Skip to main content

Τα ακριβά ενοίκια της Θεσσαλονίκης θα είναι το μικρότερο από τα προβλήματα των νοικοκυριών

Ένας μισθός για το κόστος στέγασης στη Θεσσαλονίκη. Έναν χρόνο μετά την έναρξη της ενεργειακής κρίσης και της κρίσης ακρίβειας απαιτείται σχέδιο

Η αύξηση των ενοικίων, που θεωρητικά ακολουθεί τις αυξήσεις στο γενικότερο κόστος ζωής και πρακτικά τον κανόνα της αγοράς περί προσφοράς και ζήτησης, στη Θεσσαλονίκη αυτή την εποχή είναι φυσιολογική. Ως ένα βαθμό, διότι τα ενοίκια στο σύνολο του πολεοδομικού συγκροτήματος και στις παρυφές του έχουν εκτοξευτεί τόσο, που για τους περισσότερους είναι απλησίαστα.

Η αναζήτηση ενοικιαζόμενης στέγης αποτελεί πλέον μια εξαιρετικά δύσκολη έως επίπονη διαδικασία για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, είτε πρόκειται για ενοικιάσεις εργαζομένων και οικογενειών, είτε πρόκειται για φοιτητές.

Το λιγότερο στα 5 ευρώ το τετραγωνικό και συνήθως στα 8 – 10 ευρώ το τετραγωνικό κυμαίνονται πλέον τα ενοίκια σε όλη τη Θεσσαλονίκη για κατοικία. Συνεπώς για δυο φοιτητές που θα συγκατοικήσουν το μηνιαίο κόστος μόνο για το ενοίκιο μπορεί να ξεπερνά τα 300 ευρώ για τον καθένα, ενώ για μια οικογένεια ξεπερνά τα 500.

Σε αυτό το κόστος θα πρέπει κάποιος να προσθέσει τα κοινόχρηστα, το ρεύμα, το νερό, το τηλέφωνο, το ίντερνετ και κυρίως τη θέρμανση, ανεξαρτήτως αν είναι με ηλεκτρικό ρεύμα, με φυσικό αέριο, με πετρέλαιο θέρμανσης, με ξύλα ή με πέλετ.

Ένας μισθός, και μάλιστα όχι από τους ευκαταφρόνητους, στις μέρες μας χρειάζεται μόνο για τη στέγαση ενός νοικοκυριού. Με την αύξηση του ενεργειακού κόστους και του κόστους των μετακινήσεων, αλλά και με το συνεχιζόμενο και διαρκώς διογκούμενο κύμα ακρίβειας σε όλα τα προϊόντα είναι λογικό ότι το φετινό φθινόπωρο θα είναι πολύ δύσκολο για τα οικονομικά όλων.

Οι επισφαλείς συνθήκες για το τελευταίο τετράμηνο του έτους (διεθνείς και εγχώριες) προκαλούν πονοκέφαλο στα νοικοκυριά και θα αποτελέσουν το επόμενο στοίχημα, που για πολλούς θα είναι στοίχημα επιβίωσης ή αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Οι μισθοί και τα ημερομίσθια παραμένουν πολύ χαμηλά, παρά τις μικρές αυξήσεις, οι επιδοτήσεις της κυβέρνησης επίσης είναι πολύ μικρές για να αντιμετωπίσουν τη συνολική επιπλέον επιβάρυνση των οικονομικών των πολιτών, οπότε η εξίσωση αντί να βαίνει προς λύση, διαρκώς δυσκολεύει για όλους.

Αναμένοντας το νέο πακέτο μέτρων το Σεπτέμβριο και κυρίως τον νέο προϋπολογισμό, η κοινωνία εκφράζει πλέον την απαισιοδοξία της για την πορεία των οικονομικών σε επίπεδο πολίτη, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Και την εκφράζει όχι μόνο μέσω των δημοσκοπήσεων, που φέρνουν την ακρίβεια ως νούμερο ένα πρόβλημα, αλλά πρακτικά. Μέσα από τον περιορισμό στην κατανάλωση, ακόμη και στη διάρκεια των διακοπών.

Μιλώντας με επαγγελματίες της εστίασης στη Θεσσαλονίκη αποκόμισα το συμπέρασμα ότι η κατανάλωση συγκριτικά με το παρελθόν περιορίστηκε σημαντικά. Ακόμη δεν φτάσαμε στο σημείο να κόψουμε διακοπές οι περισσότεροι, όμως όλοι ήρθαμε στην ανάγκη να περιορίσουμε τα έξοδα στη διάρκεια των διακοπών. Σου το λένε όλοι όσοι έχουν μαγαζιά ακόμη και στις πλέον τουριστικές περιοχές, βλέποντας τους τζίρους να είναι μειωμένοι, παρά την αυξημένη κίνηση.

Κάπως πρέπει οι πολίτες να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, έχοντας κατά νου ότι έρχονται δύσκολες φθινοπωρινές, αλλά κυρίως χειμωνιάτικες μέρες.

Σε αυτό το πλαίσιο, η επιχειρηματικότητα στη Θεσσαλονίκη εξελίσσεται και ανθίσταται. Ειδικά στις εμπορικές περιοχές περιορίζονται τα ξενοίκιαστα καταστήματα, γίνονται νέες προσπάθειες άσκησης επιχειρηματικότητας, παρά το επισφαλές οικονομικό περιβάλλον. Δείγμα πιθανώς της ανθεκτικότητας και της προσαρμοστικότητας που αποκτήσαμε ως κοινωνία, η οποία πέρασε μέσα από μια πολυετή οικονομική κρίση, από μνημόνια και περιορισμούς.

Όσο δύσκολα είναι τα πράγματα για τους πολίτες, είναι και για την κυβέρνηση, η οποία γνωρίζει ότι πρέπει να κάνει «μαγικά» προκειμένου να βελτιώσει τη σημερινή κατάσταση και κυρίως να αντιμετωπίσει τα χειρότερα, που είναι μπροστά μας.

Ένα ζήτημα είναι πώς θα πάει ο φετινός τουρισμός με το τέλος του καλοκαιριού. Ο τουρισμός είναι όντως βαριά βιομηχανία για τη χώρα και τα έσοδα από αυτόν θα αποτελέσουν καθοριστικό παράγοντα για το επόμενο διάστημα. Αρκεί αυτά τα έσοδα να πέσουν στην αγορά και να έχουν στηρίξει και εργαζόμενους κι όχι μόνο μετρημένους επιχειρηματίες.

Ενθαρρυντικό στοιχείο είναι η πορεία της ανεργίας, που πέφτει σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία.

Συνεπώς η κυβέρνηση θα πρέπει να αποφασίσει πώς θα αντιμετωπίσει το ενεργειακό κόστος, το κόστος των καυσίμων για μετακίνηση και θέρμανση και την ακρίβεια. Με νέα επιδόματα ή επειδή πλέον παγιώνεται η κατάσταση με μακροχρόνιες παρεμβάσεις;

Η κρατική παρέμβαση στην αγορά για την κυβέρνηση δεν είναι ευκταία. Μήπως όμως πια είναι αναγκαία; Το έκανε ήδη στην αγορά του ηλεκτρικού ρεύματος. Μήπως θα πρέπει να γίνουν αντίστοιχες παρεμβάσεις και στην αγορά του φυσικού αερίου, του πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης και της βενζίνης;

Κι εγώ θεωρητικά θα ήθελα να αυτορρυθμίζεται η ελεύθερη αγορά. Όμως όταν αυτό δεν είναι εφικτό, όταν δημιουργούνται στρεβλώσεις, όταν είναι μονοσήμαντη η «προσαρμογή», τότε θεωρώ ότι η παρέμβαση της Πολιτείας είναι αναγκαία και επιτακτική. Αλλιώς αντί για ελεύθερη αγορά έχουμε ασύδοτη αγορά και επίθεση του κεφαλαίου.

Αν θεωρούν ορισμένοι ότι κάτι τέτοιο σε αυτή τη φάση τουλάχιστον δεν συμβαίνει, θα διαφωνήσω μαζί τους. Η οικονομική αφαίμαξη στο σημερινό περιβάλλον γίνεται μόνον από τους πολλούς επ' ωφελεία των λίγων. Πως να εξηγήσει κάποιος το κόστος που έχει ένα ματσάκι μαϊντανό, που το βρήκα στη Θεσσαλονίκη στο 1,8 ευρώ; Πως να εξηγήσει κάποιος το τρελό ράλι αυξήσεων στην τιμή του ελαιόλαδου; Πώς να εξηγήσει κάποιος την αύξηση της τιμής του τόνου στα καυσόξυλα από 130 ευρώ πέρσι σχεδόν στα 200 φέτος; Πως να εξηγήσει κάποιος ότι θα πρέπει να θεωρούμε στο εξής φυσιολογική την τιμή της απλής αμόλυβδης στα 2 ευρώ το λίτρο; Και για πόσο η κυβέρνηση θα μπορεί να δίνει τα μικρά έστω βοηθήματά της για να περιοριστεί η οικονομική αιμορραγία των νοικοκυριών;

Σε λίγο καιρό συμπληρώνουμε έναν χρόνο από την έναρξη της ενεργειακής κρίσης και της κρίσης ακρίβειας. Πέρσι στη ΔΕΘ όλοι είχαμε δει το πρόβλημα, που αρχικώς υποβαθμίστηκε, καθώς κανείς δεν γνώριζε ότι θα το ενισχύσει κι ένας πόλεμος, που ακόμη συνεχίζεται.

Σήμερα όμως ένα χρόνο μετά η κυβέρνηση πρέπει να ανακοινώσει μια νέα οικονομική πολιτική βασισμένη σε νέα δεδομένα, τα οποία θα μας συνοδεύσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμη.

Λύσεις σε προβλήματα που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από εξωγενείς παράγοντες δύσκολα μπορεί να βρει μια κυβέρνηση, όμως οφείλει να προσπαθήσει και να παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο με αποτελέσματα σε ορατό χρονικό ορίζοντα για την τσέπη του πολίτη.

Σε άλλη περίπτωση η ακρίβεια δεν θα καταπιεί μόνο την κυβέρνηση, θα καταπιεί όλη την κοινωνία. Και η έξοδος από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας θα είναι μόνον μια σύντομη χαρά για το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, αλλά κάτι ασήμαντο για εμάς τους απλούς πολίτες, που θα πρέπει να στείλουμε τα παιδιά μας να φοιτήσουν ζώντας σε τρώγλες ή να ζούμε με τον τρόμο μήπως ο θερμοστάτης δείξει πάνω από 18 βαθμούς Κελσίου το καταχείμωνο...