Skip to main content

Χριστιανόπουλος και Κηλαηδόνης σε μια ουρά πιστών στην Αγία Σοφία

Ουρές στα αεροδρόμια, στα ΚΤΕΛ, στα αστικά λεωφορεία και στις πιάτσες των ταξί. Στα δικαστήρια, στα νοσοκομεία και στα ιατρεία του ΙΚΑ.

«Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι /
ο νους μου πάει στους τσαλακωμένους, /
σ’ αυτούς που ώρες στέκονται σε μια ουρά, /
έξω από μια πόρτα ή μπροστά σ’ έναν υπάλληλο, /
κι εκλιπαρούν με μια αίτηση στο χέρι, /
για μια υπογραφή, για μια ψευτοσύνταξη.
Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι, /
γίνομαι ένα με τους τσακισμένους».

Αυτός ο στίχος του Ντίνου Χριστιανόπουλου, που γράφτηκε στο τέλoς της δεκαετίας του 1950, αν και ανήκει σ’ ένα ερωτικό ποίημα, εκφράζει απόλυτα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα της… ουράς. Στη χώρα της αίτησης, του πρωτόκολλου και της στρογγυλής σφραγίδας. Στον τόπο της υπομονής. Και θα εξακολουθήσουν να συμβαίνουν μέχρι ο Κυριάκος Πιερακάκης, υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, και ο Γρηγόρης Ζαριφόπουλος, υφυπουργός στο ίδιο υπουργείο και πρώην διευθύνων σύμβουλός της Google στην Ελλάδα και κάποιες άλλες χώρες γύρω τριγύρω, αλλάξουν την εικόνα, όπως έχουν πει. Του κράτους πρωτίστως. Μακάρι δηλαδή, αλλά πολλοί ανάμεσά μας αμφιβάλουν, τουλάχιστον για την αμεσότητα των αποτελεσμάτων. Μια χώρα στην οποία οι παντός είδους ουρές και αναμονές είναι τόσο πολλές, συνηθισμένες και βασανιστικές, που τείνουν να αποτελέσουν βασικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου πολιτισμικού της προσώπου, δύσκολα αλλάζει.

Τι κι αν ο έρημος Μπιλ Γκέιτς στο μακρινό Σιάτλ και οι άλλοι γκουρού της πληροφορικής στο θρυλικό ΜΙΤ της Μασαχουσέτης έχουν αλλάξει τα τελευταία χρόνια τη ροή της ανθρώπινης ιστορίας με την ψηφιακή επανάσταση. Τι κι αν ο πολύ πιο κοντινός μας Τιμ Μπέρνερς Λι, στο εργαστήριο του CERN, στα σύνορα Ελβετίας – Γαλλίας, επινόησε πριν από τρεις δεκαετίες τον παγκόσμιο ιστό και καθιέρωσε το θρυλικό «www»; Στη χώρα του χαρτόσημου και των φόρων υπέρ τρίτων η ουρά, με την έννοια της λίστας ή της επετηρίδας, παραμένει σταθερή αξία. Όπως τα άρθρα του Συντάγματος, που όπως ο ίδιος ο καταστατικός χάρτης της χώρας προβλέπει, δεν αναθεωρούνται. Ουρές για τις ταυτότητες, τα διαβατήρια, τα πιστοποιητικά. Ουρές στα σούπερ μάρκετ, στις πολεοδομίες.

Ουρές στα αεροδρόμια, στα ΚΤΕΛ, στα αστικά λεωφορεία και στις πιάτσες των ταξί. Στα δικαστήρια, στα νοσοκομεία και στα ιατρεία του ΙΚΑ, που τώρα λέγονται ιατρεία του ΕΟΠΥΥ. Παντού. Ακόμη κι εκεί που δεν μπορούμε να φανταστούμε ή δεν ξέρουμε είναι βέβαιον ότι κάποια ουρά υπάρχει. Κι αν σε ορισμένες περιπτώσεις οι φυσικές ουρές –ο ένας άνθρωπος πίσω από τον άλλο- έχουν μειωθεί ή και καταργηθεί, στην πράξη έχουν αντικατασταθεί από τις ηλεκτρονικές ουρές. Είναι αυτό που ακούς να λέγεται: Θέλουμε τα δικαιολογητικά σε ψηφιακή μορφή, αλλά φέρτε μας ένα αντίγραφο και σε χαρτί για να… υπάρχει. Διότι ο σημερινός κόσμος (υποτίθεται ότι) θέλει και προσπαθεί να γίνει ψηφιακός. Εξακολουθεί όμως, να σκέπτεται αναλογικά. Διστάζει να πάρει το ρίσκο της μετάβασης στη νέα εποχή, στη νέα κατάσταση. Αξία έχει αυτό που μπορεί κανείς να πιάσει με τα χεράκια του. Δίπλα μας υπάρχουν ακόμη πολλοί που παραμένουν διστακτικοί να αξιοποιήσουν είτε για πληρωμές, είτε για εισπράξεις το πλαστικό χρήμα και τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες.

Ως φυσικό επακόλουθο κάθε ουράς –για να επιστρέψουμε στην Ελλάδα μας- υπάρχουν και κάποιοι που διαρκώς περιμένουν. Για να κάνουν τη δουλειά τους. Συνήθως μια δουλειά που στην ουσία τους επιβάλλουν αυτοί που «στήνουν» τις ουρές και βγάζουν το ψωμί –ή το παντεσπάνι- τους από την αναμονή των άλλων. Διότι η γραφειοκρατία δεν αποτελεί φυσικό φαινόμενο, ούτε είναι κάτι υποχρεωτικό και αναπόφευκτο. Τουλάχιστον στις μέρες μας. Απλώς είναι μεροκάματο, που κάποιοι –οι λιγότεροι, αλλά πάντως κάποιοι από εμάς- εισπράττουν και κάποιοι άλλοι –οι περισσότεροι, που επίσης βρίσκονται ανάμεσά μας- πληρώνουν. Όχι τίποτε άλλο, αλλά για να εξακολουθήσει να δικαιώνεται το τραγούδι που έγραψαν ήδη από το 1973 ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και ο Γιάννης Νεγρεπόντης:    

«Κάποιος παλιός συνάδελφος /
τον βρήκε κάπου κάποτε. /
Καθίσαν, κάτι ήπιανε /
και για πολύ μιλήσανε. /

Άνεργος όπως ήτανε /
εύκολα τότε δέχτηκε. /
Δεν το πουκουβέντιασε /
καθώς παιχνίδι έμοιαζε. /

Πολλά δεν του ζητάγανε /
ενώ πολλά του δίνανε. /
Καλά δεν το κατάλαβε /
πώς όλα τ’ άλλα γίνανε. /

Σιγά σιγά πως γύρισε /
παλιούς φίλους πως μίσησε /
πώς έγινε κι απάτησε /
όσους πολύ αγάπησε.»

ΥΓ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης που ήξερε και αγαπούσε τη Θεσσαλονίκη αφού λίγα χρόνια πριν είχε σπουδάσει επί τετραετία στο Πολυτεχνείο, περπατούσε στην πλατεία Αγίας Σοφίας. Ήταν αρχές του χειμώνα, είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και η βροχή μόλις είχε σταματήσει. Φορούσε τζιν παντελόνι και χοντρό μπουφάν. Ξαφνικά βλέπει από απέναντι την ψιλόλιγνη φιγούρα του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, ο οποίος σφιγμένος στο καφέ κουστούμι του και τυλιγμένος σε μπεζ καμπαρτίνα περπατούσε στητός, με γρήγορα βήματα. Όπως βεβαιώνει ένας φίλος που έτυχε να περνάει από δίπλα ο Λουκιανός σταμάτησε τον ποιητή, του συστήθηκε και του είπε: «Ένα ποίημα σας, αν και ερωτικό, βοήθησε εμένα κι έναν συνεργάτη μου να γράψουμε ένα τραγούδι για τη γραφειοκρατία και τους γραφειοκράτες». Τότε ο Χριστιανόπουλος, γνωστός για τα αιχμηρά του σχόλια, απάντησε χαμογελώντας: «Νεαρέ μου δεν με ενδιαφέρουν τα σημερινά γλυκανάλατα τραγουδάκια. Κάνε ότι καταλαβαίνεις, αν το γουστάρεις και να το πιστεύεις. Και τώρα αφήστε με να συνεχίσω το δρόμο μου, γιατί βιάζομαι». Και κατευθύνθηκε προς την εκκλησία για να καθίσει στην ουρά που είχε δημιουργηθεί και να ανάψει ένα κεράκι. Ήταν κάποια γιορτή και ο κόσμος προσκυνούσε μια εικόνα. Ο Κηλαηδόνης έμεινε ακίνητος μέσα στην υγρασία να κοιτάει τον ποιητή και την ουρά.     

ΥΓ2. Παρά το γεγονός ότι αυτά είναι τα δεδομένα στην Ελλάδα οι εικόνες με τις ατέλειωτες ουρές στον προσφυγικό καταυλισμό της Μόριας στη Μυτιλήνη για μισό πιάτο φαΐ, για την τουαλέτα ή μια ασπιρίνη αποτελούν ντροπή για τον πολιτισμό. Του κόσμου. Της Ευρώπης. Πρωτίστως της Ελλάδας, αφού συμβαίνουν στα χώματά της, δίπλα στη θάλασσά της, κάτω από τον ήλιο της.