Skip to main content

Ο Σαββόπουλος, η Μπαέζ και δύο κιθάρες στον πεζόδρομο της Αριστοτέλους

Όσο πλησιάζουν οι γιορτές των Χριστουγέννων στα πεζοδρόμια του κέντρου της Θεσσαλονίκης πληθαίνουν από τους διάφορους επαίτες.

Για πολλούς ανθρώπους πολιτισμός είναι η μουσική, το θέατρο, η ζωγραφική, ο χορός και οι περί των τεχνών δραστηριότητες. Για όλους, όμως, πολιτισμός είναι η καθημερινότητα και –κυρίως- οι σχέσεις των ανθρώπων.

Όσο πλησιάζουν οι γιορτές των Χριστουγέννων στα πεζοδρόμια του κέντρου της Θεσσαλονίκης πληθαίνουν οι επαίτες. Οι συνάνθρωποί μας που απλώνουν το χέρι ζητώντας βοήθεια για να ζήσουν, προβάλλουν κάποια σωματική μειονεξία ή την προσωπική τους ατυχία. Ποντάροντας στην ευαισθησία των ανθρώπων και στο πνεύμα των ημερών. Ανάμεσα τους και αρκετοί πρόσφυγες και μετανάστες. Ή κάποιοι –το ακούσαμε κι αυτό!- που υποδύονται τους πρόσφυγες ή τους μετανάστες. Ζητιάνοι από ανάγκη ή από επάγγελμα έρχονται να μας θυμίσουν με απίστευτη αμεσότητα ότι η δυστυχία δεν είναι κάτι θεωρητικό. Δε συμβαίνει μόνο στον τρίτο κόσμο. Δεν υπάρχει μόνο τα ντοκιμαντέρ του BBC που μας τη θυμίζουν. Είναι δίπλα μας, στη γειτονιά μας κι όταν αποφασίσει να ξεμυτίσει στέκεται μπροστά μας, μας κλείνει το δρόμο και μας υποχρεώνει να τη δούμε κατάματα. Κι αν οι… επαγγελματίες μας εξοργίζουν, οι πραγματικά αδύναμοι μας συγκλονίζουν.  

Η ελεημοσύνη είναι για πολλούς τρόπος αντίδρασης σε αυτά ακριβώς τα ερεθίσματα. Για κάποιους μια τέτοια συμπεριφορά συνιστά τρόπο ζωής. Για άλλους ικανοποιεί το θρησκευτικό καθήκον. Και για κάποιους τρίτους αποτελεί κοινωνικό ένσημο. Η ελεημοσύνη έχει σαφές αποτέλεσμα την πρόσκαιρη ικανοποίηση των αναγκών κάποιων λιγότερο ή περισσότερο άτυχων συνανθρώπων μας, αλλά φυσικά δε λύνει το πρόβλημα. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, αξιοποιείται ως άλλοθι για όσα δεν κάνουν οι πολιτικές ηγεσίες, που μέχρι την εμφάνιση των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων ήταν οι μόνες δημοκρατικά νομιμοποιημένες και αρμόδιες να ασκήσουν κοινωνική πολιτική. Τώρα τα πράγματα είναι κάπως μπερδεμένα. Προ ημερών η Βουλή των Ελλήνων αναθεώρησε τον συνταγματικό χάρτη της χώρας, συμπεριλαμβάνοντας εδάφιο που καθιστά καταστατική υποχρέωση της ελληνικής πολιτείας το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Ε, και; Οι άνθρωποι θα σταματήσουν να ζητιανεύουν από ανάγκη ή να κοιμούνται σε χαρτόκουτα επειδή δεν έχουν που αλλού να κοιμηθούν;

Στη Θεσσαλονίκη τα φαινόμενα έσχατης ένδειας υπάρχουν και αποδεικνύονται στα συσσίτια των ενοριών, στα εγκαταλειμμένα και σκοτεινά σπίτια και στα πάρκα. Υπήρχαν και πριν από την κρίση, την τελευταία δεκαετία, όμως, έχουν πολλαπλασιαστεί. Οι δήμοι του πολεοδομικού συγκροτήματος, η Περιφέρεια, οι μητροπόλεις κάνουν πολλά, αλλά ίσως λείπει η οργάνωση για συστηματική αντιμετώπιση της συγκεκριμένης κατάστασης με θεσμικό τρόπο, κάτι που –τουλάχιστον στην Ελλάδα- δεν έχει συμβεί ποτέ. Ίσως η συγκυρία να είναι κατάλληλη για να γίνει κάτι διαφορετικό, που κανείς δεν θα διαφημίσει και κανείς δεν θα καπελώσει. Για μια πραγματική «νότα πολιτισμού» σε μια πόλη, που έτσι κι αλλιώς τα καλλιτεχνικά δρώμενα είναι εδώ και χρόνια κατά βάσιν νοικιασμένα και δανεικά.

ΥΓ. Το πνεύμα των ημερών, καθώς βρισκόμαστε κοντά στα Χριστούγεννα, επιτρέπει ίσως τη δημοσίευση ενός… αφελούς κειμένου, όπως αυτό που διαβάζετε. Σε ρεαλιστικές συνθήκες το κείμενο αυτό δεν έχει ούτε θέση, ούτε τύχη. Οι δήμοι θα εξακολουθήσουν να οργανώνουν χριστουγεννιάτικα γεύματα για τους απόρους, οι κυρίες θα συνεχίσουν να συμμετέχουν σε gala για να συγκεντρωθούν χρήματα για ιδρύματα, ο κουστουμαρισμένος κύριος θα αναζητήσει κάποια ψιλά στην τσέπη για να τα ρίξει στο πλαστικό ποτηράκι της οικογένειας των προσφύγων που κάθονται μέσα στο κρύο, στο πεζοδρόμιο της Τσιμισκή. Αυτό είναι εύκολο, γρήγορο και οικονομικό. Επίσης προσφέρει συναισθήματα, που αν και ανισοβαρή θεωρούνται καλά και χρήσιμα. Διότι, όπως και να το κάνουμε, το να προσφέρεις απειροελάχιστη ανακούφιση σε μια μεγάλη δυστυχία κι αυτό να σε κάνει ικανοποιημένο, ευχαριστημένο και ευτυχισμένο είναι κάτι αντιφατικό, που μέσα στην καθημερινότητα μοιάζει φυσιολογικό.    

ΥΓ. Μέχρι πριν από λίγους μήνες στην Ελλάδα, που βρίσκεται στο σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι μέλος της Ευρωζώνης, οι μουσικοί που έπαιζαν και τραγουδούσαν στα πεζοδρόμια αντιμετωπίζονταν νομικά ως επαίτες. Ευτυχώς αυτό άλλαξε και η αστυνομία –αν ασχοληθεί- το πολύ πολύ να ζητήσει την άδεια του δήμου. Μέχρι να συμβεί αυτό, εδώ κι έναν αιώνα πολλοί μουσικοί και τραγουδιστές έβγαλαν πιατάκι στο δρόμο και στις ταβέρνες, την περίφημη «σφουγγάρα», όπως λέγεται στην πιάτσα το πιατάκι. Στην Κατοχή με αυτό τον τρόπο έβγαλε το ψωμί της η Σωτηρία Μπέλλου. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 η ανάγκη για επιβίωση έβγαλε στο δρόμο τον θρυλικό Μάρκο Βαμβακάρη. Πολύ αργότερα την ίδια μοίρα επιφύλαξε η ζωή για την Γιώργη Μουφλουζέλη, αλλά και στο Νικόλα Άσιμο, που έδωσε πολλές παραστάσεις στην άκρη του δρόμου. Αλλά και πολλοί διεθνώς γνωστοί σήμερα μουσικοί και τραγουδιστές ξεκίνησαν βγάζοντας πιατάκι σε σημαντικές μητροπόλεις του κόσμου, όπου τους… ανακάλυψε η δισκογραφική βιομηχανία. Από τους νεότερους, την αμερικανίδα Μαντλέν Πεϊρού, που ξεκίνησε τραγουδώντας στις όχθες του Σηκουάνα στο Παρίσι, την επίσης αμερικανίδα Τρέισι Τσάπμαν που φιλοξενήθηκε στα πεζοδρόμια της Νέας Υόρκης, μέχρι τους παλαιότερους και γι’ αυτό πιο θρυλικούς Μπι Μπι Κινγκ, Εντιθ Πιάφ και Ροντ Στιούαρτ.

ΥΓ2. Ο άξονας της Αριστοτέλους από ψηλά στην αρχαία αγορά, δηλαδή στην πλατεία Δικαστηρίων, μέχρι τη θάλασσα, δηλαδή την πλατεία Αριστοτέλους, είναι η περιοχή που κτυπάει η εορταστική καρδιά της Θεσσαλονίκης. Ως πεζόδρομος προφέρεται για σεργιάνι κι επομένως συνιστά ιδανικό στέκι για τους μουσικούς του δρόμου, το κέφι των οποίων μόνο η βροχή μπορεί να χαλάσει.

Χθες το σούρουπο δύο νεαροί κιθαρωδοί έπαιζαν και τραγουδούσαν 20 – 30 μέτρα πάνω από την Τσιμισκή, σχεδόν απέναντι από τον Ιανό και το Hondos Center. H κίνηση είχε αραιώσει, αλλά εκείνος έμοιαζε συνεπαρμένος καθώς περνούσε από κομμάτι σε κομμάτι, από Μάλαμα και Μικρούτσικο, σε Ντύλαν και Σάιμον & Γκαρφάνγκελ. Και από Χατζιδάκι και Κατσιμιχαίους σε Σπρίνγκστιν και Μπιτλς.

Από ψηλά κατηφόριζε ένα ενδιαφέρον ζευγάρι. Εκείνος ψηλός με λευκό μούσι και στρόγγυλα γυαλιά, καπέλο κατεβασμένο στα μάτια, μακρύ παλτό και κασκόλ για να προστατεύεται από το κρύο, βάδιζε αγέρωχος. Εκείνη ψιλόλιγνη, με τζιν παντελόνι, μποτάκια, σκούφο και χοντρό μπουφάν, περπατούσε στο πλάι του. Η μουσική από τις δύο κιθάρες και τις δύο φωνλές τους συνάντησε μόλις πέρασαν την Ερμού και πλησίασαν στη Βασ. Ηρακλείου. Δυνάμωνε όσο έπεφτε η νύχτα και όσο πλησίαζαν στους δύο κιθαρωδούς. Λίγο πριν φτάσουν δίπλα τους σταμάτησαν. Κάθισαν στο πέτρινο πεζούλι και συνέχισαν να ακούνε με ορισμένους ακόμη που είχαν ξεμείνει από τη μεσημεριάτικη κίνηση. Πέρασε έτσι ένα τέταρτο. Ο άνδρας και η γυναίκα κοιτάχτηκαν κι εκείνη κάτι έσκυψε και του είπε στο αφτί. Ο ψηλός μουσάτος σηκώθηκε, πλησίασε τους δύο μουσικούς και ανάμεσα σε δύο κομμάτια κάτι τους είπε, που το άκουσαν μόνο η τρεις τους. Εκείνοι αναψοκοκκινισμένοι και σε ένταση από την προσπάθεια να τραγουδήσουν έσπευσαν να συμφωνήσουν, λέγοντας κάτι που ακούστηκε σαν «πολύ ευχαρίστως». Ξεκρέμασαν τις κιθάρες και τις παρέδωσαν στο ζευγάρι –η γυναίκα είχε κι αυτή πλησιάσει. Χωρίς πολλά πολλά ο άνδρας με το λευκό μούσι γρατζούνισε το όργανο και με τη βαθιά ταξιδιάρικη φωνή του άρχισε να τραγουδάει:

Μη μου το πεις /
οι παλιοί μας φίλοι μην το πεις /
για πάντα φύγαν. /
Μη, το ’μαθα πιά /
τα παλιά βιβλία, τα παλιά τραγούδια /
για πάντα φύγαν. /

Όταν ο κόσμος μας θα καίγεται /
όταν τα γιοφύρια πίσω μας θα κόβονται /
εγώ θα είναι εδώ /
να σας θυμίζω τις μέρες τις παλιές».

Στον απόηχο του ρεφρέν η γυναίκα κτύπησε αποφασιστικά τις χορδές της δικής της κιθάρας και άρχισε να τραγουδάει με την κοφτερή σαν λάμα φωνή της:                    

Gracias a la vida que me ha dado tanto. /
Me dio dos luceros, que cuando los abro, /
perfecto distingo lo negro del blanco /
y en el alto cielo su fondo estrellado /
y en las multitudes el hombre que yo amo. /
 
Gracias a la vida que me ha dado tanto. /
Me ha dado el oído que en todo su ancho /
graba noche y día, grillos y canarios, /
martillos, turbinas, ladridos, chubascos, /
y la voz tan tierna de mi bien amado».

Κόσμος άρχισε να μαζεύεται σε χρόνο ρεκόρ. Πριν τελειώσουν τα δύο κομμάτια τα πρώτα ψιλά είχαν πέσει στη… σφουγγάρα. Αισθάνθηκαν άβολα, αφού το σημείο ανήκες σε άλλους. Παρέδωσαν τις κιθάρες και συνέχισαν να προχωρούν προς την Τσιμισκή. «Γιατί δεν μας λέτε κάτι ακόμη;» ρώτησε μια κυρία που νόμισε ότι αναγνώρισε τον άνθρωπο, ειδικά μετά το τραγούδι, αλλά πάλι δεν ήταν σίγουρη. Εκείνος χαμογέλασε και απάντησε αφοπλιστικά «Δε γίνεται, είμαστε βιαστικοί και η Τζόαν κρυώνει». Οι δύο φιγούρες χάθηκαν προς την Τσιμισκή, πέρασαν στην απέναντι όχθη, έφτασαν στην παραλία και συνέχισαν τη βόλτα τους προς το Λευκό Πύργο, τυλιγμένοι στην υγρασία και στην ομίχλη.



Η κυρία στεκόταν ακόμη ακίνητη και σκεφτόταν τις δύο φιγούρες. Δεν πίστευε αυτό που είχε φανταστεί. Προχώρησε αργά, μπήκε σε ένα ταξί, είπε στον οδηγό την κατεύθυνση και βυθίστηκε στις σκέψεις της. Μέχρι τη στιγμή που από το ραδιόφωνο ακούστηκε ο Σαββόπουλος να τραγουδάει τη «Συννεφούλα» και ανατρίχιασε. Το πώς κύλησε η υπόλοιπη βραδιά δεν είναι ξεκαθαρισμένο ούτε για την κυρία, ούτε για το ζευγάρι. Το μόνο που ακούστηκε σαν φήμη στα στενά της πόλης είναι ότι η κυρία που τους παρακάλεσε να συνεχίσουν, μόλις μπήκε στο σπίτι της βρήκε τον άντρα της να ακούει τραγούδια με τη Τζοάν Μπαέζ, από έναν αγαπημένο του δίσκο. Δεν είπε λέξη για να μη του χαλάσει την απόλαυση. Μόνο του χαμογέλασε γλυκά…