Skip to main content

Τα 25 χρόνια που χρειάστηκαν για την έδρα της Παρευξείνιας Τράπεζας και η Θεσσαλονίκη

Έστω μετά από 25 χρόνια το θέμα της Παρευξείνιας τακτοποιείται τυπικά και η Τράπεζα συνεχίζει και θα συνεχίσει την πορεία της από τη Θεσσαλονίκη

Οι παλαιότεροι έλεγαν δύο φράσεις. «Από το κράτος να έχεις να λαμβάνεις» και «Από το κράτος δεν χάνει ποτέ κανείς».

Πρόκειται για εκφράσεις που εν μέρει ισχύουν ακόμη, αν και με το κούρεμα των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου το 2012 ο σχετικός μύθος κλονίστηκε, τουλάχιστον στο οικονομικό επίπεδο. Η αξιοπιστία του ελληνικού δημοσίου υπέστη ρωγμές, που ακόμη δεν έχουν κλείσει. Χθες, πάντως, το ελληνικό κράτος, αυτό που λέμε δημόσιο, προχώρησε σε ένα θετικό βήμα. Καθυστερημένο μεν, αλλά πάντως βήμα. Συμμετείχε στο κόστος της αγοράς ακινήτου, στο οποίο θα στεγαστεί μόνιμα η Τράπεζα Εμπορίου και Ανάπτυξης Ευξείνου Πόντου, ο μοναδικός διεθνής και πολυεθνικός χρηματοπιστωτικός οργανισμός που εδρεύει στη χώρα μας και βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη. Η Παρευξείνια Τράπεζα, όπως είναι το… λαϊκό της όνομα, από τις αρχές του 2025 θα στεγαστεί σε κτίριο 5.100 τετρ. μέτρων απέναντι από το συγκρότημα FIX, στη δυτική είσοδο της Θεσσαλονίκης. Από τα 16 εκατ. ευρώ της αξίας του αναβαθμισμένου ακινήτου, τα 10 εκατ. θα διαθέσει το ελληνικό κράτος, κλείνοντας με αυτό τον τρόπο μια εκκρεμότητα -και συγχρόνως υποχρέωση- 25ετίας!

Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 1990 -πρωθυπουργός ήταν ο Κώστας Σημίτης και υπουργός Εθνικής Οικονομίας  ο Γιάννος Παπαντωνίου- όταν η Ελλάδα διεκδίκησε και κατάφερε να κατοχυρώσει την έδρα της Παρευξείνιας για λογαριασμό της Θεσσαλονίκης, με τη δέσμευση της παραχώρησης κτιρίου -ή εναλλακτικά οικοπέδου- για τη μόνιμη στέγαση μιας διεθνούς αναπτυξιακής τράπεζας, την οποία αποφάσισαν να δημιουργήσουν έντεκα χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας του Ευξείνου Πόντου (ΟΣΕΠ), που είχε δημιουργηθεί το 1992 με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Και ενώ η -κατά κάποιο τρόπο- φυσική έδρα της τράπεζας θα ήταν επίσης η Κωνσταντινούπολη έσπευσε η μικρή πλην γαλαντόμος Ελλάς και κέρδισε στη στροφή μέσω μιας χορηγίας, την οποία υποσχέθηκε τότε και εκπλήρωσε μόλις χθες.

Με αφορμή την αγορά του ακινήτου της Παρευξείνιας Τράπεζας η χθεσινή ημέρα καταγράφεται ως ξεχωριστή. Όχι μόνο επειδή η Ελλάδα εκπλήρωσε -έστω καθυστερημένα- μια υπόσχεση προς δέκα άλλες χώρες - εταίρους της σε ένα φιλόδοξο πρότζεκτ, κάτι που από μόνο του είναι σημαντικό. Κυρίως, επειδή σε αυτή την 25χρονη πορεία, που χθες έκλεισε έναν κύκλο σκιαγραφείται και η διαδρομή της Θεσσαλονίκης στην μεταψυχροπολεμική Νοτιοανατολική Ευρώπη.

Μια πορεία που ξεκίνησε φιλόδοξα. Με την αισιοδοξία και την πεποίθηση ότι η Θεσσαλονίκη θα αξιοποιήσει τον προς Βορράν ζωτικό χώρο που της στέρησαν οι εξελίξεις που ακολούθησαν στην περιοχή τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και της επέστρεψαν και πάλι οι διεθνείς εξελίξεις μετά το 1990, με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Ήταν τότε που στα λόγια το πολιτικό προσωπικό της χώρας και οι τοπικοί παραγωγικοί και κοινωνικοί φορείς μιλούσαν για μια Θεσσαλονίκη από επίκεντρο έως πρωτεύουσα των Βαλκανίων, κατ’ επιλογήν της ιστορίας και της γεωγραφίας.

Μόνο που στον σύγχρονο κόσμο ο αυτόματος πιλότος δεν λειτουργεί αποτελεσματικά, καθώς στην καλύτερη περίπτωση πηγαίνει τα πράγματα μέχρι ενός σημείου, το οποίο δεν είναι καν ικανοποιητικό. Για να προχωρήσει δημιουργικά μια κατάσταση και να γραφτεί ιστορία χρειάζονται τόσο ο θεσμικός, όσο και ο ανθρώπινος παράγοντας, που θα πάρουν πρωτοβουλίες και θα δρομολογήσουν εξελίξεις. Μόνο που στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης τα λόγια περίσσεψαν και οι πράξεις υστέρησαν απελπιστικά. Όπως ακριβώς και στην περίπτωση της Παρευξείνιας Τράπεζας, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη χάρη σε μια υπόσχεση και ένα όραμα, έτσι και η ίδια η Θεσσαλονίκη έζησε στη δεκαετία του 1990 το δικό της βαλκανικό όνειρο στα… λόγια.

Η διαφορά είναι ότι έστω μετά από 25 χρόνια το θέμα της Παρευξείνιας τακτοποιείται τυπικά και η Τράπεζα συνεχίζει και θα συνεχίσει την πορεία της από τη Θεσσαλονίκη, ενώ για την πόλη και την ευρύτερη περιοχή το όνειρο του περιφερειακού κέντρου έχει παρέλθει, μάλλον οριστικά. Με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία ήδη πλήρη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα Δυτικά Βαλκάνια σε καθεστώς στασιμότητας -αν όχι οπισθοδρόμησης- η Θεσσαλονίκη δεν έχει να περιμένει και πολλά από Βορράν. Ότι ήταν να γίνει έγινε, λίγα πράγματα δηλαδή. Κάποιες ελληνικές επιχειρήσεις που αξιοποίησαν τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες στην Άγρια Δύση των Βαλκανίων της δεκαετίας του 1990 και οι βαλκάνιοι επισκέπτες που εξακολουθούν να προσέρχονται μαζικά στηρίζοντας τον τουρισμό, το λιανεμπόριο και την αγορά ακινήτων της πόλης και της Χαλκιδικής. Τίποτε πιο αναβαθμισμένο. Κανένας στρατηγικός ρόλος στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, που επιχείρησε και εξακολουθεί να επιχειρεί τη μετάβαση προς την αναπτυγμένη Ευρώπη κυρίως μέσω Αυστρίας, και Ιταλίας, σε ορισμένες περιπτώσεις και μέσω Γερμανίας, αλλά όχι μέσω Ελλάδας και Θεσσαλονίκης. Μόνη… ένδειξη των υπερτοπικών ονείρων της Θεσσαλονίκης παραμένει η Τράπεζα Εμπορίου και Ανάπτυξης Ευξείνου Πόντου, που προσφέρει στην πόλη ένα κάποιο αεράκι κοσμοπολιτισμού με την επαγγελματική δραστηριότητα και την κοινωνική κινητικότητα των εκατοντάδων εργαζομένων της, που προέρχονται και από τις έντεκα χώρες, οι οποίες είναι μέτοχοί της. Μια παρουσία, που από χθες παίρνει και τα χαρακτηριστικά… άγκυρας, αφού το επόμενο διάστημα μονιμοποιείται και τυπικά.  

ΥΓ. Στη διάρκεια της χθεσινής εκδήλωσης για την υπογραφή της αγοράς του ακινήτου της Παρευξείνιας Τράπεζας ο διευθύνων σύμβουλος της πωλήτριας εταιρείας Dimand, Δημήτρης Ανδριόπουλος, μίλησε για τη γενικότερη ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης και ειδικά της δυτικής εισόδου της πόλης. Ο άνθρωπος έχει κάθε λόγο και δικαίωμα να αναφερθεί στην περιοχή, αφού η εταιρεία της οποίας είναι επικεφαλής θα επενδύσει τα επόμενα τέσσερα χρόνια περί τα 400 εκατ. ευρώ για την αξιοποίηση ακινήτων στη δυτική είσοδο.

Από συγκροτήματα γραφείων και την αναγέννηση του FIX, μέχρι την αξιοποίηση του παλιού ακινήτου -εργοστασίου και οικοπέδου- της Balkan Export στον Άγιο Αθανάσιο ως σύγχρονο logistic center. Είναι, δηλαδή, σαφές ότι ο ίδιος και οι συνεργάτες του πιστεύουν στην πόλη. Οι πρώτες του, λοιπόν, αναφορές για όσα αναπτυξιακά θα ξεκινήσουν να συμβαίνουν στη Θεσσαλονίκη από το 2024 ήταν το λιμάνι της πόλης μέσω της επέκτασης της 6ης προβλήτας της ΟΛΘ ΑΕ, και η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης, ανεξαρτήτως -όπως είπε- ποια απόφαση θα ληφθεί, εννοώντας προφανώς αν θα γίνει ανάπλαση του υφιστάμενου εκθεσιακού κέντρου ή νέο εκθεσιακό κέντρο στα δυτικά.

Πρόκειται για δύο υποθέσεις που επίσης εντάσσονται στο γνώριμο για τη Θεσσαλονίκη κλίμα καθυστέρησης και εκκρεμότητας. Μακάρι ο κ. Ανδριόπουλος να γνωρίζει κάτι περισσότερο και να μη βασίζει την αισιοδοξία του στο ότι βρισκόμαστε στην αρχή της χρονιάς, ούτε στην απλή λογική της ανάπτυξης μιας περιοχής, εν προκειμένω της Θεσσαλονίκης. Στην περίπτωσή μας δεν ισχύει αυτό το αξίωμα. Κι όταν επιβεβαιώνεται, οι καθυστερήσεις είναι απελπιστικά μεγάλες.