Skip to main content

Ιστορίες Παλιάς Θεσσαλονίκης: Μπάμπης Αργυρίου - Ο άνθρωπος που σύστησε την εναλλακτική ροκ σκηνή στην πόλη

Έγραψε μουσική, μίλησε για τη μουσική, πούλησε μουσική, αγάπησε και διέδωσε την underground μουσική - Αυτή είναι η ζωή του όλη, που πάτησε φρένο ξαφνικά πριν δύο χρόνια... και η μουσική ορφάνεψε

«Επειδή δεν ανακάλυψα κανένα εμβόλιο που σώζει ζωές, δεν συνέθεσα καμιά "Περιμπανού", δεν έγραψα το "Πόλεμος και ειρήνη" (ούτε το διάβασα είναι η αλήθεια), δεν ανακάλυψα κάτι επαναστατικό όπως το φερμουάρ ή το καζανάκι που θα έκανε τη ζωή των ανθρώπων πιο εύκολη, οι μόνοι που έχουν λόγο να με θυμούνται είναι οι κοντινοί μου».

Ήταν φιλοσοφημένος, διαβασμένος, πολυτάλαντος, είχε απίστευτα κοφτερό χιούμορ, μια πολυσχιδής προσωπικότητα. Κι αν οι φίλοι του διαφωνούν με τον παρελθόντα χρόνο, όλοι συμφωνούν πως ο Μπάμπης Αργυρίου είναι ο άνθρωπος που σύστησε την ανεξάρτητη ροκ σκηνή στη Θεσσαλονίκη, με αφετηρία τη δεκαετία του ΄80 όταν έκαναν τα πρώτα τους βήματα οι Τρύπες από τη Νεάπολη. Ο ιδιαίτερα χαρακτηριστικός ήχος, μέσα από τα αναγνωρίσιμα φωνητικά και τους στίχους του Γιάννη Αγγελάκα και οι ιδιόμορφες συνθέσεις του μπασίστα Γιώργου Καρρά, έστρεψαν τον νεαρό τότε Μπάμπη στην αναζήτηση του νέου στυλ της ροκ, της post punk, της funk, της wave και το δισκάδικό του, το Rollin Under, το οποίο άλλαξε πολλές διευθύνσεις, αλλά παρέμενε πάντα στο κέντρο της πόλης, έγινε σημείο συνάντησης για νέους, πιο ψαγμένους μουσικούς και ακροατές καινούριων ειδών και ακουσμάτων της εγχώριας και της διεθνούς σκηνής. 

Image

 

Το πένθος δεν ταιριάζει στον Μπάμπη Αργυρίου, που έφυγε από τη ζωή στα 63 του χρόνια, τον Γενάρη του 2022. Αντίθετα ο ίδιος θα ήθελε κάθε χρόνο τέτοια μέρα, στις 12 Ιανουαρίου, να τον θυμούνται και να τον τιμούν με μια γιορτή, που θα έχει πολλή μουσική, ταινίες, συζητήσεις για βιβλία.

Όπως και έγινε, το βράδυ της Παρασκευής στο Principal Club Theater, όπου οι Lost Bodies, Γκούλαγκ, Ντίνος Σαδίκης, Απόστολος Δαδάτσης (Εκτός Ελέγχου) έδωσαν μια συναυλία «αντί μνημόσυνου» για εκείνον, που ταλαιπωρημένος από προβλήματα υγείας και προσβεβλημένος από τον κορωνοϊό, έχασε τη μάχη για τη ζωή, αφήνοντας μια μακρά πορεία στον χώρο της μουσικής και του βιβλίου, ανολοκλήρωτη. 

Γεννήθηκε στο Άνω Μητρούσι Σερρών το 1959 και μεγάλωσε σε μια αγροτική οικογένεια, όπου μάλιστα μια από τις δουλειές του πατέρα του ήταν να μαζεύει βατράχια από τα κανάλια και να τα εξάγει στην Ιταλία, ενώ ο ίδιος ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο ως αμυντικός στην ομάδα του χωριού του, τον Θρακικό.

Ασφυκτιώντας όμως στο στενό περιβάλλον του χωριού, ήρθε στα μέσα της δεκαετίας του ΄70 στη Θεσσαλονίκη με στόχο την... αυτομόρφωση. Διάβασε πολύ, ταξίδεψε ακόμη περισσότερο, έψαξε, έμαθε και ακολούθησε μια πολυσχιδή πορεία, με επίκεντρο τη μουσική. 

Image

 


«Εμείς που γνωρίσαμε τον Μπάμπη δεν χρησιμοποιούμε παρελθόντα χρόνο, δεν συμβιβαζόμαστε με την ιδέα πως έφυγε. νιώθουμε πως είναι εδώ, πως μας μιλάει, κάνουμε πλάκες, βλέπουμε παρέα την αγαπημένη του ομάδα, τον Άρη, σχεδιάζουμε ωραία πράγματα πάνω στη μουσική και για τη μουσική», λέει στη Voria, ο φίλος και συνεργάτης του, Γιώργος Κοτσώνης
Στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 και παρά την απειλή των ραδιογωνόμετρων ο Μπάμπης Αργυρίου έστησε στην οδό Καυκάσου 28 στην Καλλιθέα τον πειρατικό ραδιοφωνικό σταθμό Radio Free. Όπως ο ίδιος είχε πει πολλές φορές «η κεραία από την ταράτσα της πολυκατοικίας έβλεπε όλη τη Θεσσαλονίκη και τα περίχωρα. Οι εκπομπές γίνονταν νωρίς το απόγευμα, πριν αρχίσει το πρόγραμμα της ΕΡΤ και της ΥΕΝΕΔ, μετά τα μεσάνυχτα, τα πρωινά Σαββάτου και Κυριακής». Μαζί του και ο Μάκης Τερζόπουλος, ο οποίος άκουγε κλασικό ροκ και πειραματιζόταν με πειρατικούς πομπούς των FM.

Ο μισθός από τη δουλειά του ξοδεύονταν στην αγορά δίσκων από το  Blow-Up, το Stereodisc και τον Πάτση κι είχε μια από τις καλύτερα ενημερωμένες δισκοθήκες στην πόλη. Πολλές φορές η Μάρθα, η καλοκάγαθη σπιτονοικοκυρά του, του χτύπησε την πόρτα ζητώντας να σταματήσει τις εκπομπές γιατί δεν μπορούσε να απολαύσει την αγαπημένη της σειρά στην τηλεόραση κι άλλες τόσες εξαγριωμένοι γείτονες ξήλωναν ή έκοβαν με μαχαίρι το καλώδιο της κεραίας, που περνούσε δίπλα από το μπαλκόνι του. 

Ο Μπάμπης Αργυρίου, ο Λευτέρης ο Music Hall και άλλοι ραδιοπειρατές μαζευόταν τις Κυριακές στο πατάρι του Ολύμπιον και συζητούσαν για το πώς θα μπει τάξη στα ερτζιανά. Ωραία χρόνια... αλλά και άγρια, με έναν κακώς εννοούμενο ανταγωνισμό, αφού ραδιπειρατής μπούκαρε στο σπίτι του και του έκλεψε εκατοντάδες άλμπουμ. Όταν ο Μπάμπης άκουσε τραγούδια από τους σπάνιους δίσκους του στο ραδιόφωνο ανταπέδωσε την επίσκεψη (τη διάρρηξη για την ακρίβεια) και τους πήρε πίσω. 

Το Radio Free είχε φανατικούς ακροατές και στις αρχές του 1985, δύο από αυτούς, που ήταν και μουσικοί, ο Θεόφιλος Τσιολακάκης (μπάσο, φωνή) και ο Χρήστος Σκορδύλης (κιθάρα) του ζήτησαν να προσχωρήσει στο σχήμα τους, τους Life in Cage, παίζοντας πλήκτρα και ηλεκτρική κιθάρα, τα οποία έμαθε άνευ διδασκάλου, ενώ επιπλέον έγραφε στίχους. 

Image

 


Τα πρώτα τραγούδια, γράφτηκαν σε... χειροποίητη κασέτα, αφού ο Μπάμπης έκανε το φυλλάδιο με τους στίχους και φωτογραφίες τους και η «εταιρεία» που την κυκλοφόρησε Lazy Dog. Το σχήμα δεν κράτησε πολύ, ακολούθησαν αποχωρήσεις, κυκλοφόρησε τρεις κασέτες και λίγο αργότερα αποχώρησε και ο Μπάμπης. «Προσπάθησα να παίξω κι εγώ μουσική, αλλά ανακάλυψα ότι έχει πάρα πολλές νότες, όπως τραγούδησαν και οι Replacements», είπε χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του. 

Κι αφού είχε μάθει να γράφει πληροφορίες για τις κασέτες και γενικά του άρεσε το γράψιμο, ο Μπάμπης Αργυρίου έστησε το 1985 το fanzin (σ.σ. το fanzin προέρχεται από σύντμηση των λέξεων fan και magazine και έτσι ονομάζεται κάθε μικρό έντυπο που κυκλοφορεί ερασιτεχνικά ως μέσο έκφρασης της αντικουλτούρας), Rollin Under. Το έντυπο είχε συνεντεύξεις από τοπικά και ξένα γκρουπ -κάποιες μάλιστα δόθηκαν δια αλληλογραφίας-, μουσικά νέα, απόψεις των συντακτών. 

Image

 


«Άρχισα να παίρνω συνεντεύξεις και να γράφω για δίσκους, να δημοσιεύω διηγήματα και χαζά κολάζ, ζητώντας παράλληλα από φίλους να συνεισφέρουν κείμενα και με δύο τεύχη του 1989 δώσαμε singles των Υο και Όρα Μηδέν, πολύ πριν αρχίσουν οι εφημερίδες να προσφέρουν cd στους αναγνώστες τους», είχε δηλώσει.

Συνοδοιπόρος του στο ταξίδι αυτό ήταν ο Γιάννης Πλόχωρας και αργότερα προστέθηκαν και άλλοι μέχρι το 1991, όταν αποφασίστηκε η αναστολή της έκδοσης του fanzin που είχε ικανοποιητική κυκλοφορία, παρότι διανέμονταν σε περιορισμένο αριθμό σημείων, ενώ ο ίδιος ο Μπάμπης κατέβαζε με το τρένο στην Αθήνα 200-300 τεύχη και τα έδινε σε δισκάδικα και βιβλιοπωλεία στην περιοχή γύρω από την οδό Ακαδημίας. 

Παράλληλα, ξεκίνησε να πουλάει δίσκους με το ταχυδρομείο, βάζοντας καταλόγους μέσα στα τεύχη του Rollind Under και αργότερα στέλνοντας αυτούς τους καταλόγους σε ενδιαφερόμενους.  Σιγά σιγά το πελατολόγιο μεγάλωσε και όταν μετακόμισε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στην οδό Εξαδακτύλου 5, στις αρχές της δεκαετίας του ΄90, ένα δωμάτιο του σπιτιού του έγινε δισκάδικο, με την ονομασία -τι άλλο;- Rollin Under. Όσο οι πωλήσεις αυξάνονταν, δημιουργούνταν η ανάγκη για ακόμη μεγαλύτερο χώρο και το 1994 το δισκάδικο μετακόμισε στην οδό Σωκράτους και αργότερα στην Ιωάννου Μιχαήλ, μέχρι το κλείσιμό του το 2009.

Image

 

Ήδη πάντως από το 1987 είχε μπει στον χώρο των δισκογραφικών εταιρειών, με τη Lazy Dog, το πρώτο βινύλιο της οποίας ήταν το «Είσοδος Κινδύνου 0°C» των Γκούλαγκ, μια μπάντα από την punk σκηνή της Θεσσαλονίκης, που παραμένει ενεργή ως σήμερα. Μάλιστα στη συναυλία στη μνήμη του Μπάμπη την περασμένη Παρασκευή οι Γκούλαγκ είπαν πως «δεν είναι μια μέρα με τον Μπάμπη, είναι μία από τις πολλές...ως εκεί που θα μπορούσαμε να φτάσουμε με τις δυνάμεις μας και τα μέσα που διαθέτουμε». 

Ακολούθησαν οι δίσκοι των Όρα Μηδέν, Yo, Ήταν Είναι Και Θα Είναι, Ziggy Was, Middle Fingers, Εκτός Ελέγχου, Γκρόβερ, Ροδάμα, The Mob, Zounds, Lost Bodies, Zoom, Καπνός, Χρήστου Γαλανόπουλου, Πράκτορες του Χάους, Μωρά στη Φωτιά, Ντίνου Σαδίκη και Άγγελου Μουρβάτη και δύο ακόμα κυκλοφορίες των Γκούλαγκ και από ξένους καλλιτέχνες των Astronauts, Deep Freeze Mice και Patrik Fitzgerald. Μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της δισκογραφικής ήταν το διπλό CD με τα άπαντα των Ολλανδών Mecano, 20 αντίπυπα του οποίου πουλήθηκαν στη Βραζιλία. 

Image

 

Στις αρχές του 2000 έκλεισε ο κύκλος της Lazy Dog κι άνοιξε εκείνος του mic.gr. Ως ανήσυχο πνεύμα ο Μπάμπης Αργυρίου, έστησε ένα site για τη μουσική, την πιο ψαγμένη, την εναλλακτική, την underground, που είχε και έχει φανατικούς αναγνώστες.  Και ενδιάμεσα έγραφε ασταμάτητα και κυκλοφόρησε -με αυτοέκδοση φυσικά- τρία βιβλία, τα «Έχω όλους τους δίσκους τους» (2013), «Προτιμώ τα παλιά τους» (2015) και «Άλμπουμ διασκευών» (2019), ενώ ένα τέταρτο, που είναι αστυνομικό μυθιστόρημα, έμεινε μισοτελειωμένο στο γραφείο του. 

«Ήταν ένας απαιτητικός συνεργάτης, τον διέκρινε η δημιουργική γκρίνια, ενώ ως άνθρωπος είχε χαρακτηριστικό τη σεμνότητα. Ακόμη και το πρόβλημα υγείας που είχε, από νεαρή ηλικία, δεν το έκανε παντιέρα, δεν μιλούσε γι΄αυτό, δεν αποζητούσε τη λύπηση ή τη συμπόνια», λέει στη Voria, ο επί σειρά ετών συνεργάτης του, Αντώνης Ξαγάς, ο οποίος συνεχίζει ως σήμερα τη λειτουργία του mic.gr.

Επισημαίνει μάλιστα πως ο καλύτερος χαρακτηρισμός γι΄αυτόν τον τόσο σπάνιο, τόσο χαρισματικό και ιδιαίτερα γνωστό και αγαπητό στον κόσμο της underground μουσικής σκηνής, είναι η ρήση του Ιταλού στοχαστή, Αντόνιο Γκράμσι «η απαισιοδοξία στη σκέψη, η αισιοδοξία στην πράξη».

Image

 

Αυτός ήταν στ΄αλήθεια ο Μπάμπης Αργυρίου... απαισιόδοξος στη σκέψη, αλλά τόσο δημιουργικός και τόσο πρωτοπόρος. Γι΄αυτό και οι δικοί του άνθρωποι, οι φίλοι, οι συνεργάτες του δεν χρησιμοποιούν παρελθόντα χρόνο, ούτε του κάνουν μνημόσυνα... δεν τον έχουν χάσει, αλλά από κάπου τους συστήνει νέα μουσικά σχήματα και νέα ακούσματα. 
 

Οι φωτογραφίες προέρχονται από το προσωπικό ιστολόγιο του Μπάμπη Αργυρίου