Skip to main content

Μία τριετία για να υλοποιηθεί το project Σαββίδη για τη Νέα Τούμπα

Τι αναφέρει στη Voria.gr για τη Νέα Τούμπα o Δ. Ανδριόπουλος, επικεφαλής της Dimand SA, της εταιρείας που είναι project manager στο νέο γήπεδο της ΑΕΚ

Η συναίνεση της τοπικής κοινωνίας και των τοπικών αρχών είναι ο σημαντικότερος παράγων για την ομαλή εξέλιξη του σχεδίου του Ιβάν Σαββίδη για τη ριζική αναμόρφωση του ποδοσφαιρικού γηπέδου του ΠΑΟΚ στην Τούμπα, τονίζει στη Voria.gr o πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Dimand SA, Δημήτρης Ανδριόπουλος, της εταιρείας που είναι project manager στο έργο κατασκευής του νέου γηπέδου της ΑΕΚ.

Ο κ. Ανδριόπουλος, που είναι ομιλητής στο αυριανό συνέδριο Prodexpo North για την ακίνητη περιουσία στη Βόρεια Ελλάδα, μεταφέροντας την εμπειρία του από το project κατασκευής τόσο του «Γεώργιος Καραϊσκάκης» όσο της υπό κατασκευή πλέον «Αγιά Σοφιάς», επιμένει ιδιαίτερα ότι η σύμφωνη γνώμη της Πολιτείας, όπως εκφράζεται από τα εμπλεκόμενα υπουργεία, της περιφέρειας, του δήμου και των κατοίκων είναι το κλειδί για να ξεπεραστεί κάθε τεχνικό πρόβλημα που μπορεί να προκύψει. «Δείτε πόσο ομαλά εξελίχθηκε η ανακατασκευή του Καραϊσκάκης από τη μία και τις αντιδράσεις για την Αγιά Σοφιά από την άλλη, που είχαν ιδεοληπτικό και όχι πραγματικά κοινωνικό υπόβαθρο, και θα διαπιστώσετε του λόγου το αληθές», αναφέρει ο κ. Ανδριόπουλος.

Να σημειωθεί ότι η Dimand, κατόπιν αιτήματος της ΠΑΕ ΠΑΟΚ, επεξεργάστηκε, ολοκλήρωσε και παρέδωσε πριν από ένα χρόνο μία προμελέτη για τη Νέα Τούμπα (προκαταρκτική μελέτη βιωσιμότητας) στην οποία περιλαμβάνονται με λεπτομέρειες όλα τα στοιχεία του project -τεχνικά, πολεοδομικά, νομικά, χρηματοδοτικά, χρηματοοικονομικά και άλλα. Μεταξύ των δύο μερών υπάρχει συμφωνία εμπιστευτικότητας. H ΠΑΕ ΠΑΟΚ, στην ιδιοκτησία της οποίας ανήκει ο φάκελος, θα κληθεί να κάνει την τελική επιλογή για τον project manager του έργου. 

Ο κ. Ανδριόπουλος δήλωσε, πάντως, ότι από τη στιγμή της λήψης της απόφασης θα χρειαστούν περίπου τρία χρόνια για την ολοκλήρωση του project (αδειοδοτήσεις και κατασκευή) και πως η κατασκευή γηπέδων εντός του αστικού ιστού όχι μόνο είναι εφικτή αλλά αποτελεί και σημαντικό εφαλτήριο ανάπτυξης των περιοχών παρέμβασης. Σε ερώτηση για τις επιφυλάξεις που έχουν εκφραστεί σχετικά με ενδεχόμενο εντοπισμό αρχαιοτήτων που θα μπορούσαν να μπλοκάρουν το project της Νέας Τούμπας, o κ. Ανδριόπουλος τόνισε πως αυτό δεν μπορεί να αποτελεί εμπόδιο διότι «σε όλη την Ελλάδα υπάρχουν αρχαία, όπου και να σκάψει κανείς, κάτι θα εντοπίσει. Το ζητούμενο είναι ο εκσυγχρονισμός και η ανάπτυξη με σεβασμό στο περιβάλλον και στον πολιτισμό».

Πλέον, αναμένονται οι επόμενες κινήσεις της ΠΑΕ ΠΑΟΚ, εάν δηλαδή θα ξεκινήσει το project από τον ερχόμενο Μάιο όπως είχε αρχικά προγραμματιστεί ή αν, όπως φημολογείται το τελευταίο διάστημα, θα πάει για το επόμενο έτος.

Προοπτική δεκαετίας στα τουριστικά ακίνητα

Η Dimand είναι μία από τις κορυφαίες ελληνικές εταιρείες ανάπτυξης ακινήτων και παροχής κατασκευαστικών υπηρεσιών στην Ελλάδα. Τον περασμένο Δεκέμβριο, με μία πολύ σημαντική συμφωνία, δημιούργησε κοινοπραξία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) για την αξιοποίηση επαγγελματικών -κυρίως αστικών- ακινήτων και την υλοποίηση έργων στον τομέα του τουρισμού, συνολικού ύψους έως 250 εκατ. ευρώ.

Ο κ. Ανδριόπουλος σημειώνει ότι από το 2011 και εντεύθεν η ελληνική τουριστική αγορά βρίσκεται σε φάση μετασχηματισμού, μεταβαίνοντας από το μοντέλο των παραδοσιακών οικογενειακών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων σε επενδυτικά σχήματα με μεγάλους διεθνείς παίκτες. «Αυτή η εξέλιξη προσδίδει μία ποιοτική διάσταση στο μάνατζμεντ και τελικά αποβαίνει προς όφελος του τουριστικού προϊόντος, καθιστώντας το ακόμα πιο ανταγωνιστικό», προσθέτει ο επικεφαλής της Dimand, ο οποίος εκτιμά ότι η ανάπτυξη και η ανοδική ρπή των επενδύσεων στον ελληνικό τουριστικό τομέα θα διαρκέσουν τουλάχιστον άλλη μία δεκαετία.

Τέλος, κληθείς να σχολιάσει το φαινόμενο Airbnb και άλλων σχετικών πλατφορμών της λεγόμενης «οικονομίας διαμοιρασμού», που έχουν αλλάξει το τοπίο των ακινήτων στα κέντρα των μεγάλων πόλεων, ο κ. Ανδριόπουλος υποστηρίζει ότι δεν λειτουργούν ανταγωνιστικά προς τα ξενοδοχεία καθώς επί της ουσίας στοχεύουν σε διαφορετικό πελατολόγιο. «Οι πλατφόρμες τύπου Airbnb έχουν συμπληρωματικό ρόλο προς τα ξενοδοχεία, φέρνοντας συνήθως πελάτες που διαφορετικά δεν θα έρχονταν. Ουσιαστικά λειτουργούν υπέρ του προορισμού και όχι σε βάρος των ξενοδοχείων», σημειώνει.