Skip to main content

Ευθυμίου: Να αποτυπωθεί το αδίκημα της γυναικοκτονίας στον Ποινικό μας Κώδικα

Η βουλευτής μιλώντας στη συνεδρίαση για το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης να επεκταθεί η νομοθεσία στην εκδικητική πορνογραφία μέσω τεχνητής νοημοσύνης

Η Άννα Ευθυμίου, βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης, κατά την ομιλία της για την ψήφιση του Νομοσχεδίου με τίτλο: «Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης - Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας» του Υπουργείου Δικαιοσύνης, τοποθετήθηκε σε δύο άξονες, τα αδικήματα σε βάρος ανηλίκων και την έμφυλη βία, με βάση τη δραστηριότητά της για τα θέματα αυτά κατά την κοινωνική και πολιτική της διαδρομή καθώς και την 20ετή εμπειρία της ως μάχιμη δικηγόρος, καταθέτοντας τις δικές της προτάσεις.

Η κ. Ευθυμίου αρχικά τοποθετήθηκε για τα αδικήματα σεξουαλικής φύσης σε βάρος ανηλίκων και σημείωσε ότι η Κυβέρνηση έχει επιδείξει μεγάλη ευαισθησία με νομοθετικές πρωτοβουλίες αντιμετώπισής τους. Ιδιαίτερη ήταν η αναφορά της στη «μη συναινετική πορνογραφία» μέσω της χρήσης εφαρμογών τεχνίτης νοημοσύνης, ένα φαινόμενο που σε μεγάλο βαθμό οι θύτες και τα θύματά του είναι ανήλικοι.

«Από αυτό εδώ το Βήμα είχα ζητήσει πολύ έγκαιρα την αναβάθμιση της ποινικής μεταχείρισης της εκδικητικής πορνογραφίας, όταν πάλι συζητούσαμε την τροποποίηση των ποινικών κωδίκων και πριν ξεσπάσει ο σάλος με γνωστό παρουσιαστή. Μάλιστα, είχα καταθέσει και σχετική ερώτηση με αυτό το περιεχόμενο. Και πράγματι, ορθά και με μεγάλη ικανοποίησή μου τροποποιήθηκε και αναβαθμίστηκε η ποινική μεταχείριση της εκδικητικής πορνογραφίας. Τώρα όμως, θεωρώ ότι θα ήταν επωφελές να επεκταθεί η νομοθεσία για την εκδικητική πορνογραφία και σε ένα άλλο αδίκημα, στο αδίκημα που παράγεται η πορνογραφία μέσω εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης με τη δημιουργία πλαστών και άκρως ρεαλιστικών εικόνων, το deepfake υλικό, όπου οι ανήλικοι γίνονται θύματα μη συναινετικής πορνογραφίας. Θα ήταν θεωρώ γόνιμη αυτή η πρότασή μου, ώστε να μπορέσουμε να προλάβουμε τις εξελίξεις και να μην τρέχουμε πίσω από αυτές. Να δίνουμε ακριβώς τη δυνατότητα σε θύματα, που κυρίως είναι ανήλικα, να μπορούν και να μηνύουν τους δημιουργούς και τους διακινητές και διαμοιραστές, αλλά και να μπορούν να προστατεύονται για το συγκεκριμένο αδίκημα ακόμα περισσότερο», δήλωσε η ίδια.

Παράλληλα, η βουλευτής αναφέρθηκε εκτενώς και στις διατάξεις του νομοσχεδίου για την ενδοοικογενειακή βία, οι οποίες αποτελούν ένα συνεκτικό πλαίσιο αντιμετώπισής του. Ειδικά ως προς την τη γυναικοκτονία, την πιο ακραία έκφανση της έμφυλης βίας σημείωσε τα εξής:  «Υπάρχει το αίτημα κοινωνικών φορέων αλλά και παρατάξεων της αντιπολίτευσης για την καθιέρωσή της ως αυτοτελές αδίκημα, ως ένα διακριτό αδίκημα στον ποινικό μας κώδικα. Να ξεκαθαρίσουμε, βέβαια,  ότι δεν υπάρχει έλλειμμα στην ποινική μας νομοθεσία, δεν υπάρχει έλλειμμα στην ποινική προστασία, που να αποβαίνει σε βάρος της προστασίας των γυναικών. Όμως, στο αδίκημα της γυναικοκτονίας υπάρχουν δύο εγκληματικές συμπεριφορές: η μία είναι η αφαίρεση της ζωής και η άλλη είναι η θανατογόνος μορφή βίας, που είναι η έμφυλη ή η σεξιστική.

Θεωρώ λοιπόν, ότι θα μπορούσε αυτή η διττή εγκληματική μορφή να αποτυπωθεί στον ποινικό μας κώδικα είτε ως επιβαρυντική περίπτωση στο άρθρο 299, ώστε να μην χωρά η εφαρμογή της ανθρωποκτονίας εν βρασμώ ψυχικής ορμής, είτε - κάτι που βρίσκει περισσότερο γόνιμο έδαφος στην ποινική θεωρία - στο άρθρο 106 του ποινικού κώδικα στους λόγους που συνεκτιμά ο δικαστής στη μη χορήγησης απόλυσης υπό όρους», συμπλήρωσε η ίδια.

Τέλος η κ. Ευθυμίου έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στα άρθρα του νομοσχεδίου που αφορούν την πρόνοια συγγενών των θυμάτων της έμφυλης βίας. Μάλιστα, με το συγκεκριμένο θέμα έχει ασχοληθεί ιδιαιτέρως, καθόσον έχει πραγματοποιήσει συνάντηση με μητέρες θυμάτων γυναικών που έχασαν τη ζωή τους από συντρόφους τους. Στο πλαισίο αυτό, η κ. Ευθυμίου ζήτησε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης να εξετάσει τη δυνατότητα συμπεριληφθούν οι παππούδες και οι γιαγιάδες που μεγαλώνουν τα ορφανά εγγόνια τους και δεν έχουν εργασία σε προγράμματα απασχόλησης όπως είναι το «55+», καθώς, επίσης, μετέφερε και το αίτημα αυτών των οικογενειών για δωρεάν ψυχολογική υποστήριξη τόσο στα ορφανά τέκνα όσο και στους ίδιους.