Skip to main content

Τάσος Βαβούσκος: Η Θεσσαλονίκη κέντρο θρησκευτικής διπλωματίας

Ο υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με τον συνδυασμό Θεσσαλονίκη Υπεύθυνα και τον Νίκο Ταχιάο μιλά για τη απόφασή του να κατέλθει στις δημοτικές εκλογές.

Να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στην τοπική αυτοδιοίκηση αποφάσισε στις φετινές δημοτικές εκλογές ο δικηγόρος Τάσος Βαβούσκος, αποδεχόμενος την πρόσκληση του υποψηφίου δημάρχου Νίκου Ταχιάου και του συνδυασμού «Θεσσαλονίκη Υπεύθυνα» να κατέλθει υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος.

Ο κ. Βαβούσκος μιλά στη Voria.gr και εξηγεί τους λόγους που αποφάσισε να είναι υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος, σε ποιους τομείς προτίθεται να βοηθήσει με την εμπειρία του στη δικηγορία και την εκκλησιαστική διπλωματία, ενώ αξιολογεί τα προβλήματα που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή η πόλη.

Ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο αποφασίσατε για πρώτη φορά να κατεβείτε υποψήφιος στις δημοτικές εκλογές;

Ύστερα από μια διαδρομή πάνω από είκοσι χρόνια τόσο στον επαγγελματικό στίβο ως δικηγόρος όσο και στο πεδίο της επιστήμης με την εξειδίκευσή μου στο τομέα του Εκκλησιαστικού Δικαίου, έκρινα ότι μπορώ να δραστηριοποιηθώ και στα θέματα, που αφορούν στον Δήμο μας. Και ο λόγος είναι, ότι ξέρω, πως οι γνώσεις μου, οι γνωριμίες μου αλλά και η αποδοχή που απολαμβάνω, μπορούν να υποστηρίξουν την προσπάθεια του Νίκου Ταχιάου, να αναμορφώσει την πόλη μας και να την κάνει να χαμογελάσει ξανά.

Γιατί επιλέξατε να συστρατευθείτε με τον Νίκο Ταχιάο και τον συνδυασμό «Θεσσαλονίκη Υπεύθυνα»;

Τον Νίκο Ταχιάο δεν τον γνώριζα προσωπικά. Γνώριζα, όμως, την πορεία του στον χώρο τον πολιτικό και τον αυτοδιοικητικό. Και ήρθε φαίνεται με τις εκλογές αυτές το πλήρωμα του χρόνου, ώστε να διασταυρωθούν οι δρόμοι μας. Η αφορμή δόθηκε από μια συνάντηση γνωριμίας, η οποία  «γύρισε» σε μια ειλικρινή και «ανοικτή» συζήτηση γύρω από την πόλη μας και τα προβλήματά της. Και ήταν η θέρμη και η ζέση, με την οποία ο Νίκος μιλούσε, για το πώς η Θεσσαλονίκη πρέπει να φύγει μπροστά, να γίνει μια πραγματική πρωτεύουσα των Βαλκανίων, που με έπεισαν να ενταχθώ στην ομάδα του. Και για να μην το ξεχάσω, είμαστε και οι δύο παιδιά του βλαχόφωνου Ελληνισμού, αφού από τους παππούδες μας έχουμε κοινή καταγωγή από το  Κρούσοβο του Μοναστηρίου, το προπύργιο του Μακεδονικού Ελληνισμού, όπως έλεγε ο αείμνηστος πατέρας μου Κωνσταντίνος Βαβούσκος. Και δεν το τονίζω αυτό ως «ομολογία πίστεως» αλλά ως ψύχραιμη απάντηση, σε όσους διανοούνται να θέτουν ερωτήματα του τύπου: «Γιατί δεν βγαίνετε να μιλήσετε για την Συμφωνία των Πρεσπών». Αλλά αυτό είναι μια άλλη και μεγάλη συζήτηση.

Θεωρείτε ότι η απερχόμενη διοίκηση Μπουτάρη άφησε έργο; Χρειάζεται μήπως μια εκ βάθρων αλλαγή στη διοίκηση του δήμου;

Κοιτάξτε, κάθε Δήμαρχος βάζει σ’ αυτήν την πόλη τη σφραγίδα του. Και η σφραγίδα της απερχομένης Δημοτικής Αρχής μπήκε στραβά, σε λάθος θέση και είναι και θολή.
Αν θα άρχιζα από τα θέματα της καθημερινότητας, αυτής της καθημερινότητας που βιώνω και εγώ και εσείς και όλοι μας κάθε μέρα, θα έλεγα, ότι στην καλύτερη περίπτωση μείναμε στην προ δεκαετίας κατάσταση. Μιλάμε, στην καλύτερη περίπτωση. Το κυκλοφοριακό, η αποκομιδή των απορριμάτων και η εν γένει καθαριότητα της πόλης, οι εγκαταλελειμμένοι χώροι πρασίνου, γενικότερα η εγκατάλειψη όχι μόνο στο κέντρο της πόλης αλλά και στις όμορφες κατά τα άλλα γειτονιές της (Τούμπα, Τριανδρία, Χαριλάου κ.λ.π.) είναι μια εικόνα, που όλοι ομολογούμε. Δυστυχώς, αυτό που λείπει τα τελευταία χρόνια από τον Δήμο μας είναι η συνέχεια και η σταθερότητα. Ότι φτιάχνεται, εγκαταλείπεται στην τύχη του και ξαναασχολούμαστε μαζί του, όταν χαλάσει, για να το ξαναφτιάξουμε. Χαμένος χρόνος, χαμένα χρήματα.

Άφησα χωριστά από τα άλλα θέματα της καθημερινότητας την ασφάλεια. Γιατί, αν μπορείς να δημιουργήσεις σε μια πόλη με μποτιλιάρισμα ή σε μια πόλη βρώμικη, σίγουρα δεν μπορείς να δημιουργήσεις σε μια πόλη που δεν παρέχει το αίσθημα της ασφάλειας. Η έλλειψή της είναι μια διαπίστωση, που μου αναφέρει η συντριπτική πλειοψηφία των δημοτών, με τους οποίους μίλησα και μιλώ. Και δεν μπορεί να κάνουν λάθος όλοι. Η ασφάλεια είναι η αρχή και η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, διότι δεν αφορά μόνον σ’ εμάς, που ζούμε σ’ αυτήν την πόλη. Αφορά και στους επισκέπτες της, οι οποίοι δίνουν και μια άλλη πνοή στην πόλη.

Από την άλλη πλευρά, ο Δήμος μας παρουσιάζει πλέον και έντονη θεσμική δυσλειτουργία. Φαινόμενα, όπως η  αναβολή συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου λόγω έλλειψης απαρτίας και η εξαιτίας αυτού εκπεφρασμένη αγανάκτηση του Δημάρχου, η οποία να φτάνει μέχρι το σημείο, να παροτρύνει επισήμως τους δημότες να «μαυρίσουν», όσους δημοτικούς συμβούλους δεν σέβονται το Δημοτικό Συμβούλιο, αν μη τι άλλο αποδεικνύουν παρακμή και παντελή περιφρόνηση προς τους θεσμούς της πόλης. Και όταν γκρεμίζεις τον θεσμό, απλά τραβάς το χαλί κάτω από τα πόδια σου. Η δε αποκατάσταση του κύρους ενός θεσμού, και εδώ μιλάμε για το κεντρικό διοικητικό όργανο του Δήμου, είναι το δυσκολότερο έργο, που έχει να επιτελέσει η νέα Δημοτική Αρχή υπό τον Νίκο Ταχιάο.

Συνεπώς, όλα εν ολίγοις πρέπει να στηθούν από την αρχή. Η πόλη μας πρέπει να αποκτήσει μια νέα εικόνα, τόσο ως Δήμος σε επίπεδο θεσμικό όσο και ως πόλη σε επίπεδο αισθητικής, καθημερινής ζωής και εξωστρέφειας.

Έχετε βαθιά γνώση της εκκλησιαστικής διπλωματίας. Πώς μπορείτε να αξιοποιήσετε την τεχνογνωσία που διαθέτετε προς όφελος του δήμου;

Θα σας εξηγήσω αμέσως. Η εκκλησιαστική διπλωματία είναι κομμάτι της θρησκευτικής διπλωματίας, καθόσον η δεύτερη αφορά σε όλα τα θρησκεύματα, ενώ η πρώτη αφορά μόνο στη χριστιανική θρησκεία. Θα επικεντρώσω καταρχήν την προσοχή μου στην εκκλησιαστική διπλωματία, αφού η πόλη μας είναι στερεώς συνδεδεμένη με την Ορθοδοξία.

Η Εκκλησία, πέραν από θεοΐδρυτος Οργανισμός με πνευματικό προσανατολισμό και σωτηριολογικό έργο, είναι ταυτοχρόνως παράγοντας και παραγωγός πολιτισμού. Θα αναφέρω ενδεικτικά την εκκλησιαστική τέχνη ως εικονογραφία αλλά και ως αρχιτεκτονική, το συγγραφικό έργο των Πατέρων της Εκκλησίας και τον ίδιο τον ιστορικό βίο της Εκκλησίας μας. Όλοι αυτοί οι τομείς δραστηριότητας Ορθόδοξης Εκκλησίας αποτελούν έναν θησαυρό όχι μόνο για την θρησκεία μας αλλά και για όλο τον κόσμο.

Η προβολή αυτού του θησαυρού αποτελεί τον κρίκο, που ενώνει όλους όσους έχουν πνευματικές αναζητήσεις, χωρίς βέβαια να αποκλείουμε και το όφελος της πόλης μας, η οποία κακά τα ψέματα αποπνέει Βυζάντιο και Ορθοδοξία. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και την ιδιότητα της Θεσσαλονίκης ως ανέκαθεν σημείου συνάντησης και ειρηνικής συνύπαρξης Μουσουλμάνων, Ισραηλιτών και Χριστιανών, με τα αποτυπώματα της να είναι εμφανή σε κάθε γωνιά της πόλης μας, γίνεται κατανοητό ότι και η θρησκευτική διπλωματία, δηλαδή η προβολή της Θεσσαλονίκης ως τόπος αρμονικής συμβίωσης και συνεργασίας αλλά και διαλόγου μεταξύ των θρησκειών, έχει μεγάλο πεδίο ανάπτυξης.

Για αυτούς τους λόγους, η πόλη μας μπορεί να γίνει κέντρο και σημείο αναφοράς στον τομέα της εκκλησιαστικής αλλά και της θρησκευτικής γενικότερα διπλωματίας, αρκεί να υπάρχει θέληση και πάνω απ’ όλα κεντρικός σχεδιασμός. Για να υπάρχει και συνέχεια και σταθερότητα σ’ αυτό.  

Ο θρησκευτικός τουρισμός αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο για την πόλη. Θεωρείτε ότι πρέπει να γίνουν περαιτέρω βήματα για την ενίσχυση του; Ποιες είναι οι προτάσεις σας;

Ο θρησκευτικός τουρισμός είναι κομμάτι του τουρισμού γενικότερα. Για την πόλη μας, όμως, με τους άρρηκτους δεσμούς που έχει με το Βυζάντιο και την Ορθοδοξία, ο θρησκευτικός τουρισμός αποκτά μια βαρύνουσα σημασία. Η ίδια η πόλη μάς οδηγεί σ’ αυτή την διαπίστωση.

Για αυτό τον λόγο, θα πρέπει να προσέξουμε τον τομέα αυτόν και να στηρίξουμε την ανάπτυξή του.

Μια πρώτη προσέγγιση είναι η δημιουργία σε συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς ενός οδηγού θρησκευτικών μονοπατιών, ο οποίος μπορεί να είναι και έντυπος αλλά και σε μορφή εφαρμογής για κινητά ή tablets. Ουσιαστικά, θα πρόκειται για ένα χάρτη, στον οποίο θα αποτυπώνονται όλα τα θρησκευτικά μνημεία της πόλης μας, καθώς και οι διαδρομές που θα πρέπει να ακολουθήσει ο επισκέπτης, για να τα επισκεφθεί.

Μια εξίσου σημαντική κίνηση θα είναι η συνεργασία και η συνεννόηση με την Εκκλησία της Ελλάδος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με στόχο την εδραίωση της πόλης μας ως κέντρου θρησκευτικού συνεδριακού τουρισμού.

Τέλος, μια πρόταση ριζοσπαστική και πρωτότυπη μπορεί να είναι η ενίσχυση του τομέα της συντήρησης των εκκλησιαστικών κειμηλίων, ώστε να γίνει η Θεσσαλονίκη κόμβος στην προστασία και στην προβολή τους ως τμήματος της εν γένει πολιτιστικής κληρονομιάς μας. Στην περίπτωση αυτή, η στενή συνεργασία κυρίως με την Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης αλλά και με την Ιερά Βασιλική Πατριαρχική Μονή των Βλατάδων θα απέφερε πολύ θετικά αποτελέσματα.