Skip to main content

Το χριστουγεννιάτικο θαύμα του Μύλου των Ξωτικών και η πρόκληση για τη Θεσσαλονίκη

Ο «Μύλος των ξωτικών» εκτιμάται ότι θα κόψει φέτος 1.4 εκατομμύρια εισιτήρια! Αλλά η Θεσσαλονίκη δεν είναι ούτε Τρίκαλα ούτε Δράμα...

Του Γιώργου Δώρα

Κατά τον δήμαρχο Τρικκαίων και πρόεδρο της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος Δημήτρη Παπαστεργίου, ο οποίος θεωρείται από πολλούς το διαμάντι στο στέμμα της τοπικής αυτοδιοίκησης στη χώρα μας, είναι δείγμα ευφυίας για έναν δήμαρχο να ενδιαφέρεται για την οικονομική ανάπτυξη της πόλης του. Προφανώς ο κ. Παπαστεργίου εννοεί ότι οι παραδοσιακές δραστηριότητες των δήμων (απορρίμματα, παιδικές χαρές, κοιμητήρια, δημοτικός φωτισμός κλπ.) δεν αρκούν για να βοηθήσουν στην καθημερινότητα μιας κοινότητας, που μαστίζεται από οικονομικά προβλήματα και ανεργία. Εξίσου προφανώς, ο κ. Παπαστεργίου υπονοεί ότι κάθε οικονομικό σύστημα πρέπει να εξαντλεί τις δυνατότητές του, ενώ όσο περισσότερες πηγές πλούτου δημιουργούνται τόσο καλύτερα εξελίσσονται τα πράγματα.

Όλα αυτά ο κ. Παπαστεργίου τα επισημαίνει με εφαλτήριο το απόλυτα πετυχημένο χριστουγεννιάτικο χάπενινγκ «Ο Mύλος των ξωτικών», που από το 2014 λανσάρει ο δήμος Τρικκαίων, με αποτέλεσμα τα Τρίκαλα να έχουν εξελιχθεί σε επιτυχημένο τουριστικό προορισμό για την εορταστική περίοδο. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: Το 2014 ο «Μύλος των ξωτικών» έκοψε 300.000 εισιτήρια, το 2015 έφτασε τις 700.000 εισιτήρια και φέτος –πρώτη χρονιά μετά την πανδημία- εκτιμάται ότι θα κοπούν 1,4 εκατ. εισιτήρια εισόδου, περί το 20% περισσότερα από το 2019. Μόνο το περασμένο Σαββατοκύριακο 3 και 4 Δεκεμβρίου, το πρώτο της φετινής λειτουργίας του «Μύλου», στα Τρίκαλα έφτασαν 550 τουριστικά λεωφορεία, το 20% των οποίων προέρχονταν από τις γειτονικές βαλκανικές χώρες. Όσο για το κόστος της φετινής διοργάνωσης, που μετά από δύο ημιθανή χρόνια λόγω πανδημίας, είναι πλήρως ανανεωμένη διαμορφώθηκε στις 800.000 ευρώ. Καθόλου άσχημα, αν κρίνει κανείς από το αποτέλεσμα.

Η περίπτωση των Τρικάλων με το «Μύλο των ξωτικών» δεν είναι η μοναδική. Υπάρχουν κι άλλες δράσεις, τα Χριστούγεννα και άλλες περιόδους, που έχουν ως στόχο να τονωθεί η επισκεψιμότητα σε διάφορες περιφερειακές περιοχές της χώρας. Για παράδειγμα η «Ονειρούπολη» στη Δράμα, επίσης τα Χριστούγεννα, και τα διάφορά μουσικά και θεατρικά φεστιβάλ, που γίνονται κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες από το Νεστώριο στην Καστοριά και τους Φιλίππους στην Καβάλα, μέχρι την Επίδαυρο και τα νησιά του Αιγαίου. Όλα αυτά τονώνουν τις τοπικές οικονομίες και αποτελούν χειροπιαστά παραδείγματα για το πως μια καλή ιδέα μπορεί να καταλήξει στην πράξη με εξαιρετικά και μετρήσιμα αποτελέσματα. Θα ήταν, όμως, άδικο για την πραγματικότητα αυτών των καταστάσεων, εάν δεν συνυπολόγιζε κανείς τον παράγοντα του μεγέθους των τόπων και των οικονομιών, στις οποίες αυτές οι πρωτοβουλίες έχουν αισθητό αποτέλεσμα. Τα Τρίκαλα είναι μια πόλη 78.000 κατοίκων και είναι σαφές ότι η… επιδρομή 550 λεωφορείων με τουρίστες σε ένα σαββατοκύριακο είναι τρομακτικά μεγάλο νούμερο. Ακόμη και αν το μετρήσουμε σε επίπεδο νομού Τρικάλων (πληθυσμός 122.000) και περιφέρειας Θεσσαλίας (688.000 κάτοικοι), όπου επίσης υπάρχει όφελος από την αυξημένη επισκεψιμότητα, οι αριθμοί είναι μεγάλοι. Το συγκεκριμένο στοιχείο γίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακό με δεδομένη την εποχή που εξελίσσεται το χάπενινγκ. Αφενός επειδή το χειμώνα οι μετακινήσεις είναι πιο δύσκολες και αφετέρου γιατί στη συγκεκριμένη περιοχή τους χειμερινούς υπάρχει σχετική… ησυχία. Το σημείο – κλειδί, που αργά ή γρήγορα θα κληθούν να διαχειριστούν οι υπεύθυνοι του «Μύλου» και των άλλων αντίστοιχων πρωτοβουλιών, είναι η διαρκής ανάγκη της ανανέωσης, ώστε το ενδιαφέρον του κόσμου να παραμένει ζεστό. Κάτι που δεν είναι αυτονόητο, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες δεν αβαντάρουν ούτε η ιστορία, ούτε η γεωγραφία.

Στη Θεσσαλονίκη, τα τελευταία χρόνια, είναι αλήθεια ότι η διοίκηση Ζέρβα έχει κάνει σοβαρές προσπάθειες με τον χριστουγεννιάτικο στολισμό της πόλης και ειδικά η εικόνα της Αριστοτέλους την εορταστική περίοδο είναι πράγματι εντυπωσιακή. Ωστόσο αυτό προφανώς δεν είναι αρκετό για τον τουρισμό μίας πόλης άνω του ενός εκατομμυρίου που δεν είναι ούτε Τρίκαλα ούτε Δράμα.

Στην πραγματικότητα, η ιστορία και η γεωγραφία σηκώνουν διαχρονικά το μεγάλο βάρος της επισκεψιμότητας στην πόλη για το σύνολο της χρονιάς. Και αυτό γιατί στη Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη περιοχή δεν υπάρχει κάτι πραγματικά οργανωμένο που να είναι αστραφτερό και να προσελκύει κόσμο –με εξαίρεση την Διεθνή Έκθεση του Σεπτεμβρίου, που, όμως, έχει άλλο πρωταρχικό στόχο.

Ίσως, μάλιστα, δεν θα έπρεπε να υπάρχει, εάν θέλουμε να βλέπουμε τη Θεσσαλονίκη ως μεγάλη πόλη, με αντικειμενικά και διαχρονικά πλεονεκτήματα, που προέρχονται από την ιστορική της διαδρομή και τη γεωγραφική της θέση. Έχει, επίσης, το παραθαλάσσιο μέτωπο, τη μεγάλη αγορά, τη διασκέδαση, την χαλαρή καθημερινότητα, τα μνημεία, τα μουσεία, το λιμάνι, το αεροδρόμιο.

Στα μεγάλα –από πολλές απόψεις- μεγέθη τα πράγματα λειτουργούν, συντονίζονται και ανανεώνονται σε μια φυσική διαδικασία, πρωτίστως για να εξυπηρετήσουν το εσωτερικό σύστημα. Την τοπική κοινωνία, πελατεία και οικονομία. Κι επειδή στη Θεσσαλονίκη το τελικό αποτέλεσμα των παρεμβάσεων απευθύνεται σε πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους – καταναλωτές υπάρχει εξέλιξη, που μπορεί να συγκινήσει και κάποιους που έρχονται από μακριά. Το πρόβλημα είναι ότι πέραν της ιστορίας και της γεωγραφίας, που δεν χρειάζονται ούτε μάρκετινγκ, ούτε προβολή, τα υπόλοιπα δεδομένα της Θεσσαλονίκης πορεύονται τουριστικά χωρίς το απαραίτητο μάνατζμεντ για την εξωστρέφεια τους. Στην ουσία η ίδια η Θεσσαλονίκη αρμενίζει αμέριμνη, αναλόγως του κατά που φυσούν οι άνεμοι. Γι’ αυτό ορισμένες φορές έτυχε να βρεθεί πάνω στο κύμα και τις περισσότερες να πλέει σε ρηχά νερά. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο παράδειγμα:  Πριν από λίγα χρόνια –ελάχιστο διάστημα πριν ξεσπάσει η πανδημία του κορωνοϊού- μεγαλοπαράγων της διεθνούς αγοράς κρουαζιέρας βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη με έναν στενό του συνεργάτη, πρώην καπετάνιο. Και οι δύο εξεπλάγησαν –πέραν όλων των άλλων δεδομένων της πόλης- από το γεγονός ότι το λιμάνι της Θεσσαλονίκης βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, το οποίο μπορούν να προσεγγίσουν οι επιβάτες των κρουαζιερόπλοιων με τα πόδια. Από τον επιβατικό σταθμό σε 5 – 10 λεπτά κάποιος μπορεί να βρεθεί στην Τσιμισκή, στην Αριστοτέλους, στον Λευκό Πύργο, στα μουσεία, στη Διεθνή Έκθεση, παντού. Αυτοί οι άνθρωποι, που έχουν ως επαγγελματικό αντικείμενο να «ακτινογραφούν» τις παραθαλάσσιες πόλεις ως δυνητικούς σταθμούς για τα κρουαζιερόπλοια, δεν είχαν ποτέ οποιαδήποτε έγκυρη και αξιόπιστη ενημέρωση από ελληνική –πολύ περισσότερο τοπική- πηγή για την πόλη. Κι ας κάνουν μια δουλειά που ενδιαφέρει πολύ τη Θεσσαλονίκη. Αν άνθρωποι με αυτές τις ιδιότητες ζουν στην άγνοια για τη Θεσσαλονίκη, φανταστείτε τι συμβαίνει με τους απλούς πολίτες, οι οποίοι κάπου στην Κεντρική Ευρώπη ή και μακρύτερα σχεδιάζουν κάποια εκδρομή.