Skip to main content

Το μεγάλο λάθος που οδήγησε σε μια χειρότερη συμφωνία

Πολλά από τα αρνητικά σημεία της συμφωνίας θα είχαν αποφευχθεί εάν η κυβέρνηση ακολουθούσε την οδό του πολιτικού ορθολογισμού.

Τώρα που τελείωσαν όλα ή, κατά μια άλλη εκδοχή, τώρα που αρχίζουν όλα, μετά την κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών από την ελληνική Βουλή, είναι ίσως χρήσιμο να δούμε τα σφάλματα τα οποία έγιναν σε όλη αυτή τη διαδρομή από την έναρξη του τελευταίου κύκλου διαπραγματεύσεων μεταξύ Αθηνών και Σκοπίων, έως και τη χθεσινή ψηφοφορία. Και να αναλογιστούμε πόσο διαφορετικές θα ήταν οι εξελίξεις, αλλά και αυτή καθ’ αυτή η συμφωνία, εάν η κυβέρνηση πρωτίστως, καθώς και η αντιπολίτευση, ακολουθούσαν διαφορετική τακτική σε ένα σημαντικό (αν και όχι μείζων) εθνικό θέμα.

Δεν θέλω να υπεισέλθω στο περιεχόμενο της συμφωνίας∙ έχουν ειπωθεί και έχουν γραφτεί τόσα πολλά γι’ αυτήν. Πλέον, τη συμφωνία θα την κρίνει η Ιστορία. Εάν αντέξει στον χρόνο, εάν συμβάλλει στη βελτίωση των σχέσεων των δύο χωρών και λειτουργήσει καταλυτικά όσον αφορά τη σταθερότητα της περιοχής, θα αποδειχθεί επωφελής. Σε διαφορετική περίπτωση θα σημαίνει ότι οι παθογένειες που εμπεριέχονται στο εσωτερικό της καθώς και τα πολλά ανοιχτά ζητήματα τα οποία αφήνει, είναι τέτοια που θα την οδηγήσουν σε αυτοακύρωση.

Όμως, πολλά από τα αρνητικά σημεία της συμφωνίας θα είχαν αποφευχθεί εάν η κυβέρνηση ακολουθούσε την οδό του πολιτικού ορθολογισμού που επιβάλλεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Παράλληλα, εκτός από την επίτευξη μιας επωφελέστερης, για την Ελλάδα, συμφωνίας, θα περιόριζε στο ελάχιστο και το κλίμα διχασμού το οποίο επανήλθε στην εσωτερική πολιτική ζωή κατά τον τελευταία χρόνο.

Η κυβέρνηση έπρεπε εξ αρχής να επιδιώξει συνεννόηση με την αντιπολίτευση. Να ενημέρωνε τους πολιτικούς αρχηγούς για τις προθέσεις της και να τους ζητούσε ιδέες και προτάσεις σε μια προσπάθεια χάραξης εθνικής στρατηγικής. Ταυτόχρονα, θα έπρεπε να βάλει στο παιχνίδι τους πρώην πρωθυπουργούς, τουλάχιστον όσους εργάστηκαν στην κατεύθυνση επίτευξης συμφωνίας (Σημίτης, Καραμανλής, Παπανδρέου), τους πρώην υπουργούς Εξωτερικών οι οποίοι χειρίστηκαν επί 25ετια το εθνικό θέμα, αλλά και να αξιοποιήσει το διπλωματικό και επιστημονικό κεφάλαιο της χώρας ώστε η τελική εθνική γραμμή να έχει τη μέγιστη δυνατή εγκυρότητα και τεκμηρίωση.

Εάν συνέβαιναν όλα αυτά είναι βέβαιο πως η Αθήνα θα προσερχόταν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης με περισσότερα όπλα στη φαρέτρα της. Θα υπήρχαν σαφείς κόκκινες εθνικές γραμμές και μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ έναντι της γείτονος η οποία ήταν περισσότερο ευάλωτη και κυρίως, ήταν εκείνη που πρωτίστως καιγόταν για την επίτευξη συμφωνίας. Το πιθανότερο, σε μια τέτοια περίπτωση, θα ήταν, Αθήνα και Σκόπια να κατέληγαν σε μια συμφωνία επί των βασικών και μόνον ζητημάτων (π.χ. σύνθετη ονομασία και erga omnes), ικανή όμως, να λύσει το πρόβλημα, ώστε και οι σχέσεις των δύο χωρών να εξομαλυνθούν, αλλά και η πΓΔΜ να επιτύχει τον πολυπόθητο γι’ αυτήν στόχο, εισδοχής στο ΝΑΤΟ. Όλα, δε, τα υπόλοιπα ζητήματα (γλώσσα, ιθαγένεια κ.λπ.) τα οποία προκάλεσαν τις σφοδρές αντιπαραθέσεις μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης θα μπορούσαν να λυθούν στη διάρκεια της μακράς πορείας εισόδου της πΓΔΜ στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όμως, ο πρωθυπουργός επέλεξε να εργαλειοποιήσει το εθνικό θέμα και να το εντάξει στο εσωτερικό μικροκομματικό πολιτικό παιχνίδι. Πίστεψε ότι θα διχάσει τη Νέα Δημοκρατία, αλλά τελικά δίχασε τον κυβερνητικό εταίρο του, ενώ διέλυσε το Ποτάμι και προκάλεσε σοβαρούς τριγμούς στο Κίνημα Αλλαγής. Η τακτική αυτή, ενεργοποίησε το ένστικτο αυτοσυντήρησης της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οδηγώντας την σε συντηρητικότερες θέσεις, εξαναγκάζοντάς την να εγκαταλείψει ακόμη και τη γραμμή του Βουκουρεστίου.

Στο τέλος της ημέρας εκείνο που απομένει είναι μια συμφωνία με πολλά περισσότερα αρνητικά σημεία τα οποία σε αντίθετη περίπτωση θα μπορούσαν να εξαλειφθούν ή να περιοριστούν. Ταυτόχρονα, διαιωνίζεται και το κλίμα ακραίας πόλωσης, όπως είχε επανακάμψει στη χώρα κατά τα πρώτα μνημονιακά χρόνια, το οποίο μπορεί να εξυπηρετεί πολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ, εκκολάπτει όμως συγχρόνως και το «αβγό του φιδιού» το οποίο είχε περιέλθει προσωρινά σε χειμερία νάρκη και τώρα επανακάμπτει απειλητικότερο.