Skip to main content

Τα Χριστούγεννα φέρνουν χαμόγελα στις αγορές της ελληνικής περιφέρειας

Σε ελληνικές πόλεις όπου το «χριστουγεννιάτικος προορισμός» ακουγόταν ως… ανέκδοτο, τα τελευταία χρόνια επικρατεί το αδιαχώρητο.

Μέχρι πριν από 10 – 15 χρόνια, δηλαδή μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000 –ενδεχομένως μέχρι το ολυμπιακό έτος 2004- τα Χριστούγεννα στις ελληνικές πόλεις ήταν απλώς… Χριστούγεννα. Οι δήμοι περιορίζονταν σε κάποιους εορταστικούς φωτισμούς, ένα δέντρο ή ένα καράβι στην κεντρική πλατεία και μια φάτνη με τον Ιησού βρέφος και τους τρεις Μάγους με τα δώρα.

Μέχρι τότε η αγορά έπαιρνε ιδιαίτερο χρώμα από τις πρωτοβουλίες των εμπορικών καταστημάτων, που διακοσμούσαν και φώτιζαν εορταστικά τις βιτρίνες τους, ώστε οι καταναλωτές να μπουν στο πνεύμα των εορτών και να… ξοδέψουν. Το θέμα συνδέεται κάπως και με τα θρησκευτικά, υπό την έννοια ότι για την ορθόδοξη παράδοση τα Χριστούγεννα είναι μια μεγάλη γιορτή, αλλά όχι με το συμβολικό βάρος της Ανάστασης του Κυρίου, μετά τα Πάθη της Μεγάλης Εβδομάδας και τη Σταύρωση.

Σήμερα η εικόνα είναι τελείως διαφορετική. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις στολίζονται έντονα και με επιμέλεια την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων, στα πρότυπα των μεγάλων και μικρότερων πόλεων της Ευρώπης και της Αμερικής. Ένα δέντρο στην πλατεία και μια φάτνη δεν αρκούν. Πέρα από τον έντονο φωτισμό που χαρακτηρίζει την αισιοδοξία των Χριστουγέννων, στους κοινόχρηστους χώρους αναπτύσσονται ειδικά παιχνίδια για την εποχή, με δημοφιλέστερα τα παγοδρόμια και τα καρουζέλ, ενώ πυκνές είναι οι δράσεις για τα παιδιά στα διάφορα «σπιτάκια του Άη Βασίλη». Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, δήμοι επένδυσαν πολλά στη χριστουγεννιάτικη περίοδο για να τονώσουν την εξωστρέφεια και να αυξήσουν την επισκεψιμότητά τους και κέρδισαν το στοίχημα. Έτσι μπήκαν στον τουριστικό χάρτη πόλεις, που μέχρι πριν από λίγα χρόνια αποτελούσαν «τρύπα» στη συγκεκριμένη γεωγραφία.

Για τη Βόρεια και την Κεντρική Ελλάδα, που μέχρι πρότινος είχαν χειμερινό τουρισμό μόνο στα χιονοδρομικά κέντρα, χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις της Δράμας με την «Ονειρούπολη», των Τρικάλων με τον «Μύλο των Ξωτικών» και της Λάρισας με το «Πάρκο των Ευχών». Στις τρεις αυτές πόλεις, όπου το «χριστουγεννιάτικος προορισμός» ακουγόταν ως… ανέκδοτο, τα τελευταία χρόνια επικρατεί το αδιαχώρητο. Όχι μόνο τις λίγες συγκεκριμένες ημέρες των εορτών, αλλά και τα σαββατοκύριακα και τα τριήμερα του Δεκεμβρίου που προηγούνται. Τα ξενοδοχεία έχουν πληρότητα 100%, ο κόσμος κυκλοφορεί και γιορτάζει στους δρόμους, τα παιδιά χαίρονται και η αγορά «ζεσταίνεται» με χρήμα που έρχεται απ’ έξω. Τα τρία αυτά παραδείγματα αποτελούν την καλύτερη απόδειξη ότι ακόμη και σε περιοχές που το φυσικό κάλος, η ιστορία και τα μνημεία δεν αρκούν για την προσέλκυση επισκεπτών, οι παρεμβάσεις του ανθρώπου κάνουν θαύματα. Μια λογική που στο μεγαλομέγεθος της έχει αξιοποιηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής –το Λας Βέγκας και η Ντίσνεϊλαντ αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα κατασκευών στην έρημο, που προσελκύουν εκατομμύρια επισκεπτών. Φυσικά η Ελλάδα δεν είναι Αμερική, ούτε χρειάζεται Λας Βέγκας. Χρειάζεται, όμως, πρωτοβουλίες για τα Χριστούγεννα και ενδεχομένως άλλες εποχές του χρόνου. Κινήσεις που θα αποτελέσουν την αφορμή για προβολή κι επομένως για αύξηση της επισκεψιμότητας σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Για παράδειγμα στη Λάρισα θα διοργανωθεί το 2019 η 2η ανανεωμένη Agrothessaly -12η συνολικά- που διοργανώνεται τις χρονιές που από τον προγραμματισμό της ΔΕΘ – Helexpo απουσιάζει η μεγάλη αγροτική έκθεση Agrotica, η οποία λειτουργεί στη Θεσσαλονίκη κάθε δύο χρόνια. Όπως αποδείχθηκε το 2017, έτος της 1ης ανανεωμένης Agrothessaly- το άνοιγμα της Λάρισας έπιασε τόπο, αφού τετραπλασιάστηκαν οι εκθέτες και πολλαπλασιάστηκαν οι επισκέπτες. Αυτό σημαίνει ότι η περιοχή έρχεται στο προσκήνιο, στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, για τα αγροτικά θέματα που αποτελούν το σημαντικότερο οικονομικό και αναπτυξιακό πλεονέκτημα της και ταυτόχρονα έρευσε «εισαγόμενο» χρήμα στην αγορά.

Η εορταστική περίοδος των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς για τη Θεσσαλονίκη ως τουριστικό προορισμό αποτελεί πονεμένη ιστορία. Όπως συμβαίνει γενικότερα στα τουριστικά θέματα δεν υπάρχει οργανωμένη και συντονισμένη προσπάθεια, καθώς για το μέγεθος του πολεοδομικού συγκροτήματος ούτε ο κεντρικό δήμος, ούτε η Περιφέρεια, ούτε οι άλλοι δήμοι μπορούν από μόνοι τους. Φυσικά η Θεσσαλονίκη στο συγκεκριμένο πεδίο της εξωστρέφειας δεν είναι ούτε ούτε Τρίκαλα, ούτε Δράμα, ούτε Λάρισα. Η ιστορία και η γεωγραφία έχουν φροντίσει ώστε να αποτελεί πόλο έλξης, τουλάχιστον για τους βαλκάνιους γείτονες. Τα προηγούμενα χρόνια κάποιες προσπάθειες ενισχυμένου φωτισμού και διάκοσμου στο κέντρο έγιναν –άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη επιτυχία- και υπήρξε αναγνώριση. Κατ’ αρχήν από τον εμπορικό κόσμο που είδε τα πεζοδρόμια να γεμίζουν ασφυκτικά κατ’ αρχήν από τους ίδιους τους Θεσσαλονικείς, αλλά και από επισκέπτες. Φέτος, κάτι η αποχώρηση Μπουτάρη από το προσκήνιο –είναι γνωστό ότι ο σημερινός δήμαρχος δεν τα πάει πολύ καλά με τα Χριστούγεννα-, κάτι οι κλασικές καθυστερήσεις στην έναρξη των προετοιμασιών, κάτι η οικονομική δυσπραγία του δήμου και σίγουρα η επαναλαμβανόμενη έλλειψη συνεργασίας έχουν ένα συμβατικό αποτέλεσμα.

Μόνο ο Αστερόκοσμος εντός της ΔΕΘ υπόσχεται κάτι παραπάνω. Ευτυχώς αυτά τα πακετάκια και οι ομπρελίτσες που προμηθεύτηκε ο δήμος τα προηγούμενα χρόνια και είναι κρεμασμένα πάνω από τους κεντρικούς δρόμους, αντέχουν αισθητικά και δίνουν ένα εορταστικό χρώμα. Κρίμα πάντως, διότι όλοι συμφωνούν ότι λόγω της αίσθησης που δημιουργούν οι κλιματολογικές συνθήκες και το αστικό της τοπίο –στη Θεσσαλονίκη ταιριάζει πολύ περισσότερο το φθινόπωρο και ο χειμώνας και σχεδόν καθόλου το καλοκαίρι- η εορταστική περίοδος των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς προσφέρεται για ένα μεγάλο, πολυήμερο και πολυάνθρωπο κοινωνικό γεγονός.