Skip to main content

Ιστορίες Παλιάς Θεσσαλονίκης: Το εργοστάσιο πυρίτιδας στο χωριό των καμηλιέρηδων

Η αχλή του χρόνου έχει καλύψει μια ιστορία για τα χωριά της δυτικής Θεσσαλονίκης, οι κάτοικοι των οποίων κατασκεύαζαν όπλα για τον οθωμανικό στρατό και εξέτρεφαν καμήλες

Μια φορά κι έναν καιρό, στον μακρινό 17ο, ίσως και στον 16ο αιώνα, ήταν ένα μέρος στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης που ονομαζόταν Νταούντ Μπαλί. Στο Νταούντ Μπαλί συναντούσε κανείς καμήλες, πολλές καμήλες, που κουβαλούσαν στις καμπούρες τους πολεμοφόδια και διένυαν τεράστιες -για την εποχή τους- αποστάσεις, φτάνοντας ως το Βελιγράδι κι ακόμη πιο μακριά, στη Βοσνία. 

Το παραμύθι δεν έχει δράκο και δεν είναι ακριβώς παραμύθι. Είναι η ενδιαφέρουσα ιστορία ενός οικισμού με λιγοστούς κατοίκους Χριστιανούς και Οθωμανούς, πλούσια ανάπτυξη στην καμηλοτροφεία κι ένα μεγάλο πυριτιδοτοπείο. 

Το Νταούντ Μπαλί είναι το σημερινό Ωραιόκαστρο με τους γύρω οικισμούς το Γραδεμπόρι (Πεντάλοφος), το Γενί Κιόι (Νεοχωρούδα), το τσιφλίκι του Ντούντουλαρ (Διαβατά) και 4,5 χιλιόμετρα νοτιότερα το Χαρμάνκϊοι, που σημαίνει το μέρος όπου βρίσκονται σωροί σιταριού για άλεσμα (Ελευθέριο Κορδελιό). Η ιστορία του χάνεται στα βάθη του 17ου, πιθανόν και του 16ου αιώνα, με πρώτους οικιστές εύπορα πρόσωπα που ήθελαν να ασχοληθούν με την επιχειρηματική δραστηριότητα.

Image
Πυροβόλο μικρού διαμετρήματος μεταφέρεται με καμήλα σε οθωμανική εκστρατεία. Χαρακτικό των αρχών του 18ου αιώνα. Δημοσιεύτηκε στο Gabor Agoston. Guns for the Sultan


Μια μικρή παρένθεση θα γίνει για την περιοχή βόρεια από το Ντούντουλαρ, στο δρόμο προς το Κιλκίς, που ονομαζόταν Ουτς Χανλάρ (Τρία Χάνια) επειδή εκεί έβρισκαν κατάλυμα οι ταξιδιώτες που κινούνταν εντός και εκτός της Μακεδονίας με τα άλογα. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα όλα τα ταξίδια γινόταν με τα άλογα και στον μικρό οικισμό με τις 15 χριστιανικές οικογένειες, υπήρχαν τρία χάνια που μπορούσαν να φιλοξενήσουν ως και 300 άλογα και τους αναβάτες τους, που έφταναν μετά το σούρουπο και δεν προλάβαιναν ανοιχτές τις πύλες της Θεσσαλονίκης. 

Επιστροφή στην ιστορία του Νταούντ Μπαλί και της γύρω περιοχής, την οποία έχει μελετήσει και έχει καταγράψει μετά από πολύχρονη διεξοδική έρευνα σε ιστορικά αρχεία, χάρτες και αναφορές περιηγητών, ο ιστορικός της οικονομίας, Ευάγγελος Χεκίμογλου, δίνοντας σημαντικές πληροφορίες, αλλά και την... είδηση για τις καμήλες και το εργοστάσιο πυρίτιδας. 

Όπως αναφέρει ο κ. Χεκίμογλου «σε έγγραφο του 17ου αιώνα αναφέρεται το χωριό Νταούντ ή Νταβούντ Μπαλί, που το 1936 ονομάστηκε Παλαιόκαστρο και υπήρξε ένας από τους οικισμούς του σύγχρονου δήμου Ωραιοκάστρου».
Το όνομα Νταούντ, σύμφωνα πάντα με τον κ. Χεκίμογλου, ήταν συνηθισμένο στη Θεσσαλονίκη του 16ου και του 17ου αιώνα και «ο Νταβούντ Μπαλί πρέπει να ήταν ο πρώτος νομέας των εδαφών του χωριού, από τον οποίο και πήρε το όνομά του ο οικισμός».

Το εργοστάσιο πυρίτιδας που εξόπλιζε τα οθωμανικά φρούρια...

Ο οθωμανικός στρατός που στη μακραίωνη ιστορία του μετρά πολλούς πολέμους, είχε μεγάλη ανάγκη για οπλισμό, ελαφρύ, μεσαίο και βαρύτερο, έτσι στα όρια της Αυτοκρατορίας λειτουργούσαν πολλά πυριτιδοποιεία
Η έρευνα του κ. Χεκίμογλου έδειξε ότι ήδη από τον 16ο αιώνα λειτουργούσαν σε όλες της μεγάλες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πυριτιδοποιεία με σημαντικότερα αυτά της Κωνσταντινούπολης, της Καλλίπολης και της Θεσσαλονίκης. Το τελευταίο ιδρύθηκε το 1663-1664, στα μέσα της βασιλείας του σουλτάνου Μωάμεθ Δ΄, του επονομαζόμενου και Κυνηγού, ο οποίος διαδέχτηκε τον άρρωστο πατέρα του στον θρόνο το 1647 σε ηλικία μόλις 6 χρόνων - στην πραγματικότητα την εξουσία ασκούσαν η μητέρα του και η γιαγιά του, Κιοσέμ Σουλτάν. 

Το «ελανίκ μπαρουτχανεσί ήταν ένα πλινθόκτιστο κτήριο κοντά στις όχθες του Γαλλικού ποταμού στον οικισμό Γραδεμπόρι και εκτός από πυρίτιδα για τα κανόνια, παρήγαγε και μια ειδικής ποιότητας ύλη για τα όπλα. Στη μεγάλη του ακμή -20 χρόνια μετά την έναρξη λειτουργίας του- η παραγωγή του ήταν 135 τόνοι τον χρόνο, ενώ απασχολούσε πάνω από 300 εργαζόμενους, σύμφωνα με μια μαρτυρία του γνωστού περιηγητή Ελβιγιά Τσελεμπί του 1668.

Η επιλογή της Θεσσαλονίκης για τη λειτουργία αυτού του εργοστασίου δεν ήταν τυχαία, καθώς την τεχνογνωσία για την κατασκευή πυρίτιδας, σφαιρών και όπλων μετέφεραν από τον 15ο αιώνα οι Εβραίοι που μετοίκησαν στην πόλη. 

Image
To Παλαιόκαστρο από το αρχείο του δημοτικού σχολείου Παλαιοκάστρου

Οι πρώτες ύλες σε άνθρακα, νίτρο και θειάφι προέρχονταν από ολόκληρη τη Μακεδονία (Σέρρες, Δράμα, Κιλκίς, Πέλλα, Ημαθία), αλλά και από το εξωτερικό. Τα χωριά της Οχρίδας για παράδειγμα προμήθευαν με θειάφι το πυριτιδοποιείο της Θεσσαλονίκης, ενώ γινόταν εισαγωγές με πλοία και από τη Γαλλία, όπως και από άλλα σημεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.  Η παραγωγή ήταν μεγάλη και καλής ποιότητας και εξόπλιζε τα φρούρια και τον στρατό από την Κρήτη ως τη Βοσνία και από το Δυρράχιο ως την Κωνσταντινούπολη. 

Το εργοστάσιο πυρίτιδας γνώρισε δύο μεγάλες καταστροφές. Η έλλειψη μέτρων ασφάλειας και ο τρόπος κατασκευής με πρωτόγονα μέσα οδήγησε σε μία έκρηξη το 1694, η οποία έγινε στη διάρκεια ανάμιξης των υλικών στα μεγάλα γουδιά και προκάλεσε σοβαρές υλικές ζημιές, αλλά και σε μία ακόμη τον Οκτώβριο του 1770, που είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 30 εργαζόμενοι.
Για 150 χρόνια το πυριτιδοποιείο προμήθευε με σφαίρες και όπλα τον οθωμανικό στρατό, στις αρχές του 19ου αιώνα όμως σταμάτησε τη λειτουργία του. 
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, όπως αναφέρει ο κ. Χεκίμογλου πως «το 1821 ο οθωμανικός στρατός παρήγγειλε πυρίτιδα από την Κωνσταντινούπολη για να καταστείλει την Ελληνική Επανάσταση στη Μακεδονία». Το «Σελανίκ μπαρουτχανέ» δεν υπήρχε πια....

...και οι καμήλες που μετέφεραν τα πολεμοφόδια

Σφαίρες, μικροί όλμοι, άφθονη πυρίτιδα, οπλισμός που απαιτούσε μεταφορικό μέσο για να καλύψει τις ανάγκες του στρατού και του πυροβολικού, έφευγαν καθημερινά από το εργοστάσιο του Ωραιοκάστρου με ζώα. 
Το ζώο που μπορούσε να σηκώσει μεγάλο βάρος -πάνω από 150 κιλά- και χρησιμοποιούσε ευρέως ο οθωμανικός στρατός από τον 15ο αιώνα ήταν οι καμήλες, καθώς ήταν πιο γρήγορες από τα βόδια. 

«Η χρησιμοποίηση της καμήλας για μεταφορές φορτίων σε αποστάσεις. από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τον Δούναβη, αποτέλεσε καινοτομία στην πολεμική τεχνολογία», γράφει στη μελέτη του ο κ. Χεκίμογλου. 
Μπορούσε όμως η αραβική καμήλα ή δρομάδα να προσαρμοστεί στο κρύο και υγρό κλίμα της ευρωπαϊκής ηπείρου; Ασφαλώς όχι . Έτσι εντοπίστηκε ένα υβριδικό είδος καμήλας, «το οποίο προήλθε από τη διασταύρωση θηλυκής αραβικής και αρσενικής βακτριανής και ονομάστηκε τουλού».
Το αρσενικό τουλού είχε την ικανότητα να μεταφέρει μέχρι 500 κιλά την ημέρα σε απόσταση 28 χιλιομέτρων, ενώ το θηλυκό λιγότερα και το είδος αυτό επικράτησε στη Μικρά Ασία και κυριάρχησε στον ελλαδικό χώρο. 

Image
Μεταφορά οθωμανικών πυροβόλων με καμήλες (16ος-18ος αι.), όπως την απέδωσαν Αμερικανοί αξωματικοί. Δημοσιεύτηκε στο Report  of the Secretary of the War

Αυτού του είδους ήταν οι εκατοντάδες καμήλες του Νταούντ Μπαλί, εκεί όπου υπήρχε σταθμός ανάπαυσης, το γνωστό μενζίλ. Εκτός από το Ωραιόκαστρο χωριά των καμηλιέρηδων, όμως με μικρότερο αριθμό ζώων, ήταν επίσης το Τέκελι (Σίνδος), το Αραπλί (Νέα Μαγνησία), η Μπίναρτζα (οικισμός κοντά στη Νέα Μεσήμβρια).

Μελετώντας μεγάλο αριθμό αρχείων και πηγών ο κ. Χεκίμογλου διαπίστωσε πως κάθε 100 καμήλες χρειαζόταν «μισό τόνο κριθάρι και έναν τόνο σανό κάθε μέρα», χωρίς να υπολογίζεται η τεράστια ποσότητα νερού. Ο εύφορος κάμπος της Θεσσαλονίκης και ο παρακείμενος Γαλλικός ποταμός αποτελούσαν ιδανικές συνθήκες για την εκτροφή και την ανάπτυξη των ζώων. 

Οι καμηλιέρηδες-σερμπάν σημάδευαν τα ζώα με πυρακτωμένο σίδερο, για να τα βρίσκουν εύκολα σε περίπτωση κλοπής... ή αν κάποιο λοξοδρομούσε. Τα πρωινά οι καμήλες φορτώνονταν με πολεμοφόδια και ξεκινούσαν για το μακρύ ταξίδι. Ένα ταξίδι σε απόσταση 100 χιλιομέτρων διαρκούσε -αν όλα πήγαιναν καλά- 8 μέρες, μαζί με την επιστροφή. 
 «Ένα φιρμάνι του 1696 διέταξε να μεταφερθούν από τη Θεσσαλονίκη στο Βελιγράδι 81 τόνοι πυρίτιδας και χρειάστηκαν 500 καμήλες - το ταξίδι θα διαρκούσε δύο μήνες, με την επιστροφή. Αν οι καμήλες από την περιοχή της Θεσσαλονίκης δεν επαρκούσαν, θα έπρεπε να αγοραστούν και άλλες από τις Σέρρες και τα Γιαννιτσά, με κόστος 10 γρόσια η καθεμιά», σημειώνει ο κ. Χεκίμογλου.

Όσο αυξάνονταν η παραγωγή στο εργοστάσιο πυρίτιδας, δημιουργούνταν η ανάγκη για μεγαλύτερο αριθμό ζώων. Οι καμηλιέρηδες γύριζαν στα χωριά του κάμπου της Θεσσαλονίκης και νοίκιαζαν όσες έβρισκαν διαθέσιμες, αλλά κάποιες φορές και πάλι δεν επαρκούσαν. Η μεγάλη αλλαγή και η πτώση της ζήτησης ήρθε στα μέσα του 18ου αιώνα, όταν βελτιώθηκε το οδικό δίκτυο και έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα κάρα. Τα κάρα είχαν τη δυνατότητα να μεταφέρουν μεγαλύτερο αριθμό οπλισμού, το οδικό δίκτυο εκσυγχρονίστηκε, όπως και όλη η τεχνογνωσία των μεταφορών. 

Στο τέλος του 18ου αιώνα το Νταούντ Μπαλί δεν ήταν πια μεγάλο κτηνοτροφικό κέντρο και χωριό των καμηλιέρηδων. Τα δεδομένα είχαν αλλάξει και η αναπαραγωγή των τουλού άρχισε να φθίνει, εξαιτίας και των κλιματολογικών παραγόντων. 

Image
Η σφραγίδα του χωριού Νταούντ Μπαλί με την υπογραφή του παρέδρου. Αρχείο Ιεράς Μητρόπολης Θεσσαλονίκης

 

Στους δρόμους κυκλοφορούσαν όλο και λιγότερα καραβάνια καμηλιέρηδων και οι κάτοικοι του εύφορου κάμπου στα δυτικά - Μουσουλμάνοι στο μεγαλύτερο ποσοστό και λιγότεροι Χριστιανοί- στράφηκαν στην καλλιέργεια των σιτηρών και στην κτηνοτροφία. 

Αργότερα στο Ωραιόκαστρο ήρθαν πρόσφυγες και βλάχοι από το Λιβάδι Ολύμπου, η οικονομική και κοινωνική ζωή άνθισε σε όλους τους οικισμούς, χτίστηκαν σχολεία και εκκλησίες, εκσυγχρονίστηκαν οι υποδομές. 

Η Ελλάδα υποδέχονταν τον 19ο αιώνα, αύξανε τον βηματισμό της και οι καμήλες του Νταούντ Μπαλί είχαν... αποσυρθεί από τη δουλειά και γερνούσαν παραμελημένες στους στάβλους. Μέχρι που εξαφανίστηκαν και πλέον κανείς δεν τις θυμάται. 

Στα νεότερα χρόνια το Ωραιόκαστρο και η γύρω περιοχή ήταν γνωστή για το καλό κλίμα και οι Θεσσαλονικείς την προτιμούσαν τους θερινούς μήνες, ιδιαίτερα όσοι αντιμετώπιζαν προβλήματα υγείας. Σταδιακά έγιναν επεκτάσεις των οικισμών, ήρθαν νέοι έποικοι, εντοπίστηκαν σημεία ανοικοδόμησης, έγιναν δρόμοι και υποδομές. Αλλά αυτή είναι μια άλλη, εξίσου ενδιαφέρουσα, Ιστορία της Παλιάς Θεσσαλονίκης...
 

* Εξωτερική φωτογραφία: Το υβρίδιο καμήλας, το γνωστό είδος τουλού. Δημοσιεύτηκε στο Report of the Secretary of War