Skip to main content

Πώς το σινεμά και το Χόλιγουντ μπορούν να γίνουν πραγματικά σύμμαχοι της Θεσσαλονίκης

Η Θεσσαλονίκη χρειάζεται ένα αφήγημα που θα την κάνει... trendy, δεν φτάνουν ούτε οι επίπεδες εικόνες τοπίου ούτε τα ηλιοβασιλέματα του λιμανιού.

Η εικόνα θεωρείται το πιο δυνατό μέσο προβολής και σε ό,τι αφορά τον αστικό χώρο κάτι τέτοιο προσδιορίζεται κυρίως μέσα από κινηματογραφικά και τηλεοπτικά πλάνα. Η Θεσσαλονίκη των τελευταίων δεκαετιών, παρά το αναμφίβολο ενδιαφέρον που παρουσιάζει από εικαστική άποψη, κυρίως λόγω της θάλασσας, αλλά και της μακραίωνης ιστορίας της ως πόλη ενός ισχυρού βασιλείου στην αρχή, τριών αυτοκρατοριών στη συνέχεια και μίας σύγχρονης ευρωπαϊκής χώρας σήμερα, ελάχιστα έχει αξιοποιηθεί ως σκηνικό στο σινεμά και στη μικρή οθόνη. Κάποιες ασπρόμαυρες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου των 60’s λειτουργούν σήμερα ως ντοκιμαντέρ για να θυμόμαστε πως ήταν η πόλη εκείνα τα χρόνια, ενώ ο απόλυτος κινηματογραφικός θρίαμβος της Θεσσαλονίκης ήταν αναμφίβολα το γεγονός ότι αποτέλεσε το βασικό σκηνικό της πιο πολυβραβευμένης ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Το «Μία αιωνιότητα και μια μέρα», που γυρίστηκε το 1998, τιμήθηκε με τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών και το Βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής, ενώ στο κινηματογραφικό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κέρδισε 7 βραβεία, για καλύτερη ταινία, καλύτερη σκηνοθεσία, καλύτερο σενάριο, καλύτερη μουσική, καλύτερη ηθοποιός β' γυναικείου ρόλου, καλύτερα κοστούμια και καλύτερα σκηνικά. Μια ταινία που «ταξίδεψε» τη Θεσσαλονίκη στα πέρατα του κόσμου με πειστικό τρόπο, καθώς ο Αγγελόπουλος αξιοποίησε την ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης ως πρωταγωνίστρια του φιλμ. Προφανώς επειδή η αισθητική της ταίριαζε απόλυτα στην ψυχοσύνθεσή του. Οι αργοί ρυθμοί, η υγρασία, η ομίχλη, τα θαμπά φώτα, που στην κάμερα του Αγγελόπουλου γίνονται ποιήματα, είναι η πραγματικότητα της Θεσσαλονίκης ώς το μεδούλι.

Πόλη κατασκόπων και…

Τον τελευταίο καιρό αυτή η… κινηματογραφική έρημος φαίνεται ότι τελειώνει για τη Θεσσαλονίκη. Ή –τέλος πάντων- φαίνεται να υπάρχει παρούσα μία όαση. Η τρίτη μεγάλη Χολιγουντιανή παραγωγή τους τελευταίους δέκα μήνες γυρίζεται αυτές τις μέρες στην πόλη και έρχονται άμεσα άλλες δύο. Μόνο που ο ντόρος που γίνεται σήμερα δεν συγκρίνεται με ό,τι είχε συμβεί πέρσι τον Μάιο, όταν ξεκίνησε αυτό το «πανηγύρι» με απόλυτο πρωταγωνιστή τον Αντόνιο Μπαντέρας. Ή ο κόσμος έχει, πλέον, πολύ μεγαλύτερα προβλήματα ή οι Θεσσαλονικείς που -έστω ως μνήμη- είναι φορείς κοσμοπολιτισμού, συνήθισαν πολύ εύκολα μια κατάσταση που θέλει την πόλη κινηματογραφικό πλατό. Στην περίπτωση αυτής της τρίτης ταινίας, μάλιστα, τα πράγματα είναι διαφορετικά, καθώς το όφελος της Θεσσαλονίκης δεν περιορίζεται στα έσοδα που υπάρχουν από τη διαμονή και τη γενικότερη δραστηριότητα των συντελεστών. Επεκτείνεται και στην απευθείας προβολή της πόλης, αφού το σενάριο τροποποιήθηκε και ο χώρος δράσης από το Μόναχο, το οποίο πρωταγωνιστεί στο βιβλίο που οποίο βασίζεται η ταινία, μεταφέρθηκε στα Βαλκάνια και στον Θερμαϊκό κόλπο. Είναι προφανές ότι η Θεσσαλονίκη θα προβληθεί ως ο εαυτός της και τα τοπωνύμιά της. Τα Λαδάδικα, τα Κάστρα, η Αριστοτέλους. Τώρα κατά πόσον η πόλη αποτελεί στις μέρες μας σημείο σύγκρουσης κατασκόπων είναι άλλη ιστορία. Προφανώς και κάτι τέτοιο δεν ισχύει, πρωτίστως επειδή το παιχνίδι της κατασκοπίας έχει αλλάξει και από τους δρόμους έχει εν πολλοίς μεταφερθεί στις οθόνες των υπολογιστών. Αλλά και επειδή η σημασία της πόλης στη γεωπολιτική σκακιέρα έχει υποχωρήσει μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Όπως και συνολικά των Βαλκανίων φυσικά.

… η ανεμελιά των… χίπηδων

Από την άλλη η Θεσσαλονίκη δεν είναι ούτε η πόλη της ανεμελιάς και του σύγχρονου… χιπισμού. Όπως δηλαδή επιχειρεί να την παρουσιάσει τον τελευταίο καιρό ένα από τα καθημερινά σίριαλ μεγάλης ακροαματικότητας, που μεταδίδει η ελληνική τηλεόραση. Με τέσσερα νέα και ερωτευμένα παιδιά να τριγυρίζουν αγκαλιασμένα στο κέντρο της πόλης, να τρώνε μπουγάτσες, να πίνουν τσίπουρα και να φορτώνονται σακούλες από την Τσιμισκή, τη Μητροπόλεως και τα πέριξ. Ψυχραιμία παιδία! Ωραίες εικόνες. Θεαματικές εικόνες, όταν οι λήψεις γίνονται από ψηλά και όλα δείχνουν τακτοποιημένα. Πραγματικές εικόνες σε κάποιον βαθμό, αφού επιβεβαιώνουν κατά τον καλύτερο τρόπο ότι «η Θεσσαλονίκη είναι πόλη για ανθρώπους με έτοιμα και όχι για ανθρώπους με αίτημα». Πλάνα και εικόνες που στις μέρες μας μάλλον δεν είναι ικανές να… ψήσουν κανέναν ούτε εντός, ούτε –πολύ περισσότερο- εκτός Θεσσαλονίκης, ότι τα πράγματα είναι ειδυλλιακά. Τόσο… φανταστικά ώστε να την επισκεφθεί ή να την θυμηθεί ή να την ξαναγαπήσει. Λείπει το βάθος, που υπάρχει -για παράδειγμα- στα τραγούδια του Τσιτσάνη, στα κείμενα του Ιωάννου, στα ιστορίες του πανεπιστημίου. Διότι, όπως έχει αποδειχθεί, πάντα χρειάζεται είτε μια γοητευτική ιστορία είτε μια ιστορία γοητευτικών ανθρώπων καλυμμένη με υγρασία. Με φόντο την παραλία, τον Λευκό Πύργο, τις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου, την Αριστοτέλους, την Άνω Πόλη, τον άξονα της Ροτόντας και της Δημητρίου Γούναρη, τις βυζαντινές εκκλησίες. Με σάουντρακ βυζαντινούς ύμνους, ρεμπέτικα, κομμάτια της τζαζ και τα κατά Χατζιδάκι – Χριστιανόπουλο «Τραγούδια της αμαρτίας», ώστε αυτός που ακούει και βλέπει, συγχρόνως να αισθάνεται. Να μπορεί να ταυτιστεί. Να νιώσει από απόσταση στο πετσί του τη βαριά ατμόσφαιρα του τόπου τις μέρες που ψιλοβρέχει. Να τον… πλακώσει η σκιά μιας ιστορίας περίπου 2.350 χρόνων. Να περπατήσει τοίχο τοίχο με τους καημούς ξεχωριστών ανθρώπων, οι ιστορίες των οποίων συγκινούν επειδή είναι αυθεντικές. Αλλά και να παρασυρθεί από το απρόσεκτο πλήθος που σουλατσάρει στη λεωφόρο Νίκης. Όλα αυτά που είναι απαραίτητα για να νιώσει κανείς έναν τόπο, αφού το να μπει ή να κρυφοκοιτάξει μέσα σε κάθε σπίτι, από τα ημιυπόγεια της Κασσάνδρου, μέχρι τα ρετιρέ της παραλιακής λεωφόρου Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι μάλλον αδύνατον.

Βέβαια στην παρούσα συγκυρία η κάθε προβολή είναι για τη Θεσσαλονίκη χρήσιμη. Ακόμη και μέσα στην Ελλάδα, όπου η φήμη της είναι αξεπέραστη, τον τελευταίο καιρό η πόλη ακούγεται κατά βάσιν στο αστυνομικό δελτίο.  Οπαδική βία, πορνοεκδίκηση, βιασμοί, κυκλώματα. Το διαρκές στοίχημα για τους αρμόδιους της πόλης –διότι υπάρχουν αρμόδιοι, πώς να το κάνουμε- παραμένει να βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος για να εξελιχθεί η Θεσσαλονίκη σε κάτι μοδάτο. Ένα αφήγημα που θα την κάνει trendy, όπως θα έλεγαν οι νεότεροι, αξιοποιώντας τα πραγματικά της πλεονεκτήματα. Έτσι η προβολή θα έχει διάρκεια και πρακτικό αποτέλεσμα, την αύξηση της επισκεψιμότητας. Οι επίπεδες εικόνες τοπίων δεν φτάνουν. Ούτε τα ηλιοβασιλέματα πίσω από τις γερανογέφυρες του λιμανιού. Στην καλύτερη περίπτωση όλα αυτά από μόνα τους έχουν εξαντληθεί. Ο Λευκός Πύργος είναι μια ζωή εκεί, στη θέση του. Για το επόμενο βήμα, κύριοι αρμόδιοι, χρειάζονται οι ειδικοί. Βρείτε τους, εμπιστευθείτε τους και αναθέστε τους τη δουλειά.