Skip to main content

Τι ομάδα είσαι ρε;

Ένα παιδί που φοβάται για το παιδί του, ο Άλκης και η αλκή

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα μικρό παιδί που λάτρευε να παίζει ποδόσφαιρο. Πού τον έβρισκες, πού τον έχανες, ήταν με μια μπάλα στα πόδια, συνήθως μια ξεφτισμένη, σχεδόν κανιβαλισμένη, Molten, με άσπρα εξάγωνα και μαύρα πεντάγωνα ραφτά μπαλώματα φτηνής δερματίνης. Όταν δεν είχε παρέα, έπαιζε μόνος: αντάλλασσε πάσες με τον πλευρικό τοίχο απ’ τ’ αποθηκάκι του παππού ή κλοτσούσε με δύναμη τη μπάλα στο συρματόπλεγμα απ’ το κοτέτσι, το οποίο σύντομα, από τα πρώτα σουτ, είχε πάρει μια κοιλόκυρτη μορφή, με αποτέλεσμα να την επιστρέφει γλυκά πίσω στα πόδια του· άψυχος, αλλά πιστός παρτενέρ. Καμιά φορά δεν έπιανε σωστά το σουτ, ιδίως όταν κλοτσούσε με τ’ αριστερό, το οποίο ήθελε διακαώς να βελτιώσει για να μοιάσει στα ινδάλματά του, κι η μπάλα καρφωνόταν στις μυτερές εξοχές των συρμάτων, στη γωνία του κοτετσιού, όπου διαπλέκονταν καθέτως τα πλέγματα –αυτό που στο μυαλό του ήταν το δοκάρι του νοητού τέρματος. Όταν πια είχε σκάσει αρκετές, τις άφησε καρφωμένες στα σύρματα ώστε ν’ αποφεύγεται μελλοντικά ένα ακόμη μοιραίο –τώρα, έτσι με τα ξέφτια τους, έμοιαζαν με μεγάλες χάντρες σε ξεχαρβαλωμένο ασπρόμαυρο κομποσκοίνι.

Μάζευε φανατικά χαρτάκια Panini και, όποτε τον άφηναν, έβλεπε μπάλα, είτε στην τηλεόραση είτε στο γήπεδο του χωριού. Δεν είχε ταυτιστεί με κάποιον σύλλογο, ο πατέρας του, αν και υποστήριζε συγκεκριμένη ομάδα, δεν τον νουθέτησε ποτέ, τον είχε πάει να δει τα πρώτα του παιγνίδια επαγγελματικού ποδοσφαίρου σε μία μικρή επαρχιακή πόλη, σχεδόν με όλες τις μεγάλες ομάδες, αλλά δεν προτίμησε καμιά. Όταν τον έπαιρνε μαζί του στο καφενείο, ένας από τους φίλους του πατέρα του τον ρώτησε: «Τι ομάδα είσαι ρε;». Χλόμιασε και σώπασε, γιατί δεν ήξερε ούτε ο ίδιος την απάντηση σε μια ερώτηση που σ’ όλους τους υπόλοιπους θα φαινόταν λογική και, σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, θα έπαιρνε άμεση απάντηση, αλλά εκείνος γρήγορα τον δελέασε: «Αν λες ότι είσαι "μεγάλη ομάδα του Νότου" θα σου παίρνω, κάθε φορά που σε βλέπω, μια πορτοκαλάδα και θα σου δίνω δυο εικοσάδραχμα να παίζεις ηλεκτρονικά». Το ψάρι πιάστηκε στ’ αγκίστρι, αλλ’ όχι για πολύ.

Λίγο καιρό μετά, κι αφού όλοι οι συμμαθητές και φίλοι του είχαν επιλέξει, διάλεξε κι αυτός μία ομάδα, αυτήν του μπαμπά του. Όχι γιατί είχε σαφή εικόνα από όλες τις ομάδες ή θαύμαζε την «ιδεολογία» κάποιας ή κάποιον συγκεκριμένο ποδοσφαιριστή, ή έθελγε στο χορτάρι, τουναντίον, αλλά γιατί όλοι είχαν «αγαπημένη» ομάδα, ακόμα κι αν δεν την είχαν δει από κοντά. Φοβόταν μήπως στα μάτια των υπολοίπων φαινόταν διαφορετικός, πράγμα πολύ κακό, όπως είχε ήδη καταλάβει, για τον μικρόκοσμο ενός χωριού. Για την ομάδα του δεν γνώριζε πολλά, μόνον τους ενδεκαδάτους παίκτες, τα αποτελέσματά της τις Κυριακές το βράδυ, στο τέλος των δελτίων ειδήσεων, ότι βωλόδερνε μεταξύ φθοράς κι αφθαρσίας, αλλά και πως είχε φανατικούς οπαδούς. Οι ομοϊδεάτες του, όμως, στο χωριό κάθε άλλο παρά φανατικοί ήταν, πιο πολύ για τον χουλιαμά.

Όταν μετακόμισαν στη μεγαλούπολη θα ξεκινούσε στο Γυμνάσιο. Για να φανταστείς πόσο εκτός μόδας ήταν στα όλα του, η μάνα του στον αγιασμό, όπου δεν γνώριζε ούτε μια ψυχή, τον έστειλε με καρό πουκαμισάκι, κοντό κοτλέ παντελονάκι κι ανοιχτά δερμάτινα πέδιλα –όλοι οι υπόλοιποι φορούσαν αθλητικά παπούτσια μ’ αερόσολα, αθλητικά κοντομάνικα, ακριβές αθλητικές φόρμες, διάστικτες με μεταλλικά κουμπάκια στο πλάι, πετσετέ περικάρπια και τζόκεϊ καπέλα με σήματα από ομάδες του NBA. Κάτωχρος και κάθιδρος από ντροπή, αυτοεξορίστηκε τελευταίος στη σειρά, στις πλάτες των υπολοίπων και πίσω από τα θανατερά, στα δικά του μάτια, βλέμματά τους. «Τι ομάδα είσαι ρε;», ήταν η δεύτερη ερώτηση που του έκαναν όσοι είχαν την περιέργεια να τον πλησιάσουν, μετά το πώς σε λένε. Όταν, σχεδόν τρομαγμένος, απάντησε, τον λοιδόρησαν για την επιλογή του και του είπαν, με αρκετό λεονταρισμό, «εμείς έχουμε Super3 ρε». Εκείνη τη στιγμή, μες στον πανικό του, του βγήκε μια πηγαία ένταση αυτοσυντήρησης, μια ενστικτώδης αντίδραση να απαντήσει με το ίδιο νόμισμα, που θα φανέρωνε μεν ότι ίσως υπήρχε σφυγμός, αλλά και το πόσο (πολύ-πολύ) μακριά από τα οπαδικά βρισκόταν. «Κι εμείς έχουμε Super4», ανταπάντησε με όση αυτοπεποίθηση του είχε απομείνει, για να εισπράξει αυτομάτως εμπαιγμό κι ειρωνεία, αν όχι οίκτο. Τόσο άβγαλτος ήταν.

Θέλοντας και μη, αν μπεις στον χορό, θα πρέπει να χορέψεις. Τον συμπαρέσυραν, ίσως αφέθηκε κι αυτός, στο τσουνάμι οπαδισμού εκείνης της εποχής και τώρα τα ελαφριά κι αεράτα μπλε πέδιλα είχαν γίνει βαριά κι ασήκωτα σκεϊτάδικα reef. Ένα παγωμένο απόγευμα που γυρνούσε από το φροντιστήριο, και αντί για κασκόλ φορούσε ένα παλαιστινιακό, είδε δυο άτομα, ενήλικες αλλά νεαρούς, να περνούν με μεγάλες δρασκελιές από το απέναντι πεζοδρόμιο στο δικό του. Δεν τον ρώτησαν καν τι ομάδα είναι, αφού υπονοείτο, απλά εφόρμησαν σαν ταύροι σε κόκκινο πανί, του τράβηξαν το παλαιστινιακό κι έτρεξαν φτύνοντας πίσω τους δυο-τρία μπινελίκια. Κι εκείνος έμεινε με την απορία, αγαλματάκι, με τον λαιμό και την αυτοκυριαρχία εκτεθειμένα. Δεν ξαναφόρεσε ποτέ κασκόλ, παλαιστινιακό ή περιλαίμιο, ό,τι χρώμα κι αν είχαν, όσο αναγκαία κι αν ήταν.

Ένα βράδυ στο Λύκειο ήταν απογευματινός και έπαιζε ένα διπλάκι με την υπόλοιπη τάξη στο προαύλιο του σχολείου, την ώρα της γυμναστικής. Όταν νύχτωνε, γύρω από το σχολείο κινούνταν κατά καιρούς απροσάρμοστοι και δύστροποι εξωσχολικοί. Ένας από αυτούς, με μία χαρακτηριστική πολύχρωμη μοϊκάνα ανοιγμένη σα βεντάλια πάνω στο κατά τα λοιπά ξέτριχο κρανίο, ήταν ο πιο τρομακτικός, γιατί δεν δίσταζε, συχνά-πυκνά, να μπαίνει μες στο προαύλιο σαν αλεπού σε κοτέτσι, φαινόταν, δε, από μακριά γιατί φωσφόριζε στο σκοτάδι, φορώντας το Φλάιτ μπουφάν γυρισμένο στο πορτοκαλί. Δεν του 'χε τύχει μέχρι τότε να πέσει σε κάποια εισβολή του μοϊκανού, αλλά εκείνο το βράδυ τού 'μελλε. Πλησίασε με ράθυμο, αλλά απειλητικό βάδισμα, σέρνοντας επικρουστικά και θορυβωδώς τις φτέρνες, έβγαλε από το δεξί πόδι τη βαριά κι εκφοβιστική στην όψη μπότα Βέρμαχτ, με την τρίπατη σόλα και την ατσαλένια επικάλυψη στη μύτη της, προεξέτεινε το χέρι και την ύψωσε πάνω από το κεφάλι: «Τι ομάδα είσαι ρε;». Απάντησε πολύ σωστά και γρήγορα, δίχως να κομπιάσει ρισκάροντας να προδώσει μία άβολη αλήθεια, γιατί κατάλαβε νωρίς κοιτώντας τις κονκάρδες στην εξωτερική πλευρά του αριστερού μπράτσου του τζάκετ. Αυτό, βέβαια, δεν στάθηκε ικανό να υποστείλει το άρβυλο και ν' αποτρέψει το απότοκο. «Δως μου ό,τι φράγκα έχεις πάνω σου».

Όταν πήγε να σπουδάσει σ’ ένα μεγάλο νησί του νότου, κι αφού πια, μετά το γυμνασιακό κάζο, το αγόρι είχε καλλιεργήσει επαρκώς τις επικοινωνιακές του δυνατότητες, ήθελε να γνωρίσει πολύ κόσμο, να αναμειχθεί και να συγχρωτιστεί μ’ άλλους απ’ όλη τη χώρα. Θεωρούσε ότι η ωριμότητα της ηλικίας και η ακαδημαϊκότητα της περίστασης θα οδηγούσαν, σχεδόν αναπόδραστα, σε σοβαρές φιλίες και στιβαρές συζητήσεις. Έτσι, έκανε πάντα πρώτος το πρώτο βήμα της πρώτης γνωριμίας, αυτής της πάντοτε άχαρης και αμήχανης στιγμής, της δειλιασμένης κίνησης να τολμήσεις ν’ αποπειραθείς να δημιουργήσεις απ' το μηδέν έναν δεσμό, ικανοποιώντας την εγγενή επιθυμία να εντοπίσεις συνοδοιπόρους. Γεια, είμαι ο τάδε, γεια σου τάδε, είμαι ο δείνα, τι ομάδα είσαι; Εφόσον είσαι από ‘κει τότε θα ‘σαι τέτοιος, σωστά; Σωστά! Το κατάλαβα, φαίνεται, μπαμ κάνεις, διαβατήριο έφερες;

Εκτός από το προκαταρκτικό, που η απόκριση ήταν Βήτα με ρέζους θετικό, το «τι ομάδα είσαι ρε;» στον στρατό τού έμελλε διττό. Την πρώτη φορά που το άκουσε το μέτρησε καλά κι απάντησε ενδεδειγμένα. Εξασφάλισε την εύνοια του αψύ ανθυπολοχαγού και γλύτωσε πολλές από τις αγγαρείες -έχε το υπόψιν για μια δύσκολη ώρα, το τι υποστηρίζεις μπορεί να σε βοηθήσει να μην κάνεις ποτέ εποικοδομητικό γόπινγκ ή να μην πλένεις πιάτα με παγωμένο νερό και νερωμένο αρχέγονο απορρυπαντικό. Τη δεύτερη, όμως, μπροστά στην παλιοσειρά, με το ξεθωριασμένο χιτώνιο και τη σχεδόν άσπρη παραλλαγή, που ήταν στα λελέ του κι έβγαζε υπηρεσίες στο 1ο γραφείο, δεν ζύγισε σωστά την κατάσταση κι έδωσε τη λάθος απάντηση, επισύροντας μια βραχύβια, αλλά εξουθενωτική και ψυχοφθόρα, ποινή, ένα εκδικητικό τρίμηνο. Τον έλιωσε στο γερμανικό, το εξαντλητικό 2-4 της άσπονδης νύχτας, κι όταν ήταν Κυριακή έκανε σκοπιά πάντα στο νούμερο με το οποίο συνέπιπτε χρονικά ο αγώνας της ομάδας του.

Έκτοτε το παιδί μεγάλωσε κι έκανε οικογένεια. Δεν ανησυχεί πια αν πρέπει να καλοκαρδίσει κάποιον για να εξαργυρώσει ένα δέλεαρ, αν φανεί διαφορετικός μεταξύ ομοίων, αν γελοιοποιηθεί επειδή το Super κι ο αριθμός που το συνοδεύει είναι σύνδεσμος οργανωμένων ή τυχερό παίγνιο, αν δει κάποιους να τρέχουν απ' τ' απέναντι πεζοδρόμιο σ' αυτό που περπατά ή αν λαμπυρίζει κάτι πορτοκαλί στο σκοτάδι και δεν είναι πυγολαμπίδα, αν μοιάζει κι ακούγεται με Βόρειο ή Νότιο, λες και ζει στις εμφυλιακές ΗΠΑ, αν θα πρέπει να λογοδοτήσει σε καραβανά ή σε στραβάδι. Δεν φοβάται πια αν θα τον ρωτήσει κανείς απειλητικά τι ομάδα είναι, έτσι κι αλλιώς δεν έχει πλέον απάντηση -σωστή, λάθος ή κεκαλυμμένη- να δώσει· αλλά τρέμει, τρέμει ρε, στην ιδέα ότι θα ρωτήσουν το παιδί του.

__________________________________________________________________

Μια ολόιδια ερώτηση απηύθυναν και στον Άλκη. Αυτές οι τέσσερις ματωμένες λέξεις ήταν από τις τελευταίες που άκουσε πριν κοντοσταθεί ασθμαίνοντας σε μια αβλάστητη ζαρντινιέρα και ξεψυχήσει πάνω σ' ένα βρόμικο και παγωμένο πεζοδρόμιο, ακριβώς δύο χρόνια πριν. Μαζί με τους φίλους του, έδωσαν σε αυτήν την ερώτηση μία απάντηση -ήταν και σωστή και λάθος, ταυτόχρονα. Σωστή γιατί ήταν ειλικρινής, θαρρετή, ντόμπρα και σταράτη, αλλά και λάθος για τους ίδιους ακριβώς λόγους, όσο οξύμωρο και τραγικό κι αν φαίνεται.

Αν κάποιος τονίσει λάθος το όνομα του Άλκη θα γεννηθεί μια νέα λέξη, η αλκή, που έρχεται από το παρελθόν, από τη σεβάσμια αρχαιοελληνική γλωσσολογική παρακαταθήκη. Αλκή σημαίνει, εκτός πολλών άλλων, ρώμη, ισχύς, ψυχική δύναμη, μάχη, ανδρεία. Σήμερα, δυο χρόνια μετά την αποφράδα νύχτα, θυμάμαι τον Άλκη και την αλκή, που σωρηδόν αξιοποιεί ο Όμηρος σε στίχους του σε Οδύσσεια και Ιλιάδα, προτρέποντας: «αλκής μνησαμένω». Να ανακαλείς, δηλαδή, στη μνήμη πράξεις ανδρείας και ν' ανθίστασαι. Αντιστάσου.

Image