Skip to main content

Ο Τζόνι Κας στέλνει τους Stones στο πάρκινγκ του ΙΚΕΑ

Τι δουλειά έχει ένας τροβαδούρος εθισμένος στα κλειστά περιβάλλοντα, σε ένα μεγάλο, άδειο, ανοιχτό πάρκινγκ, στην άκρη της πόλης, περασμένα μεσάνυχτα;

Οι συναυλίες που γράφουν ιστορία είναι –συνήθως- αυτές που γίνονται σε μεγάλους, ανοιχτούς χώρους, συγκεντρώνουν πολλές χιλιάδες θεατές και λόγω της χωροταξίας διαπνέονται από την αίσθηση της απεραντοσύνης. Ως εκ τούτου αποπνέουν αέρα ελευθερίας. Για παράδειγμα το τριήμερο φεστιβάλ του Γούνστοκ, το καλοκαίρι του 1969, ακριβώς 50 χρόνια πριν, όταν δολοφονήθηκε η αθωότητα. Αλλά και η συναυλία «επιστροφής» των Πολ Σάιμον και Αρτ Γκαρφάνκελ, το 1981, στο Σέντραλ Πάρκ της Νέας Υόρκης, όπου συγκεντρώθηκαν 500.000 άνθρωποι, που άκουσαν εκστασιασμένοι το «Sound of silence», λικνίστηκαν με το «Mrs Robinson» και ταξίδεψαν με το «El condor pasa», αλλά είχαν πάψει προ πολλού να είναι αθώοι.

Στα καθ’ ημάς αξέχαστη στους μουσικόφιλους θα μείνει η συναυλία – πάρτι του Λουκιανού Κηλαηδόνη στη Βουλιαγμένη το 1983, για την οποία ακόμη και όσοι δεν την έζησαν κάτι έχουν ακούσει. Για τη Θεσσαλονίκη η απόλυτη μέχρι στιγμής συναυλιακή εμπειρία λόγω μεγέθους υπήρξε η εμφάνιση των U2 στο λιμάνι της πόλης τον Σεπτέμβριο του 1997, με πολύ πάνω από 50.000 θεατές. Τότε που και ο Μπόνο και οι δικοί του ήταν στο φόρτε τους, αλλά και η πόλη λόγω Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης βρισκόταν στα πολύ πάνω της.  

Αν το καλοσκεφτεί κανείς οι μεγάλες, ανοιχτές μουσικές εκδηλώσεις έχουν λόγω των διαστάσεων τους ιδιαίτερη βαρύτητα. Τόσο για τους συμμετέχοντες καλλιτέχνες, όσο και για τους θεατές – ακροατές. Είναι η αίσθηση του πολύ μεγάλου και μη σαφώς οριοθετημένου χώρου που επικαλύπτει και τις τεχνικές αδυναμίες, αλλά και την ταλαιπωρία και την κούραση του κόσμου που παρακολουθεί. Κατά κάποιο τρόπο είναι σαν να είναι όλοι, οι μουσικοί και οι θεατές, περαστικοί. Κάποιοι που βρέθηκαν τυχαία και είπαν να το ρίξουν στη μουσική. Με τον καθένα να αποχωρεί όποτε θέλει ή να βολτάρει ανέμελα. Όπως πριν από χρόνια, όταν ένα απόγευμα ο Σωκράτης Μάλαμας με κάτι δικούς του ανέβαιναν –ίσως και να κατέβαιναν- τον πεζόδρομο της Δημητρίου Γούναρη και σκέφτηκαν να κάτσουν στο πεζούλι και να δοκιμάσουν κάτι στις κιθάρες επιτόπου. Με αποτέλεσμα σε χρόνο ρεκόρ να μαζευτούν αρκετοί και να αρχίσουν οι… παραγγελιές.        

Στα μεγάλα γήπεδα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι πόρτες που επιβάλλουν μια διαδικασία εισόδου και εξόδου και τα «τσιμεντένια τείχη» που υψώνονται γύρω γύρω δημιουργούν την αίσθηση του περιορισμένου χώρου, εντός του οποίου συμβαίνουν τα διαδραματιζόμενα. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στα ανοιχτά θέατρα, τύπου Θέατρο Γης, Θέατρο Δάσους, Μονή Λαζαριστών, στα οποία πρωταγωνιστούν οι καλλιτέχνες, όχι η βιωματική εμπειρία. Κάτι που ο καθένας καταλαβαίνει απλά και μόνο βλέποντας τις αφίσες στις βιτρίνες των εμπορικών καταστημάτων, των καφέ και των υπηρεσιών. Ακόμη και στην περίκλειστη πλατεία Αριστοτέλους, όπου κατά καιρούς ο δήμος στήνει διάφορα πάρτι, τα πράγματα είναι περιορισμένα. Αν και απομακρυσμένα, τα όρια υπάρχουν…    

Τι μένει, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη για κάτι πιο ανοιχτό; Το λιμάνι, ίσως. Ή τα πάρκα της παραλίας, δίπλα από τα οποία περνάει ο μεγάλος δρόμος και υψώνονται πολυκατοικίες. Και τα τεράστια πάρκινγκ των μεγάλων εμπορικών κέντρων, που τις νύχτες είναι έρημα κι εντυπωσιακά, με τις λάμπες να φωτίζουν από ψηλά τα λιγοστά αυτοκίνητα και το απόλυτο κενό.

Μάλιστα, σ’ ένα απ’ αυτά που βρίσκεται στον δρόμο του αεροδρομίου, στο πάρκινγκ του ΙΚΕΑ, προ ημερών αργά κάποιο βράδυ έκανε μοναχική βόλτα «ψιθυρίζοντας» κάτι μελωδίες, με πολλές οξείες γωνιές η καθεμιά τους, ένας αδύνατος άνδρας, ντυμένος με μαύρο παντελόνι και άσπρο πουκάμισο.

Ίδιος ο Τζόνι –The man in black- Κας, που έγινε θρύλος. Για τις εμφανίσεις του στις διασημότερες φυλακές των ΗΠΑ, ενώπιον των πιο σκληρών τύπων που γέννησε η Νέα Γη, στο πιο περίκλειστο περιβάλλον που μπορεί να φανταστεί ο άνθρωπος. Και για τις συναυλίες που ο ίδιος ξεκινούσε πάντα λέγοντας «Γεια σας, είμαι ο Τζόνι Κας» και τραγουδούσε σχεδόν πάντα πρώτο το «Folsom Prison Blues». Ένα σκοτεινό κομμάτι που μιλάει για έναν φυλακισμένο, ο οποίος ξέρει καλά ότι εκεί έξω υπάρχουν γρήγορα αυτοκίνητα, ποτά, πούρα. Αλλά επίσης γνωρίζει ότι ο ίδιος δεν μπορεί να είναι ελεύθερος. Τι δουλειά έχει, λοιπόν, ένας τροβαδούρος εθισμένος στα κλειστά περιβάλλοντα, σε ένα μεγάλο, άδειο, ανοιχτό πάρκινγκ, στην άκρη της πόλης, περασμένα μεσάνυχτα; Κάποιος που έτυχε να περνάει με το αυτοκίνητο και διασταυρώθηκε μαζί του τον άκουσε από το ανοιχτό παράθυρο να μονολογεί: «Να ένας χώρος για να παίξουν οι Rolling Stones. Θα το πω στον Μικ…».