Skip to main content

Ιστορίες Παλιάς Θεσσαλονίκης: «Μην τους περιμένεις πια, δεν ζει κανένας...» - Η συγκλονιστική ιστορία του Αλβέρτου Ρεβάχ

Η άγνωστη ιστορία του Αλβέρτου Ρεβάχ που έχασε όλη την οικογένειά του στο Ολοκαύτωμα και η Θεσσαλονίκη που τον πλήγωνε ώς το τέλος της ζωής του

Μια φράση τον στοίχειωνε σε όλη του τη ζωή, «Αλβέρτο, μην τους περιμένεις πια... Δεν ζει κανένας...». Δεν επέζησε κανένας... Έχασε την οικογένειά του, το σπίτι του, τη γενέθλια πόλη, τη Θεσσαλονίκη. Οι Γερμανοί τον τράβηξαν βίαια από τον τόπο του και τον ξερίζωσαν. 

Ο Αλβέρτος Ρεβάχ έφυγε νωρίς από τη Θεσσαλονίκη και γλύτωσε, αλλά, όταν επέστρεψε, το φορτίο της απώλειας έγινε αβάσταχτο για εκείνον. Δεν βρήκε κανέναν, δεν βρήκε τίποτα. Δύο χαλιά, κάποια σερβίτσια και μερικά προσωπικά αντικείμενα, χαρτιά, φωτογραφίες ήταν όσα μπόρεσε να μαζέψει από το υπόγειο του σπιτιού του, στο οποίο πλέον κατοικούσαν άλλοι. 

27η Ιανουαρίου, Παγκόσμια Ημέρα Μνήμης των Θυμάτων του Ολοκαυτώματος. Η ανθρωπότητα σκύβει το κεφάλι με σεβασμό στους 6.000.000 Εβραίους που έχασαν τη ζωή τους με φρικτό τρόπο στα στρατόπεδα εξόντωσης. Από το 2004 η Βουλή των Ελλήνων ανακήρυξε ομόφωνα την ίδια ημερομηνία ως Ημέρα Μνήμης των Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος. Πολλές συγκλονιστικές ιστορίες έχουν δει στο πέρασμα των χρόνων το φως της δημοσιότητας για άντρες, γυναίκες, παιδιά, που έφυγαν από τη Θεσσαλονίκη και βρήκαν μαρτυρικό θάνατο στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου στην Πολωνία. Υπάρχει όμως μία, λιγότερο γνωστή, αυτή του Αλβέρτου Ρεβάχ, που θα μπορούσε να έχει τον τίτλο «Κανένας». Γιατί από την οικογένειά του δεν επέστρεψε κανένας. 

Image

 

Η εγγονή του, Ρενέ Ρεβάχ, γνωστή φωτογράφος, παρουσιάζει μέσα από φωτογραφίες, βίντεο και κείμενα την επώδυνη διαδρομή της απώλειας των μελών της οικογένειας από τη Θεσσαλονίκη στο Άουσβιτς, στην έκθεση Tehom-Άβυσσος, η οποία εγκαινιάζεται στο Μουσείο Μπενάκη/Πειραιώς 138 στις 15 Φεβρουαρίου και παράλληλα αφηγείται στη Voria.gr την ιστορία του παππού της που πέρασε μια ζωή λαβωμένος από τις θύμησες.

«Ο παππούς Αλβέρτος Ρεβάχ γεννήθηκε το 1900 και μεγάλωσε στην περιοχή Φαλήρου (κοντά στο Ράδιο Σίτυ). Ο πατέρας του, Ισραήλ Ρεβάχ, γεννήθηκε περίπου το 1860-65 και ήταν διευθυντής των Σιδηρόδρομων του Οθωμανικού Κράτους. Ο προπαππούς μου, ο Ισραήλ, πέθανε σε επίσημο ταξίδι του Πασά της Θεσσαλονίκης, Χασάν Ταξίμ Πασά, λίγο πριν τον Βαλκανικό Πόλεμο του 1912. Βάσει πρωτοκόλλου, ως διευθυντής του σιδηρόδρομου, συνόδευε τον Πασά στην επίσημη άμαξα του τρένου. Σε επιθεώρηση στη σκευοφόρο, είδε ένα περίεργο σεντούκι, πήγε να το ανασηκώσει και αυτό έσκασε καταστρέφοντας τελείως τη σκευοφόρο. Ο Ισραήλ Ρεβάχ είχε παντρευτεί τη Σολ Βενέτσια και είχαν αποκτήσει 5 παιδιά: Τον Ιωσήφ, τον Αλβέρτο (τον παππού μου), την Όλγα, την Λίνα και τον Ισαάκ».

Image
H Σολ Βενέτσια και τα παιδιά της, Ισαάκ, Αλβέρτος και Λίνα Ρεβάχ, 1914-1915

 

9 Απριλίου 1941. Οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τη Θεσσαλονίκη. Ο Αλβέρτος Ρεβάχ, ένας δυναμικός και μορφωμένος άντρας, φεύγει από την πόλη, όμως η μητέρα του, τα αδέρφια του, τα ανίψια του μένουν εδώ. Στις 15 Μαρτίου του 1943 αναχωρεί το πρώτο τρένο για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης. Ακολουθούν 19 αποστολές μέχρι τις 2 Αυγούστου του 1943. Σε κάποια από αυτές επιβιβάστηκε και η οικογένεια Ρεβάχ.

Image

 

«Με την είσοδο των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη ο παππούς μου κλείνει το μαγαζί, που είχε στην Πλατεία Εμπορίου, έρχεται στην Αθήνα, που πλέον και αυτή είναι υπό Γερμανική Κατοχή, και απευθύνεται στον Φρειδερίκο Σερπιέρη, παλιό συνεργάτη και φίλο, ο οποίος τον τοποθετεί στο Λαύριο ως εργοδηγό στα μεταλλεία και του βγάζει ιταλική ταυτότητα. Το Λαύριο ήταν τότε υπό Ιταλική Κατοχή. Τον Σεπτέμβριο του 1943, όταν η Ιταλία συνθηκολογεί και συντάσσεται με τους συμμάχους, οι Γερμανοί συλλαμβάνουν όλους τους Ιταλούς που ήταν στην Ελλάδα, μαζί και τον παππού μου, ο οποίος, τις πρώτες κιόλας ημέρες της κράτησής του, δραπετεύει και φτάνει με τα πόδια στην Αθήνα. Εκεί θα βρει δύο άλλους παλιούς του φίλους, τον Νίκο και τον Ευάγγελο Παπαδόπουλο, οι οποίοι χωρίς δεύτερη σκέψη τον κρύβουν σε ένα μικρό διαμέρισμα στην οδό Καρνεάδου 50 και Μαρασλή στο Κολωνάκι. Σε αυτό το διαμέρισμα γνωρίζει τη γιαγιά μου Σοφία Λοράνδου την οποία παντρεύεται και αποκτούν τον πατέρα μου, Ισίδωρο, τον Ιούλιο του 1946. Τον Οκτώβριο του 1944, όταν πια έφυγαν οι Γερμανοί από την Αθήνα, ο παππούς μου είχε μοναδικό σκοπό να οργανώσει τα πράγματα για τον γυρισμό των δικών του. Λίγους μήνες αργότερα, πληροφορείται πως κάποιοι γύρισαν από τα στρατόπεδα και αναζήτησε τον παλιό του φίλο Χαΐμ Μπενβενίστε, ο οποίος είχε γλυτώσει γιατί πριν από τον πόλεμο ήταν υπάλληλος του Γερμανικού Προξενείου στη Θεσσαλονίκη και μιλούσε άπταιστα γερμανικά. Οι Γερμανοί τον είχαν τοποθετήσει ως γραμματέα στο Μπίρκεναου και ο Χαΐμ έγραφε στις λίστες τα ονόματα όλων όσων πήγαιναν στον θάλαμο αερίων και μετά στα κρεματόρια. Ο Αλβέρτος τον ρώτησε αν είχε δει τους δικούς του, για να πάρει την απάντηση: "Αλβέρτο, μην τους περιμένεις πια... Δεν ζει κανένας..."», συνεχίζει την αφήγηση η Ρενέ Ρεβάχ.

Image
Ο Αλβέρτος Ρεβάχ στη Θεσσαλονίκη το 1947

 

Γύρισε αμίλητος στο διαμέρισμα στην οδό Καρνεάδου, πήρε μόνο μια καρέκλα από την τραπεζαρία, την έβαλε στο μπαλκόνι που έβλεπε στον Ευαγγελισμό, κάθισε εκεί και έμεινε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, χωρίς να κλαίει, χωρίς να μιλάει, χωρίς να τρώει… 

Με το που έφτασε στην Αθήνα το 1941 ο Αλβέρτος Ρεβάχ έστελνε συνεχώς μηνύματα στην οικογένειά του να φύγουν. Τους καλούσε κοντά του, διαβεβαίωνε πως είχε τρόπο να τους κρύψει. «"Πού να τρέχουμε... Πού να αφήσουμε το σπίτι μας… Καλά είμαστε εδώ… Δεν μας πειράζουν οι Γερμανοί, μόνο μας περιορίζουν…", έλεγε η μητέρα του. Και έτσι, έμειναν...», αναφέρει  ο Κωστής Αντωνιάδης, ομότιμος καθηγητής Φωτογραφίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και επιμελητής της έκθεσης Tehom. 

Image

 

Μετά τον πόλεμο ο Αλβέρτος Ρεβάχ επέστρεψε ελάχιστες φορές στη Θεσσαλονίκη και αυτές με μεγάλη δυσκολία. Βρήκε το μαγαζί του ρημαγμένο και στο σπίτι του διέμενε μια άλλη οικογένεια, που δεν τη γνώριζε. «Το είχαν παραδώσει οι δωσίλογοι των Γερμανών ως επιβράβευση της αφοσίωσής τους στους κατακτητές. Πούλησε το μαγαζί και την επιχείρησή του, συμβιβάστηκε και πούλησε και το σπίτι του σε εκείνη την οικογένεια και κατόρθωσε να τους πείσει να πάρει τα δύο χαλιά, κάποια σερβίτσια και μερικά προσωπικά αντικείμενα, χαρτιά, φωτογραφίες, ντοκουμέντα της δουλειάς του, που τα είχε κρύψει στο υπόγειο πριν φύγει για το Λαύριο», αναφέρει η εγγονή του.

Image
Ο γιος του Αλβέρτου και πατέρας της Ρενέ, Ισίδωρος Ρεβάχ, στη Θεσσαλονίκη το 2018 

 

Πέρασαν πάνω από 80 χρόνια, ασφαλώς η Ρενέ δεν έχει μνήμη, δεν έχει και τη ζώσα μαρτυρία, η ιστορία όμως βαραίνει τους ώμους της και θέλει να τη μοιραστεί. Κάνει δύο οδυνηρά για την ίδια ταξίδια, το 2021 και το 2022, στα στρατόπεδα Μπίρκεναου και Άουσβιτς και φωτογραφίζει. Θέλει οι εικόνες της να σκαλίσουν την ιστορία και να βγάλουν στο φως την αγωνία του Αλβέρτου, τον εφιάλτη της απώλειας, τους Εβραίους μάρτυρες, το Ολοκαύτωμα. 

Image

 

Όπως σημειώνει ο κ. Αντωνιάδης, «η Ρενέ Ρεβάχ θα βρει το νήμα της δικής της αφήγησης σε ένα οικογενειακό κειμήλιο από τη δεκαετία του 1940, την περίοδο που ο Αλβέρτος προετοίμαζε την επιστροφή της οικογένειάς του. Ελάχιστα πράγματα από τότε φυλάσσονταν σε ένα παλιό μπαούλο για όποιον θα ήθελε να τα δει ή να τα πάρει. Είναι τα ρουχαλάκια των παιδιών –των μικρών ανιψιών–, κάποιες κουβερτούλες μωρουδιακές και μαξιλαροθήκες, κουρτίνες, σεντόνια και άλλα. Ανάμεσα σε αυτά, η Ρενέ θα βρει ένα τραπεζομάντιλο, ένα λευκό διάφανο πλεκτό ύφασμα που στο εξής διατρέχει το έργο της συνδέοντας το "τότε" της ιστορίας της οικογένειάς της με την επιτακτική επιθυμία να αναμετρηθεί στα βάθη της Αβύσσου (Tehom) με τον φόβο, την ελπίδα, την αγωνία του αφανισμού της». 

Ο διασημότερος επιζών του Ολοκαυτώματος, ο βραβευμένος με Νόμπελ Ειρήνης το 1986 για το έργο του ενάντια στη βία και τον ρατσισμό, ο αείμνηστος Ρουμάνος συγγραφέας Ελιέζερ Βίζελ, είχε περιγράψει με λόγια απλά, που τρυπούν την καρδιά, το Άουσβιτς σε συνέντευξή του στους New York Times, τον Ιούνιο του 1989.

«Για κάτι που δεν μπορεί κανείς να μιλήσει, ας σωπάσει. Το ανείπωτο αντλεί τη δύναμή του και το μυστήριο από τη δική του σιωπή... Το Άουσβιτς είναι κάτι άλλο, πάντα κάτι άλλο. Είναι ένα σύμπαν έξω από το σύμπαν … βρίσκεται στην άλλη πλευρά της ζωής και στην άλλη πλευρά του θανάτου. Εκεί ζει κανείς διαφορετικά, περπατάει διαφορετικά, ονειρεύεται διαφορετικά. Το Άουσβιτς αντιπροσωπεύει την άρνηση και την αποτυχία της ανθρώπινης προόδου• νίκησε τον πολιτισμό κι αργότερα νίκησε την τέχνη. Όπως κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί το Άουσβιτς πριν από το Άουσβιτς, έτσι και κανείς δεν μπορεί τώρα να επαναλάβει το Άουσβιτς μετά το Άουσβιτς. Η αλήθεια του Άουσβιτς παραμένει κρυμμένη στις στάχτες του», είχε πει. 

Image

 

Ο Αλβέρτος Ρεβάχ δεν θα μιλούσε για το Άουσβιτς, όχι επειδή δεν είχε γνωρίσει τη φρικαλεότητα του χώρου αλλά επειδή δεν ήθελε να φανταστεί τι μπορεί να έζησαν οι δικοί του. 

Για τη Θεσσαλονίκη όμως;

«Ο παππούς μου έφυγε από τη ζωή το 1967. Δεν τον γνώρισα, αλλά, απ' όσο ξέρω από αφηγήσεις του πατέρα μου, η σκέψη και μόνο της Θεσσαλονίκης τον πλήγωνε. Δεν επιθυμούσε να την επισκέπτεται, ούτε και να μιλάει για την ζωή του εκεί».

*Η έκθεση της Ρενέ Ρεβάχ Tehom, εγκαινιάζεται στις 15 Φεβρουαρίου στο Μουσείο Μπενάκη/Πειραιώς 138, όπου και θα παραμείνει ώς τις 19 Μαΐου. Φωτογραφίες, βίντεο και κείμενα πλαισιώνουν εικαστικά την αφήγηση της επώδυνης διαδρομής της απώλειας των μελών της οικογένειάς της από τη Θεσσαλονίκη στο Άουσβιτς. 

**Οι φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τη Ρενέ Ρεβάχ