Skip to main content

Το Γεντί Κουλέ και οι βυζαντινές εκκλησίες της Θεσσαλονίκης

Η Θεσσαλονίκη χάρισε στον Απόστολο Καλδάρα το κορυφαίο του τραγούδι, ένα από τα πιο σημαντικά ελληνικά τραγούδια του 20ου αιώνα.

Το 1945 η Θεσσαλονίκη ήταν μια πληγωμένη πόλη. Η βαριά γερμανική Κατοχή σε πολλές περιπτώσεις είχε φέρει τους κατοίκους της στα όρια τους, αφού το χιόνι, η παγωνιά και η πείνα συνιστούν έναν συνδυασμό που δεν… παλεύεται. Η σύνθεση του πληθυσμού είχε αλλοιωθεί με την ουσιαστική εξόντωση του εβραϊκού στοιχείου, ενώ ο εμφύλιος σπαραγμός άνοιγε καινούριες πληγές, που αποδείχθηκαν τόσο βαθιές, ώστε για πολλούς ανάμεσά μας δεν έχουν κλείσει ακόμη, δεκαετίες μετά. Δεν είχε καν ανατείλει το πρώτο έτος της νέας εποχής, της επανεκκίνησης του πλανήτη, που θεωρείται το 1946. Παρ’ όλα αυτή η ζωή αγωνιζόταν να… ζήσει.

Οι άνθρωποι πάλευαν για την επιβίωση και ταυτόχρονα έκαναν όνειρα για καλύτερες μέρες. Σε αυτό το σκηνικό ένας φτωχός νέος από τα Τρίκαλα είχε φτάσει στην πόλη, λίγους μήνες πριν, τον Οκτώβριο του 1944, κουβαλώντας μια καφέ βαλίτσα, για να σπουδάσει στη Γεωπονική σχολή του πανεπιστημίου. Ήταν ο Απόστολος Καλδάρας. Κι επειδή ακόμη και νυχτερινά κέντρα με μουσική λειτουργούσαν επιτυχώς, ο ίδιος άρχισε να δουλεύει ως μουσικός για να κερδίζει τα προς το ζην. Ανάμεσα σε διάφορα στέκια εμφανιζόταν και στο «Μαξίμ», που βρισκόταν στην οδό Νίκης 25, στην παραλία του κέντρου της πόλης, στην παλιά παραλία, όπως θα λέγαμε σήμερα.

Ακόμη δεν ήταν σίγουρος αν θα ασχοληθεί με τη γη ή με την ψυχή των ανθρώπων. Η μουσική θα τον κέρδιζε ολοκληρωτικά λίγο αργότερα. Ένας από τους φίλους του εκείνη την περίοδο ήταν ο Θεσσαλονικιός μπουζουξής και συνθέτης Χρήστος Μίγκος. Ο Καλδάρας πήγαινε συχνά στο σπίτι του φίλου του στην Ακρόπολη, στην Άνω Πόλη, όπου η μητέρα του Χρήστου τους έβγαζε ουζάκι και τους μαγείρευε. Όχι τίποτα ιδιαίτερο, αλλά πάντως νόστιμο και κυρίως ζεστό φαγητό. Οι δύο φίλοι συζητούσαν για τη μουσική, τα τραγούδια και τα υπόλοιπα θέματα της επικαιρότητας. Έπαιζαν, μάλιστα, μαζί, αφού και οι δύο είχαν στόχο να παραμείνουν και να δουλέψουν στο μουσικό χώρο. Ένα σούρουπο, την ώρα που ο Καλδάρας έφευγε από το σπίτι του Μίγκου, έριξε το βλέμμα του στις φυλακές του Γεντί Κουλέ, που δέσποζαν στην περιοχή. Είδε το βαρύ κτίριο και τις απειλητικές σκιές του. Πάντα τις έβλεπε, αλλά εκείνη τη φορά ένιωσε την πίεση που ασκούσαν στο περιβάλλον οι χοντροί του τοίχοι. Είδε και τα στενά παράθυρα των κελιών. Καθώς το φως πάλευε να κρατηθεί στο προσκήνιο και το σκοτάδι αγωνιζόταν να επιβάλλει την κυριαρχία του, είδε ανθρώπους σε αυτά τα παράθυρα.

Για την ακρίβεια του φάνηκε ότι είδε σκιές, μια εικόνα απόκοσμη. Ένα σκηνικό που στο μυαλό του νεαρού μουσικού πήρε εκείνη τη στιγμή εφιαλτικές διαστάσεις. Γνώριζε πολύ καλά ότι αυτές οι σκιές που είδε -ή νόμισε πως είδε, αφού ακόμη κι αν δεν τις είδε είναι βέβαιο ότι υπήρχαν- δεν ήταν κρατούμενοι του κοινού ποινικού δικαίου. Δεν ήταν άνθρωποι που είχαν παρανομήσει με την πιο καθημερινή,  τρέχουσα και αγοραία έννοια του όρου και τώρα πληρώνουν για τις πράξεις τους. Ήταν αιχμάλωτοι πρωτίστως για τις ιδέες τους. Αριστεροί που βρίσκονταν υπό διωγμόν. Κάτι αδιανόητο για έναν ευαίσθητο νεαρό, που ως φοιτητής διέθετε τον απαιτούμενο νου για να καταλάβει την αθλιότητα και την αδικία και ως μουσικός είχε την ευαισθησία να επιτρέψει σε μια και μόνη εικόνα να συντονιστεί με το είναι του και να τον συγκλονίσει. Να γράψει μέσα του.



«Νύχτωσε και στο Γεντί /
το σκοτάδι είναι βαθύ /
κι όμως ένα παλληκάρι /
δεν μπορεί να κοιμηθεί. /

Άραγε τι περιμένει /
απ’ το βράδυ ως το πρωί /
στο στενό το παραθύρι /
που φωτίζει το κελί. /

Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει /
μα διπλό είναι το κλειδί /
τι έχει κάνει και το ’ρίξαν /
το παιδί στη φυλακή;».   

Οι στίχοι αυτοί, με τις συγκεκριμένες λέξεις και τα συγκεκριμένα νοήματα, δεν μπορούσαν να περάσουν από το λογοκρισία της εποχής. Και δεν πέρασαν. Το 1947, όταν θέλησε να ηχογραφήσει το τραγούδι, ο Απόστολος υποχρεώθηκε να άλλαξε στους στίχους. Θα μπορούσε να μη το κάνει. Ευτυχώς το έκανε. Το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» μόλις είχε γεννηθεί, για να ανθίσει αμέσως στα χείλη της Στέλλας Χασκίλ, της Εβραίας Σαλονικιάς που το τραγούδησε πρώτη.

      
«Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι /
το σκοτάδι είναι βαθύ /
κι όμως ένα παλληκάρι /
δεν μπορεί να κοιμηθεί. /

Άραγε τι περιμένει /
απ’ το βράδυ ως το πρωί /
στο στενό το παραθύρι /
που φωτίζει με κερί. /

Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει /
με βαρύ αναστεναγμό /
ας μπορούσα να μαντέψω /
της καρδιάς του τον καημό».

Το τραγούδι σημείωσε αμέσως μεγάλη επιτυχία, ως ένα σπουδαίο ερωτικό κομμάτι. Κανείς δεν ήξερε την πραγματική του ιστορία, μέχρι που δεκαετίες αργότερα κάποιοι ενδιαφέρθηκαν για το ρεμπέτικο και άρχισαν να καταγράφουν τις ιστορίες των ανθρώπων και των τραγουδιών τους. Ούτε για τους λογοκριμένους στίχους ενδιαφέρθηκε κανείς στην αρχή, μιας και τότε η λογοκρισία έκοβε στίχους σε καθημερινή βάση. Ακόμη και ο Μάνος Χατζιδάκις, που στην περίφημη διάλεξη του για το ρεμπέτικο το 1949, στο θέατρο Τέχνης, αναφέρθηκε στο «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» δεν ήξερε την ιστορία του. Μίλησε για ένα ερωτικό τραγούδι, αλλά ταυτόχρονα αντιλήφθηκε το ιδιαίτερα βαρύ του κλίμα, το οποίο επειδή αγνοούσε την πραγματική ιστορία, απέδωσε σε λόγους που σχετίζονται με το έρωτα. Συγκεκριμένα ανέφερε ο Χατζιδάκις στη διάλεξη του: «Ο ερωτισμός (σ.σ. του «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι») προχωράει και θίγει ακέραια το ανικανοποίητο, δίνοντας μια τόσο λεπτή μα έντονη αίσθηση μιας βαριάς ατμόσφαιρας λες και προμηνούσε ένα άγχος, μια καταιγίδα».

Η Θεσσαλονίκη χάρισε στον Απόστολο Καλδάρα το κορυφαίο του τραγούδι, ένα από τα πιο σημαντικά ελληνικά τραγούδια του 20ου αιώνα. Ένα τραγούδι στο οποίο ο ίδιος ο δημιουργός του έζησε τη στιγμή, εμπνεύστηκε, έγραψε τους στίχους και τη μουσική ταυτόχρονα. Ένα κομμάτι που δικαιώνεται τόσο ως πολιτικό – κοινωνικό, όπως πρωτογράφτηκε, αλλά δεν ηχογραφήθηκε, όσο και ως ερωτικό, όπως το γνωρίζουν και το αγαπούν όλοι. Μόνο για το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» ο Καλδάρας θα είναι για πάντα ταυτισμένος με τη Θεσσαλονίκη, άσχετα εάν ο ίδιος δεν το διατυμπάνιζε, αλλά ούτε και η πόλη το κατέγραψε ποτέ με επίσημο, θεσμικό τρόπο. Είναι ένα τραγούδι που μεταφέρει αυθεντικά και απευθείας το αίσθημα της Θεσσαλονίκης τη συγκεκριμένη περίοδο. Εν ολίγοις, είναι πολύ περισσότερο τραγούδι της Θεσσαλονίκης, από άλλα απλώς «κατασκευασμένα» για να εκμεταλλευτούν το όνομα της –η λέξη Θεσσαλονίκη στα τραγούδια (υποτίθεται ότι) πουλάει- και να κερδίσουν σε εμπορικότητα.



ΥΓ. Ήταν 20 ετών ο Μάνος Χατζιδάκις το 1945, όταν αργά το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης έφτασε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη. Είχε τελειώσει η λειτουργία και οι εκκλησίες άδειες και φωτισμένες, ηχούσαν πένθιμα. Περπατούσε μόνος και θαμπωμένος είπα μέσα του: «Θεέ μου, πόση αμαρτία να περιέχει αυτή η πόλη για να έχει τόσες εκκλησίες». Τις επόμενες ημέρες γνώρισε την πόλη και τους ανθρώπους της. Κάποιο βράδυ αναζήτησε και πάλι μόνος ένα μέρος για να ακούσει λαϊκά τραγούδια. Ρεμπέτικα, που του τα είχε μάθει ένας φίλος του στην Αθήνα το 1943, όταν τον πήγε κρυφά στο υπόγειο στέκι που τραγουδούσε ο Μάρκος Βαμβακάρης. Τώρα αναζητούσε στη Θεσσαλονίκη –προσφυγομάνα και λιμάνι μαζί- ανάλογες εμπειρίες. Είχε νιώσει από την πρώτη στιγμή τη δύναμη αυτών των περιφρονημένων τραγουδιών.

Νωρίτερα είχε ρωτήσει φίλους που ήξεραν καλά τη Θεσσαλονίκη και του σύστησαν το «Μαξίμ», στην παραλιακή λεωφόρο Νίκης 25. Όταν έφτασε στο μαγαζί κετέβηκε λίγα σκαλιά και διάλεξε ένα ημιφωτισμένο τραπεζάκι σε μια γωνία. Κάπως έτσι, μισοκρυμμένος, είχε μάθει να ακούει τα ρεμπέτικα στην Αθήνα, τον Πειραιά και τα «πέριξ». Από όλα τα τραγούδια του εντυπώθηκε ένα περισσότερο. Του άρεσε τόσο πολύ, που στο τέλος βρήκε το θάρρος και πλησίασε στο πάλκο, την ώρα που οι μουσικοί μάζευαν τα όργανά τους. «Το <Νύχτωσε μες το Γεντί> είναι δικό σας; Συγχαρητήρια» είπε χαμηλόφωνα στα καλοχτενισμένο μπουζουξή. Εκείνος απάντησε με φανερή ικανοποίηση: «Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Δυστυχώς θα το αλλάξω, δεν περνάει έτσι από τη λογοκρισία».

Στην απορία του Χατζιδάκι ο Καλδάρας πρότεινε να συνεχίσουν την κουβέντα έξω, να μην καθυστερήσουν τους ανθρώπους του μαγαζιού, που ήθελαν να κλείσουν. Περπατώντας προς την Αριστοτέλους –ήταν ένα γλυκό ανοιξιάτικο βράδυ- ο μπουζουξής διηγήθηκε στον περίεργο συνθέτη την ιστορία με το Γεντί Κουλέ, που «γέννησε» το τραγούδι. «Θα το αλλάξω, θα το κάνω ερωτικό, θα το κάνω «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», αλλά θα διατηρήσω το βαρύ μουσικό κλίμα, για όποιους καταλάβουν. Για μένα η Θεσσαλονίκη θα είναι για πάντα συνδεμένη με την εικόνα του Γεντί Κουλέ, ενός κάτεργου στο οποίο φυλακίζονται άδικα οι φίλοι μας, οι συγγενείς μας». Ο Μάνος Χατζιδάκις κρατούσε και την ανάσα του για να μην ενοχλήσει το ξέσπασμα του καινούριου του φίλου.

Όταν εκείνος σταμάτησε, πήρε το θάρρος να σχολιάσει, αλλάζοντας ταυτόχρονα θέμα: «Γνωρίζω την πόλη εδώ και λίγες ημέρες και ήδη έγινα φανατικός λάτρης της πόλης και των αφανών κατοίκων της. Τα παλιά σπίτια, οι ατελείωτες συνοικίες, οι κεντρικοί μα και οι απόκεντροι δρόμοι της, λειτουργούσαν θρησκευτικά τον ερωτισμό των νεαρών κατοίκων της και την υπέροχη και τόσο προχωρημένη αταξική ερωτική συνείδησή τους. Συγχρόνως μου έγινε αντιληπτό πως ο αρχαίος έρωτας δεν έχει τόση αξία στον καιρό μας, δίχως αυτό το ανομολόγητο αίσθημα αμαρτίας κι ενοχής που μας παρέχει η βυζαντινή θρησκευτική κληρονομιά μας». Ο Καλδάρας σταμάτησε. Είχαν ήδη φτάσει στο ύψος της πλατείας Αριστοτέλους. Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Δίπλα τους η ήρεμη θάλασσα. Από την άλλη πλευρά, διακρίνονταν στο βάθος τα κάστρα, σαν να τη φυλούσαν ακόμη. Παραδίπλα ένας υπάλληλος του δήμου ξεκινούσε τη δουλειά του, την αποκομιδή απορριμμάτων. «Έχετε δίκιο φίλε μου. Για την καταγωγή των αισθημάτων της πόλης εννοώ. Κι εγώ που το μόνο που θέλω είναι να γράφω τραγούδια, ελπίζω κάποια στιγμή να γράψω έναν  <Βυζαντινό εσπερινό> και να της τον αφιερώσω». Ο Χατζιδάκις το σκέφτηκε λίγο και απάντησε ευγενικά: «Σας το εύχομαι. Είμαι κι εγώ μουσικός. Το όνομα μου είναι Μάνος Χατζιδάκις, με καταγωγή από την Ξάνθη, ζω στην Αθήνα. Θα γράψω τραγούδια για τη Θεσσαλονίκη και θα τα πω <Τα τραγούδια της αμαρτίας>, πως σας φαίνεται;». Ο Καλδάρας κούνησε το κεφάλι του επιδοκιμαστικά. «Να το κάνετε. Και να θυμάστε ότι σας ενθάρρυνε ένας φοιτητής της γεωπονίας και μουσικός από τα Τρίκαλα. Ο Απόστολος Καλδάρας». Κάπου εκεί οι δρόμοι τους χώρισαν. Πήγε ο καθένας για ύπνο.



Όταν ξύπνησαν την άλλη μέρα ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος θυμόταν τη συνάντηση, πολύ περισσότερο την στιχομυθία. Μόνο ο υπάλληλος του δήμου, που κάνοντας τη δουλειά του μέσα στην ησυχία άκουσε τα περισσότερα. Και συμπλήρωσε τα υπόλοιπα λέγοντας τα σε φίλους και γνωστούς, όταν τον ρωτούσαν για τα τυχερά του επαγγέλματος.