Skip to main content

Μονοξείδιο άνθρακα: Ένας ύπουλος δολοφόνος που σκοτώνει περισσότερο από το AIDS

Άρθρο του καθηγητή Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ Άγι Παπαδόπουλου για τις θανατηφόρες επιπτώσεις τoυ άχρωμου, άοσμου και ύπουλου δολοφόνου

Του Άγι Μ. Παπαδόπουλου*

Η πανδημία του κορωνοϊού τους τελευταίους 15 μήνες έχει, και δικαίως, στρέψει την προσοχή μας στην αντιμετώπιση της κρίσης, και έχει καλύψει μία σειρά από προβλήματα και κινδύνους της καθημερινότητας.

Το 2019 πέθαναν από δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα 41,100 άνθρωποι στην Ευρώπη, κυρίως στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Η θνησιμότητα εξαιτίας αυτού του άχρωμου και άοσμου ύπουλου δολοφόνου, ξεπερνά αυτήν του HIV/AIDS, του καρκίνου του δέρματος ή της κατάχρησης οινοπνεύματος, ανερχόμενη σε 2.2 θανάτους ανά 100.000 κατοίκους – και στον αριθμό αυτόν δεν περιλαμβάνονται οι νεκροί από αναθυμιάσεις φωτιάς.

Στη χώρα μας συνήθως γίνονται γνωστά κάποια «εντυπωσιακά» περιστατικά, όπως θάνατοι μελών οικογενειών από μαγκάλια και τζάκια, ή πριν από κάποια χρόνια, από προβληματικά στη συντήρηση και τη λειτουργία συστήματα θέρμανσης ξενοδοχείων στη Θεσσαλονίκη και στην Κέρκυρα. Ωστόσο, οι εν δυνάμει πηγές κινδύνων είναι πολύ περισσότερες: Κακοσυντηρημένες σόμπες πετρελαίου, «διακοσμητικά» τζάκια, οι καπνοδόχοι αυτών των συσκευών όταν είναι λάθος κατασκευσμένες ή δεν καθορίζονται, φορητά θερμαντικά συστήματα θέρμανσης που καίνε υγραέριο ή κηροζίνη χωρίς καμία πιστοποίηση, ο κίνδυνος είναι παντού. Ακόμη και η χρήση «εξωτικών» αρωματικών στικς σε μικρά, κλειστά δωμάτια, μπορεί να εγκυμονεί κινδύνους.

Η σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία 2017/164 προβλέπει ως όρια ασφαλείας τα 20 ppm για οκτάωρη έκθεση στο μονοξείδιο του άνθρακα και τα 100 για ολιγόλεπτη. Αν κανείς αναλογιστεί ότι μία κακοσυντηρημένη σόμπα ή ένα τζάκι με προβληματική καπνοδόχο εκπέμπουν 15 έως 50 ppm, μπορεί εύκολα να αναλογιστεί τον κίνδυνο σε έναν ανεπαρκώς αεριζόμενο χώρο. Αντίθετα, ένας καλοσυντηρημένος καυστήρας εκπέμπει μόλις 1 έως 2 ppm.

Μία ακόμη πηγή κινδύνων είναι οι κλειστοί χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων, ειδικά οι υπόγειοι, όταν δεν διαθέτουν μηχανικό εξαερισμό ή όταν αυτός είναι ανεπαρκής. Στην περίπτωση αυτή μπορούν να μετρηθούν πολύ εύκολα συγκεντρώσεις μονοξειδίου εκατοντάδων ppm, θέτοντας σε κίνδυνο τους επιβαίνοντες στα αυτοκίνητα, αλλά και όσους είναι στους διπλανούς χώρους.

Για όλους αυτούς τους λόγους, είναι απολύτως επιτακτική η χρήση αισθητήρων μονοξειδίου του άνθρακα, πιστοποιημένους σύμφωνα με τα πρότυπα EN 50291-1:2018 ή EN 50292:2013, αναλόγως του χώρου εφαρμογής. Οι αισθητήρες αυτοί χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: Οι τύπου Β, που όταν υπάρχει υπέρβαση του ορίου σημαίνουν συναγερμό, τους οποίους τοποθετούμε για παράδειγμα σε χώρους στάθμευσης, και οι οποίοι ειδοποιούν τους οδηγούς να σβήσουν τους κινητήρες των αυτοκινήτων τους. Οι τύπου Α, που παρέχουν ολοκληρωμένη προστασία, τοποθετούνται κοντά σε καυστήρες και άλλες εστίες καύσης και εκτός από το να σημάνουν συναγερμό, απενεργοποιούν αυτόματα και τις εστίες καύσης.

Στην Ελλάδα είμαστε υπό μία έννοια τυχεροί, επειδή το σύνολο σχεδόν των ατομικών λεβήτων που έχουμε στα σπίτια μας είναι τοποθετημένο στα μπαλκόνια, οπότε ο κίνδυνος πρακτικά μηδενίζεται. Ωστόσο, όταν τοποθετούνται λέβητες στο εσωτερικό παλαιών κτηρίων, σε κλειστούς ή υπόγειους χώρους, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή, και συνιστάται η τοποθέτηση αισθητήρων τύπου Α. Προσοχή απαιτείται και σε κλειστούς χώρους αποθήκευσης ξυλείας ή πέλετς, καθώς είναι μία ‘ζωντανή’ ύλη, που εκπέμπει μονοξείδιο κατά την φυσική ξήρανσή της, σε μικρές μεν ποσότητες, που όμως σε διάρκεια χρόνου αν δεν αερίζεται ο χώρος συσσωρεύονται.

Ευκαιρίας δοθείσης, είναι καλό να επισημάνει κανείς και έναν ‘αστικό μύθο’, ότι δηλαδή οι αισθητήρες πρέπει να τοποθετούνται χαμηλά, κοντά στο δάπεδο, επειδή το μονοξείδιο είναι, υποτίθεται, βαρύτερο του αέρα. Το μονοξείδιο είναι ελαφρώς ελαφρύτερο του αέρα, αναμειγνύεται πολύ εύκολα με αυτόν, διαχέεται μαζί του και γι’ αυτό και είναι τόσο επικίνδυνο. Επομένως, το σωστό ύψος τοποθέτησης των αισθητήρων είναι στο ύψος του κεφαλιού του (όρθιου) ανθρώπου, περίπου στο 1.5 μέτρο.

Τέλος, εξίσου σημαντική είναι η πρόληψη του κινδύνου, κυρίως με τη σωστή συντήρηση των καυστήρων, τον καθαρισμό των καπνοδόχων, τον έλεγχο του συστήματος εξαερισμού και βεβαίως και των ίδιων των αισθητήρων, εφόσον υπάρχουν. Η συμβολή του κατάλληλα εκπαιδευμένου και επιμελούς συντηρητή είναι ανεκτίμητη, τόσο σε θέματα εξοικονόμησης ενέργειας όσο και σε θέματα ασφάλειας. Καθώς τελειώνει η θερμαντική περίοδος, είναι καλό να θυμηθούμε ότι είναι ο κατάλληλος χρόνος για να κάνουμε συντήρηση στο σύστημα θέρμανσής μας και – σε περίπτωση αμφιβολίας – να συμβουλευτούμε έναν ειδικό.

*Ο Άγις Παπαδόπουλος είναι καθηγητής της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ