Skip to main content

Γιατί αναβάθμισε την Ελλάδα η S&P – Πώς μπήκε το χρέος σε τροχιά μείωσης

H S&P περιμένει ότι η Αθήνα θα επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον 1,2% του ΑΕΠ φέτος, υπερβαίνοντας τον στόχο του 0,7%

Η σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή, που με τη βοήθεια της πολύ γρήγορης οικονομικής ανάκαμψης επέτρεψε στην Αθήνα να ξεπεράσει τους στόχους του προϋπολογισμού, παρά την απότομη αύξηση των μέτρων στήριξης, είναι σύμφωνα με τους αναλυτές της S&P ο λόγος πίσω από την αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα (ΒΒΒ- με σταθερές προοπτικές).

Διαβάστε - Standard & Poor’s: Aναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας σε «BBB-» - Περνά την πύλη της επενδυτικής βαθμίδας

H S&P περιμένει ότι η Αθήνα θα επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον 1,2% του ΑΕΠ φέτος, υπερβαίνοντας τον στόχο του 0,7%, ακόμη και μετά το δημοσιονομικό κόστος που σχετίζεται με τις πρόσφατες πυρκαγιές και τις πλημμύρες. Επιπλέον, προβλέπει μέσο πρωτογενές πλεόνασμα 2,3% του ΑΕΠ για την περίοδο 2024-2026. Σημειώνει, πάντως, ότι οι πολιτικές πιέσεις θα  μπορούσαν να περιπλέξουν την ικανότητα της κυβέρνησης να διατηρεί μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα, και αυτό θα μπορούσε να επιβραδύνει την πρόοδο στη μείωση του χρέους προς το 2026 και μετά.

Η υπεραπόδοση του προϋπολογισμού

Όπως σημειώνουν οι αναλυτές, η υπεραπόδοση των εσόδων είναι το βασικό στοιχείο πίσω από την βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης, με τον οίκο να κάνει αναφορά στην στροφή προς την ψηφιοποίηση, με στόχο την βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης. Έτσι, επισημαίνεται ότι το κενό του ΦΠΑ (η διαφορά μεταξύ των εκτιμώμενων εισπράξεων ΦΠΑ και των πραγματικών εσόδων ΦΠΑ, που δείχνει τον βαθμό φορολογικής συμμόρφωσης) έχει μειωθεί, αν και παραμένει χειρότερο σε σχέση με άλλες χώρες της ίδιας κατηγορίας. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει κάποιο περιθώριο για περαιτέρω αύξηση των εσόδων, αν και ο λόγος των συνολικών κρατικών εσόδων προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι από τους υψηλότερους μεταξύ των χωρών που αξιολογεί η S&P. «Αν και αυτό υποδηλώνει ότι μπορεί να υπάρξει πολιτική πίεση για μείωση των φόρων, αναμένουμε ότι το ποσοστό των κρατικών εσόδων ως προς το ΑΕΠ θα μειωθεί σταδιακά καθώς το ΑΕΠ συνεχίζει να ανακάμπτει στα προ της κρίσης χρέους επίπεδα», σημειώνουν οι αναλυτές.

Όπως επισημαίνει η S&P, ένα μεγάλο μέρος της δημοσιονομικής προσαρμογής είναι αποτέλεσμα προηγούμενων μέτρων, όπως η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού του 2016, κάτι που σημαίνει ότι ακόμα και εάν δεν υπάρξει αλλαγή των πολιτικών, η δημοσιονομική τροχιά της Ελλάδας θα συνεχίσει να βελτιώνεται. «Υπό αυτή την έννοια, η κυβέρνηση φαίνεται να έχει περιθώρια ενώ εξακολουθήσει να επιτυγχάνει τους δημοσιονομικούς στόχους για να συνεχίσει τα σχέδιά της για αύξηση των δαπανών το 2024, σύμφωνα με τις προεκλογικές υποσχέσεις», σημειώνουν οι αναλυτές.

Η μείωση του χρέους

Στο πλαίσιο αυτό, η S&P θεωρεί ότι το ελληνικό χρέος βρίσκεται πλέον σε σταθερά πτωτική τροχιά. Αφότου κορύφωσε  στο 207% το 2020, ο οίκος εκτιμά ότι θα μειωθεί περίπου στο 139% του ΑΕΠ έως το 2026. Συγκεκριμένα, το χρέος προβλέπεται στο 161,9% του ΑΕΠ φέτος, στο 154,1% το 2024, στο 146,6% το 2025 και στο 139,2% το 2026.

Ο οίκος υπολογίζει ότι περίπου 45 ποσοστιαίες μονάδες από τη μείωση του χρέους που έχει σημειωθεί έως τώρα, πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 2020 και 2023, κυρίως χάρη στην έντονη αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ. Ωστόσο, εκτιμά ότι το αυστηρό δημοσιονομικό καθεστώς της Ελλάδας θα διαδραματίσει αυξανόμενο ρόλο και ήδη αναμένει ότι οι καθαρές ροές χρέους θα γίνουν αρνητικές έως το 2025.

Αν και η S&P περιμένει ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα μηδενιστεί μόνο το 2026, εντούτοις σημειώνει ότι το εκτεταμένο πρόγραμμα ανταλλαγών του ΟΔΔΗΧ θα μειώσει τις ανάγκες χρηματοδότησης του χρέους της Ελλάδας κατά περίπου 1,2 δισ. ευρώ σε κάθε ένα από τα επόμενα χρόνια. Όπως επισημαίνουν οι αναλυτές, τα ταμειακά αποθέματα της Ελλάδας είναι μεγάλα και ανέρχονται σήμερα περίπου στα 37,2 δισ. ευρώ (17% του ΑΕΠ). Αφαιρώντας τα ρευστά περιουσιακά στοιχεία από το ακαθάριστο δημόσιο χρέος, η S&P υπολογίζει ότι το καθαρό δημόσιο χρέος θα μειωθεί στο 125% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2026.
Το κόστος εξυπηρέτησης

Το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους παραμένει πολύ χαμηλό, περίπου στο 1,64% από τον Ιούνιο του 2023. Βέβαια, η S&P σημειώνει ότι αυτό αρχίζει να αυξάνεται, καθώς τα επιτόκια αυξάνονται σε όλες τις αγορές, με το σταθμισμένο μέσο κόστος του νέου δανεισμού να εκτινάσσεται στο 3,3% το πρώτο εξάμηνο του 2023 από 1,3% το 2022. Ωστόσο, το πρόγραμμα ανταλλαγών του ΟΔΔΗΧ μαζί με την πολύ μακρινή ωρίμανση του χρέους (στα 19,7 έτη τον Ιούνιο του 2023), αποτελούν σημαντικούς παράγοντες που αντισταθμίζουν την επίδραση της αύξησης των επιτοκίων.

Πηγή: Moneyreview.gr