Skip to main content

Δυο Ανωγειανοί τραγουδούν στην Κνωσό για τη Θεσσαλονίκη

Δύο Ανωγειανοί τελάληδες που δόξασαν την Κρήτη στα πέρατα του κόσμου. Με τη φωνή του ο καθένας. Με την απίστευτη προφορά των συλλαβών.

«Ήτανε μια φορά, μάτια μου, κι ένα καιρό /
μια όμορφη κυρά, αρχόντισσα, να σε χαρώ. /
Μια μικροπαντρεμένη, κόρη ξανθή /
τον κύρη της προσμένει, βράδυ-πρωί. /
 
Ένα Σάββατο βράδυ, καλέ, μια Κυριακή /
τον ήλιο, το φεγγάρι, καλέ, παρακαλεί. /
Ήλιε μου, φώτισέ τον, φεγγάρι μου /
πάνε και μίλησέ του για χάρη μου. /
 
Γυρίζει κι αρμενίζει, καλέ, τα πέλαγα /
τους πειρατές θερίζει, καλέ, και τους χαλά /
στον ήλιο, στο φεγγάρι και στη βροχή /
και μένανε μ’ αφήνει έρμη και μοναχή. /
 
Γαλέρα ανοίχτηκε, μάτια μου, μες το νοτιά /
στη μάχη ρίχτηκε, μάτια μου, και στον καυγά. /
Μέσα σ’ ένα σινάφι πειρατικό /     
είδα φωτιά ν’ ανάφτει και φονικό».

Στο μετόχι του Νίκου Γρ., λίγο πάνω από τον αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού, η παρέα είχε μαζευτεί από νωρίς, από τις 12 το μεσημέρι. Βαθύ φθινόπωρο, με καλοκαιρινό καιρό. Ήταν αργία πριν από αργία, οπότε όλοι ήταν διαθέσιμοι. Στη σύναξη κι ένα ζευγάρι από τη Θεσσαλονίκη, που φιλοξενούσε ο καπετάν - Νίκος Σ. Τα μέλη της παρέας αγαπούσαν πολύ το ένα το άλλο κι έψαχναν ευκαιρία να βρεθούν. Σίγουρα μία φορά την εβδομάδα στο Ηράκλειο. Συχνά και στην Κνωσσό. Για το ζευγάρι από τη Θεσσαλονίκη η συνάντηση ήταν θεία ευλογία. Στη μέση του τραπεζιού καθόταν επίσημος καλεσμένος ο Αρχάγγελος της Κρήτης, ο Νίκος Ξυλούρης. Εκείνος ανέλαβε το καλωσόρισμα τραγουδώντας α καπέλα, χωρίς τη συνοδεία μουσικής, ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια που έγραψε στη δεκαετία του 1970 ο Σταύρος Ξαρχάκος, για την τηλεοπτική σειρά «Οι έμποροι των εθνών». Ένα τραγούδι που όλα αυτά τα χρόνια ακούγεται πάρα πολύ χωρίς να κουράζει. Ίσως γιατί η ιστορία των στίχων μένει ανολοκλήρωτη. Ως εκ τούτου και η μελωδία που την ακολουθεί και την υπηρετεί ακούγεται εκκρεμής. Αυτή την εξήγηση δίνει ο ίδιος ο Ξυλούρης, που κι αυτός δεν βαριέται να το τραγουδάει.

Άσπρο μαντίλι ανέμιζε /
κι από χαρά πετούσε. /
Τη μοναξιά της γκρέμιζε /
την αύρα της σκορπούσε. /

Ανέβαινε ψηλά βουνά /
κι άνθιζε στην κορφή τους. /
κι όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού /
Τη θέλανε δική τους. /

Που χάθηκε που πέταξε /
που κίνησε που πήγε. /
Όσους γνωστούς κι αν ρώτησα /
κανένας δεν την είδε. /

Τόσο βαθιά με πλήγωσες /
φως μου στο πέρασμά σου. /
Που νιώθω ακόμα στην ψυχή
το κάθε άγγιγμα σου».  

Ακριβώς απέναντί από τον Ξυλούρη, στην άλλη πλευρά στη μέση του τραπεζιού, καθόταν η δεύτερη δωρική κολώνα του κρητικού τραγουδιού, ο στιβαρός και πεζογέλαστος Βασίλης Σκουλάς. Επίσημος καλεσμένος, επίσης. Ξεκίνησε κι αυτός α καπέλα. Άφησε, μάλιστα, το τραγούδι του Μάριου Τόκα μισό, ώστε να μοιάζει όπως και του Ξαρχάκου ατελείωτο και να δημιουργεί προσδοκία για τη συνέχεια.



Δύο Ανωγειανοί τελάληδες που δόξασαν την Κρήτη στα πέρατα του κόσμου. Με τη φωνή του ο καθένας. Με την απίστευτη προφορά των συλλαβών, των λέξεων, των φράσεων, των σημείων στίξης, των σιωπών. Αλλά και με τον ήχο της λύρας, αφού και οι δυο είναι ξακουστοί μουσικοί στους δρόμους του «Ερωτόκριτου» και των ριζίτικων. Κυρίως, όμως, με το πρωτόγονα δυνατό και συγχρόνως απίστευτα ευγενικό αίσθημα που εκπέμπουν και μεταφέρουν στο ακροατήριο. Στις χιλιάδες συγκλονισμένους που παρακολουθούν εκστασιασμένοι από τις εξέδρες του Ηρωδείου. Ή στους λίγους που απλώς σωπαίνουν, χαμογελούν από αγαλλίαση και αγωνιούν να μη χαλάσει η στιγμή, στο μετόχι της Κνωσού.    

«Πώς να σωπάσω μέσα μου /
την ομορφιά του κόσμου; /
Ο ουρανός δικός μου /  
η θάλασσα στα μέτρα μου. /

Πώς να με κάνουν να τον δω /
τον ήλιο μ’ άλλα μάτια; /
Στα ηλιοσκαλοπάτια /
μ’ έμαθε η μάνα μου να ζω… /   

Στου βούρκου μέσα τα νερά /
ποια γλώσσα μου μιλάνε /
αυτοί που μου ζητάνε /
να χαμηλώσω τα φτερά; /

Συνεχίζει το παιχνίδι με τα… ατέλειωτα, τα ανολοκλήρωτα τραγούδια ο Νίκος Ξυλούρης, εξυψώνοντας με τη φωνή του το κομμάτι με τα περισσότερα ερωτηματικά στο ελληνικό τραγούδι. Και τι ερωτηματικά! Πελώρια, επειδή παραμένουν αναπάντητα. Ή ίσως επειδή για τους αυθεντικούς χαρακτήρες οι συγκεκριμένες ερωτήσεις είναι ρητορικές, αφού εμπεριέχουν τις απαντήσεις.

Τα χέρια στο τραπέζι της Κνωσού υψώνονται, τα ποτήρια με τη ρακή τσουγκρίζουν, η συντροφικότητα ξεχειλίζει. Απευθυνόμενος στους δύο καλεσμένους από τη Θεσσαλονίκη ο Ξυλούρης θυμάται ιστορίες από τα παλιά. Ήταν το 1973, ίσως το 1974, που τραγουδούσε στο Παλαί ντε σπορ, στην παράσταση το «Μεγάλο μας τσίρκο», με το θίασο Καρέζη - Καζάκου. Φορώντας κρητική φορεσιά. Γκρίζα βράκα, μέσα σε μαύρες μπότες -στιβάνια και από πάνω μαύρο πουκάμισο και μαύρο πλεκτό κεφαλοκάλυμα, το σαρίκι με τα κρόσια, σαν τα δάκρυα της Κρήτης πριν την ένωση της με την Ελλάδα. Ο κόσμος να γελάει δυνατά –το έργο του Καμπανέλλη είχε πολλά κωμικά στοιχεία-, να κλαίει βουβά –η ελληνική ιστορία είναι δραματική, ειδικά εάν την βλέπεις σαν τσίρκο- και να τραγουδάει με πάθος ατενίζοντας με αισιοδοξία και αίσθημα θριάμβου ένα μέλλον, που ακόμη περιμένει να δικαιωθεί. Μεγάλες στιγμές, ακόμη και για ένα καλλιτέχνη με τις εμπειρίες του Νίκου Ξυλούρη, ο οποίος στις 17 Νοέμβρη του 1973, μια ημέρα σαν τη σημερινή, πριν 46 χρόνια, δε δίστασε να κατέβει στην οδό Πατησίων στην Αθήνα, να μπει στο Πολυτεχνείο, να ανακατευτεί με τους εξεγερμένους φοιτητές και να παρά τις απειλές των τανκς και των ελεύθερων σκοπευτών να τραγουδήσει το «Πότε θα κάνει ξαστεριά».

Όταν σωπαίνει η θάλασσα /
κι ο ουρανός κοιμάται /
πιάνω ρωτώ τ’ αστέρια του /
να δω ποιος με θυμάται./  

Όμως κανένα δε μιλά /
σα να μη με γνωρίζει. /
Μένουνε όλα σιωπηλά /
κι ούτε ένα δε δακρύζει. /

Όταν σωπαίνει ο ουρανός /
κι ο ουρανός κοιμάται /
μένει η ψυχή μου ξάγρυπνη /
κι όπου ποθεί θυμάται».

Η τρυφερότητα απλώνει τη δύναμη της πάνω από το τραπέζι της Κνωσσού χάρη στο Βασίλη Σκουλά, ο οποίος αποφασίζει να ισορροπήσει τις κατά κάποιο τρόπο μαζικές, εξωστρεφείς και σίγουρα ηρωικές εμπειρίες που πυροδοτούν οι διηγήσεις για το «Μεγάλο μας τσίρκο» και οι μνήμες από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η μουσική, η ποίηση το τραγούδι παλεύει να φτάσει όσο πιο βαθιά μέσα στον άνθρωπο και με αυτή την έννοια η τοποθέτηση του τραγουδιστή οφείλει να θυμίζει την τεχνική του μεγάλου ποδοσφαιριστή, ο οποίος βλέπει τις κινήσεις των συμπαικτών του σχεδόν πριν εκείνοι τις κάνουν και πασάρει την μπάλα με την ακρίβεια και την πιστότητα νευροχειρούργου. Ο Σκουλάς το έμαθε καλά αυτό, ως αντιδιαστολή στα κρητικά γλέντια και χορούς που διαμόρφωσε την καλλιτεχνική του ταυτότητα. Με το πέρασμα των χρόνων η στόχευση των πολύ ευαίσθητων στα όρια του αόρατου χορδών της ψυχής κάθε ανθρώπου, του βγαίνει αβίαστα. Όπως αναπνέει ή πίνει ένα ποτήρι νερό όταν διψάει. Θυμάται τις συναυλίες του στο «Αριστοτέλειο» της Θεσσαλονίκης, το φθινόπωρο του 2014. Όταν ακόμη η κρίση έριχνε βαριά σκιά στην καθημερινότητα των Ελλήνων. Νιώθει ακόμη την αγωνία του για το αν οι Θεσσαλονικείς –ανάμεσα τους και οι Κρητικοί που ζουν στη Θεσσαλονίκη και είναι πολλοί- θα ανταποκριθούν. Το άγχος του αν θα λειτουργήσει ο χώρος. Και στο τέλος, αφού το κοινό ανταποκρίθηκε και ο χώρος τον υποδέχθηκε ζεστά,  το στοίχημα με τον εαυτό του για ένα μελαγχολικό παλληκάρι, που εντόπισε να κάθεται από νωρίς, μόνο, στην άκρη του εξώστη, σαν να κρατιόταν στη ζωή από τη μουσική. Σε όλη τη συναυλία ο Σκουλάς τραγουδούσε γι’ αυτό το παλληκάρι. Το κοιτούσε, μάλιστα, στα πιο χαμηλότονα και εσωστρεφή του τραγούδια, σα να του έλεγε ότι «όλα θα πάνε καλά, τα ίδια με σένα έχουν περάσει κι άλλοι, όλοι μας». Με την ελπίδα να το κάνει να… λυθεί και να χαμογελάσει. Γι’ αυτό και όταν το είδε στο καμαρίνι, με ένα cd στο χέρι, να ζητάει υπογραφή, δάκρυσε, όπως μόνο λίγοι άνδρες δακρύζουν. Με ένα μεγάλο, μοναχικό, λαμπερό δάκρυ.

Το ένα τραγούδι έφερε το άλλο. Μοιραία οι λύρες πήραν φωτιά. Στα πρόσωπα της παρέας εναλλάσσονταν η χαρά, η ένταση, η έκσταση. Πόσο έφαγαν; Πόσο ήπιαν; Πόσο μίλησαν; Πόσο τραγούδησαν; Κυρίως, όμως, πόσο αγαπήθηκαν εκείνη την ημέρα; Μέχρι το απόγευμα, το βράδυ, τα μεσάνυχτα, το ξημέρωμα… Καλύτερα απ’ όλους τα θυμάται ο πιο μικρός της συντροφιάς. Ο 20χρονος Κώστας, που είχε τα γενέθλια του.