Skip to main content

Το βλέμμα καρφωμένο στα ποσοστά των κομμάτων και η άκρη του ματιού στο ποσοστό της αποχής

Ο πιο ευμετάβλητος παράγοντας των εκλογών της Κυριακής, που θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το πολιτικό σκηνικό από τη Δευτέρα είναι το ποσοστό συμμετοχής – αποχής

Δεύτερες εκλογές σε ένα μήνα, εν μέσω καλοκαιριού και η ανησυχία εστιάζεται κυρίως στο ποσοστό της συμμετοχής ή της αποχής των ψηφοφόρων. Δημοσκοπικά μπορεί να έχουμε μια εικόνα για το τι θα γεννήσει η κάλπη, οπότε το ενδιαφέρον κυρίως στρέφεται στον παράγοντα, που μπορεί και να αλλάξει αυτή την εικόνα.

Πράγματι, το ποσοστό της αποχής μπορεί να καθορίσει πολλές παραμέτρους στο εκλογικό αποτέλεσμα. Από την αυτοδυναμία και την ισχύ της επόμενης κυβέρνησης, μέχρι τον αριθμό των κομμάτων που θα εκπροσωπηθούν στη νέα Βουλή, αλλά και τους συσχετισμούς στην αντιπολίτευση. Πρωτίστως θα καθορίσει εάν θα πάμε και σε τρίτη εκλογική αναμέτρηση στα τέλη Ιουλίου ή στις αρχές του Αυγούστου.

Τη συγκεκριμένη προοπτική έβαλε στο τραπέζι ο νικητής των εκλογών του Μαΐου, Κυριάκος Μητσοτάκης, λέγοντας το αυτονόητο. Ότι εφόσον δεν προκύψει αυτοδυναμία και δεδομένα δεν υπάρχει ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας, η χώρα θα οδηγηθεί νομοτελειακά και σε τρίτες εκλογές σε ένα μήνα.

Πάντα με βάση τις δημοσκοπήσεις και με το αποτέλεσμα των εκλογών του Μαΐου, αυτή η προοπτική είναι απομακρυσμένη, αλλά κανένας δεν μπορεί να την αποκλείσει, ούτε είναι ένα ενδεχόμενο, το οποίο εξετάζεται μόνον θεωρητικά. Πρακτικά υφίσταται και μάλιστα δεν είναι και τόσο πολύ δύσκολο να μας προκύψει το βράδυ της Κυριακής.

Ένα σενάριο είναι η αποχή να διαμορφώσει εννεακομματική Βουλή, με το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων να είναι πολύ μικρό και το ποσοστό που απαιτείται για αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος να μην επιτευχθεί.

Πολλές μεταβλητές μαζεμένες σε ένα τέτοιο σενάριο, αλλά δεν είναι αδύνατο να προκύψουν. Θα δώσω ένα παράδειγμα, που όπως φαίνεται μπορεί να το διαμορφώσει κυρίως η αυξημένη αποχή. Κι αυτό επειδή αλλαγή της στάσης του εκλογικού σώματος μέσα σε ένα μήνα ως προς τα γενικά χαρακτηριστικά της ψήφου είναι σχεδόν παράλογο να συμβεί. Παράλογο επειδή στον ένα μήνα που μεσολάβησε από τις 21 Μαΐου δεν έγινε κάτι φοβερό και τρομερό, προκειμένου να αλλάξει η επιλογή της πλειοψηφίας των πολιτών στις κάλπες.

Τα κόμματα απέφυγαν τα λάθη, προσπάθησαν να συσπειρώσουν τον κόσμο που τα ψήφισε στις προηγούμενες εκλογές και να πείσουν λίγους περισσότερους να τα επιλέξουν αντί άλλων στις κάλπες του Ιουνίου.

Το όχι απίθανο σενάριο λοιπόν λέει ότι το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων τον Μάιο ήταν στο 16%. Αν διατηρηθεί σε τέτοιο επίπεδο ξανά, τότε η Νέα Δημοκρατία θα επιτύχει άνετα την αυτοδυναμία, ακόμη κι αν χάσει δυο και τρεις ποσοστιαίες μονάδες. Κάτι που δημοσκοπικά δεν φαίνεται, οπότε και η «ασφαλής κοινοβουλευτική πλειοψηφία», που θέλει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, θα επιτευχθεί.

Τι γίνεται όμως εάν τέσσερα κόμματα πιάσουν το όριο του 3% και προστεθούν στα πέντε που είχαν περάσει αυτό το όριο τον Μάιο; Νέα Δημοκρατία, ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, ΚΚΕ είναι με βεβαιότητα στην επόμενη Βουλή. Από εκεί και κάτω Ελληνική Λύση, Νίκη, Πλεύση Ελευθερίας, Σπαρτιάτες και ΜέΡΑ25 κινούνται δημοσκοπικά κοντά στο όριο του 3%. Η Ελληνική Λύση το είχε ξεπεράσει κατά περίπου μιάμιση μονάδα στις κάλπες του Μαΐου. Εάν συνεπώς το καταφέρουν και τα άλλα τέσσερα κόμματα αυτή την Κυριακή, τότε το ποσοστό που θα μείνει εκτός Βουλής μπορεί να πέσει ακόμη και στο 4%. Αυτό σημαίνει ότι για να πιάσει την αυτοδυναμία η ΝΔ ως πρώτο κόμμα θα χρειαστεί ποσοστό πάνω από 39%. Δεν συζητώ για την ευρεία πλειοψηφία, η οποία θα απαιτήσει ακόμη μεγαλύτερη αύξηση του ποσοστού της (από 40,79% στο 41,5% και πάνω).

Γίνεται συνεπώς αντιληπτό πόσο σημαντικό είναι για όλους το εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής και ειδικά η συμμετοχή ή η αποχή, που μπορούν να επανακαθορίσουν όλα τα ρευστά στοιχεία της εκλογικής μάχης. Η σημασία δεν αφορά μόνο στο κόμμα, το οποίο έχει προοπτική να κυβερνήσει, αλλά και στα κόμματα που παλεύουν για την είσοδό τους στο Κοινοβούλιο, όπως και για την «δεδομένη» αντιπολίτευση.

Για να το απλοποιήσω:

-Δυο μονάδες να χάσει η ΝΔ και να μπουν εννέα κόμματα στη Βουλή αυτοδυναμία τέλος ή έστω κυβερνητική πλειοψηφία εύθραυστη.

-Πέντε κόμματα επίσης είναι με το ένα πόδι μέσα στη Βουλή, με το άλλο έξω από τη Βουλή.

-Και οι όποιες αλλαγές προκύψουν στα ποσοστά των άλλων δυο κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής) θα διαμορφώσουν όχι απλώς το μέλλον της αντιπολίτευσης, αλλά το μέλλον της κεντροαριστεράς στη χώρα. Κι εδώ επικαλούμενος τα δημοσκοπικά ευρήματα μπορώ να διακρίνω την ειδοποιό διαφορά μεταξύ των πιθανών ποσοστιαίων συσχετισμών των δυο κομμάτων. Για παράδειγμα άλλο είναι να προκύψει εκ νέου η διαφορά των 8,5 μονάδων του Μαΐου, άλλο να αυξηθεί, άλλο να μειωθεί ακόμη και στις τρεις (και λιγότερες) μονάδες.

-Ακόμη και το ΚΚΕ έχει ενδιαφέρον για το εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής, καθώς μπορεί είτε να ισχυροποιηθεί περαιτέρω, είτε να αποδυναμωθεί, με τα πολιτικά μηνύματα να είναι δυναμικά και στο κόμμα και στην κοινωνία.

Σε κάθε περίπτωση ο καθοριστικός παράγοντας που θα διαμορφώσει όλα αυτά στις εκλογές του Ιουνίου είναι το ποσοστό συμμετοχής ή αποχής των ψηφοφόρων. Είναι ο πιο ευμετάβλητος παράγοντας από όλους τους άλλους. Κι αυτό επειδή καθένα από τα κόμματα ιδανικά θα ήθελε να ψηφίσουν όλοι όσοι επιλέγουν το δικό του ψηφοδέλτιο και συνάμα να απέχουν ψηφοφόροι των άλλων κομμάτων.

Μόνο που η αποχή για κάποιους θα αποδειχθεί ευλογία και για άλλους κατάρα. Ποιους; Δεν μπορεί να το απαντήσει σήμερα κανείς. Μόνον η κάλπη. Έτσι, όσοι έχουν επιτυχές αποτέλεσμα από τις προηγούμενες εκλογές επιθυμούν αυξημένη συμμετοχή, επενδύοντας στο γεγονός ότι δεν μεταβάλλεται εύκολα η απόφαση ενός ψηφοφόρου μέσα σε ένα μήνα. Οι υπόλοιποι θα ήθελαν ιδανικά έναν συνδυασμό αλλαγής στάσης κάποιων ψηφοφόρων και μείωση της συμμετοχής ή χαλαρή ψήφο από όσους ήδη συμμετείχαν στις εκλογές του προηγούμενου μήνα. Οι προσδοκίες όμως και τα «θέλω» δεν συμβαδίζουν πάντα με την πραγματικότητα.

Το βράδυ της Κυριακής συνεπώς το βλέμμα θα είναι καρφωμένο στα αποτελέσματα και τα ποσοστά των κομμάτων, αλλά η άκρη του ματιού θα πρέπει να κοιτάζει και στο κρίσιμο ποσοστό της συμμετοχής – αποχής.