Skip to main content

Οι επιδοτήσεις ως άλλες... Σειρήνες για τους αγρότες - Πώς χάθηκε το πλεόνασμα στο σιτάρι

Τα ευρωπαϊκά κονδύλια οδήγησαν σε στρεβλή ανάπτυξη των αγροτικών καλλιεργειών, με αποτέλεσμα να προκύψουν στην πορεία ελλείψεις σε προϊόντα

Τον στρεβλό τρόπο με τον οποίο διαρθρώθηκαν οι ελληνικές καλλιέργειες τα τελευταία περίπου 40 χρόνια αναδεικνύει η μεγάλη έλλειψη σε μαλακό σιτάρι, που προέκυψε εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία και της ενεργειακής κρίσης, οδηγώντας σε αύξηση της τιμής του ψωμιού.

Το κυνήγι των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, που συχνά μάλιστα είναι ανεξάρτητες από τη διάθεση της παραγωγής, άλλαξε τον αγροτικό χάρτη φέροντας υπερεπάρκεια σε προϊόντα, αλλά και ελλείψεις σε είδη πρώτης ανάγκης, η καλλιέργεια των οποίων θεωρούνταν «ασύμφορη», με το μαλακό σιτάρι να είναι το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα. Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και της ΠΑΣΕΓΕΣ του 2015, το 1957 η Ελλάδα πέτυχε την αυτάρκεια σε μαλακό σιτάρι με την ποικιλία Γ 38290 που δημιούργησε το Ελληνικό Ινστιτούτο Σιτηρών. Μάλιστα, προς τα τέλη του 1970 υπήρχε πλεόνασμα, το οποίο διατηρήθηκε μέχρι το 1984. Έκτοτε αρχίζει ραγδαία μείωση της καλλιέργειας του μαλακού σιταριού, η οποία συνοδεύεται από αντίστοιχη αύξηση της καλλιέργειας του σκληρού. Σύμφωνα, λοιπόν, με στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, τα 2.498.070 στρέμματα (με παραγωγή 649.800 τόνων) που καλλιεργούνταν με σκληρό σιτάρι στην Ελλάδα το 1981 αυξήθηκαν το 2001 σε 7.083.100 στρέμματα (με παραγωγή 1.457.260 τόνων), ενώ, αντίστροφα, τα 7.517.747 στρέμματα (με παραγωγή 2.106.270 τόνων) που καλλιεργούνταν με μαλακό σιτάρι στην Ελλάδα το 1981 μειώθηκαν το 2001 σε 1.682.273 στρέμματα (με παραγωγή 442.060 τόνων).

Συνολικά, η έκταση του σιταριού την τελευταία εικοσαετία έχει μειωθεί κατά 1.650.000 στρέμματα. Η τεράστια μείωση της παραγωγής του ελληνικού μαλακού σιταριού και του κριθαριού αύξησε σημαντικά την εισαγωγή τους και οδήγησε σε μεγάλο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου στον κλάδο των δημητριακών, αλλά και των ζωοτροφών.

«Η Ελλάδα παράγει σκληρό σιτάρι σε 3 εκατ. στρέμματα και εξάγουμε για τα ζυμαρικά. Στο μαλακό σιτάρι είμαστε ελλειμματικοί, γιατί έχουμε περίπου 1 εκατ. στρέμματα. Ο λόγος είναι ότι μέχρι πρότινος το σκληρό σιτάρι έπαιρνε επιδότηση, ενώ ήταν και εξαγώγιμο, οπότε είχε και λίγο καλύτερη τιμή. Την ίδια στιγμή μπορούσαμε να εισαγάγουμε μαλακό από την Ουκρανία με χαμηλότερη τιμή. Δυστυχώς, οι καλλιέργειες διαρθρώθηκαν με βάση τις επιδοτήσεις και όχι τις ανάγκες. Οι επιδοτήσεις χάλασαν τους παραγωγούς μας, γιατί επαναπαύτηκαν και δεν ενδιαφέρονται πολύ για τα προϊόντα που θα καλλιεργούσαν. Οι ερωτήσεις τους πάντα ήταν αν υπάρχει κάποια νέα επιδότηση κι όχι αν είναι καλύτερο και πιο προσοδοφόρο κάποιο άλλο φυτό ή αν υπάρχουν γεωργικές πρακτικές για βελτίωση της ποιότητας και της απόδοσης», εξήγησε στη Voria.gr ο ομότιμος καθηγητής Γεωπονίας του ΑΠΘ, Ηλίας Ελευθεροχωρινός.

Το παράδειγμα του βαμβακιού

Ενδεικτικό των αλλαγών που έφεραν οι επιδοτήσεις είναι το παράδειγμα του βαμβακιού, το οποίο σταδιακά εκτόπισε άλλες παραδοσιακές καλλιέργειες, όπως το καλαμπόκι, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να είναι η μόνη στην Ευρώπη που το εξάγει. «Το βαμβάκι έχει τρομερά υψηλή επιδότηση, συνδεδεμένη και ασύνδετη, ακόμα δηλαδή κι αν δεν έχεις εξασφαλίσει τη διάθεση του προϊόντος. Η επιδότηση είναι περίπου 150 ευρώ το στρέμμα, πόσο πολύ σεβαστό για έναν παραγωγό. Το αποτέλεσμα ήταν η καλλιέργειά του να επεκταθεί και σε χωράφια μη αρδευόμενα, παρότι το βαμβάκι είναι απαιτητικό στο νερό. Κι αυτό γιατί η επιδότηση καλύπτει και με το παραπάνω τις ανάγκες άρδευσης», ανέφερε ο κ. Ελευθεροχωρινός.

Στον αντίποδα περιορίστηκαν άλλες καλλιέργειες, όπως ο ηλίανθος, προϊόν που επίσης επανήλθε στην επικαιρότητα εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία, τα ζαχαρότευτλα, αλλά και τα όσπρια, τα οποία δεν είχαν καθόλου επιδότηση, ενώ ταυτόχρονα θεωρούνταν ασύμφορα λόγω χαμηλών αποδόσεων, με αποτέλεσμα να εισάγουμε από τον Καναδά ή την Τουρκία.

Πλέον, από τα τέσσερα πιο σημαντικά διατροφικά προϊόντα, που καλύπτουν το 60% των θερμίδων παγκοσμίως, το σιτάρι, το ρύζι, τον αραβόσιτο και τη σόγια, η χώρα έχει επάρκεια και μάλιστα κάνει εξαγωγές μόνο για τα δύο πρώτα (σ.σ. μόνο το σκληρό σιτάρι). Για τα άλλα δύο αναγκάζεται να εισάγει σε μεγάλες ποσότητες, παρότι πρόκειται για προϊόντα που χρησιμοποιούνται και για ανθρώπινη χρήση αλλά και για την παραγωγή ζωοτροφών.

Τα λάθη της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Σύμφωνα με τον καθηγητή, η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω των επιδοτήσεων δεν αποσκοπούσε στη διατροφική αυτάρκεια, ενώ σημαντικό μέρος των κονδυλίων επί της ουσίας πετάχτηκαν στον κάλαθο των αχρήστων. «Η ΕΕ περισσότερο ενδιαφέρεται να εισάγει γεωργικά προϊόντα και να εξάγει βιομηχανικά προϊόντα. Δεν έπιασαν τόπο τα χρήματα της ΕΕ. Δεν είναι μόνο οι επιδοτήσεις που δίνονται τσάμπα, γιατί σε ορισμένες περιπτώσεις δεν παράγονται καν προϊόντα. Δεν γίνονται υποδομές, πχ ταμιευτήρες νερού, αρδευτικά δίκτυα, αγροτικοί δρόμοι, ζητήματα στα οποία έπειτα από λίγο καιρό θα έχουμε πρόβλημα. Επιπλέον, έβαλε την παράμετρο της αγρανάπαυσης κι έτσι έχουμε σήμερα 3,5 εκατ. στρέμματα που δεν καλλιεργούνται, για να δικαιολογούμε τη φιλική προς το περιβάλλον γεωργία. Σε μια χώρα που έχει 32 εκατ. στρ. συνολικά δεν μπορούμε να μπούμε στη λογική αυτή και να στερούμε γη από την παραγωγή», τόνισε.

Ο κ. Ελευθεροχωρινός, μάλιστα, εξέφρασε την εκτίμηση ότι δεν πρόκειται να γίνουν σημαντικές αλλαγές μέχρι το 2027, ενώ με την προβλεπόμενη μείωση της χρήσης λιπασμάτων και φυτοπροστατευτικών προϊόντων στο πλαίσιο της Πράσινης Συμφωνίας (Green Deal) της ΕΕ για τη γεωργία θα υπάρξει μείωση των αποδόσεων.