα παρέμενε αναπάντητο.