Skip to main content

Η… σκιά των Αλλατίνη πάνω από τη Θεσσαλονίκη 200 χρόνια μετά

Οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις της ονομαστής οικογένειας Αλλατίνη δείχνουν έναν διαφορετικό δρόμο αξιοποίησης, μέσω του οποίου η Θεσσαλονίκη μπορεί να βγει κερδισμένη

Διακόσια και περισσότερα χρόνια από την στιγμή που μετοίκησε από το Λιβόρνο της Ιταλίας στη Θεσσαλονίκη, στις αρχές του 18ου αιώνα, η οικογένεια Αλλατίνη εξακολουθεί να ρίχνει βαριά τη σκιά της και να ευεργετεί την πόλη. Ιδιαίτερα αυτή την περίοδο, κατά την οποία επιχειρείται σχεδόν ταυτόχρονα η ανάπλαση και αξιοποίηση των δύο βιομηχανικών ακινήτων της οικογένειας στην ανατολική πλευρά της πόλης, των Μύλων Αλλατίνη στην περιοχή του Ποσειδωνίου και των Κεραμείων Αλλατίνη στη Νέα Ελβετία, το όνομα και η κληρονομιά Αλλατίνη αναδύονται στην επικαιρότητα της Θεσσαλονίκης για να θυμίσουν το σπουδαίο παρελθόν, να υπογραμμίσουν το μέτριο παρόν και να προσανατολίσουν προς έναν ευρύτερο ορίζοντα. Τα δύο βιομηχανικά ακίνητα επί δεκαετίες αποτέλεσαν δημιουργικές εστίες, πηγές πλούτου και χώρους εργασίας χιλιάδων ανθρώπων. Σήμερα και τα δύο είναι εγκαταλειμμένα και όχι μόνο δεν κοσμούν τις περιοχές στις οποίες βρίσκονται, αλλά αποτελούν χώρους υποβαθμισμένους και επικίνδυνους για τις κατοικημένες περιοχές και το περιβάλλον. Όσον αφορά τις προοπτικές, είμαστε υποχρεωμένοι να υιοθετήσουμε τα αισιόδοξα σενάρια. Τα δύο ακίνητα έχουν νέους ιδιοκτήτες, οι οποίοι έχουν τα σχέδιά τους και ήδη καταστρώνουν τα πλάνα τους. Δεδομένου, μάλιστα, ότι η αρχιτεκτονική είναι απολύτως επιδραστική στη ζωή των ανθρώπων, οι όποιες βελτιωτικές παρεμβάσεις στο συγκεκριμένο πεδίο έχουν άμεσα θετικά αποτελέσματα και είναι καλοδεχούμενες.

Στα Κεραμεία Αλλατίνη, η κατασκευή των οποίων έγινε σε δύο φάσεις το 1848 και το 1880,  η εικόνα μοιάζει να είναι ευκρινής. Το ακίνητο έχει περιέλθει στην ιδιοκτησία εταιρείας συμφερόντων του επιχειρηματία Σταύρου Ανδρεάδη, ο οποίος είναι γνωστός από το συγκρότημα ΣΑΝΗ στη Χαλκιδική και τις ευρύτερες τουριστικές του δραστηριότητες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Στον πυρήνα του project, το οποίο έχει ορίζοντα ολοκλήρωσης την προσεχή πενταετία, βρίσκονται η δημιουργία ενός αστικού πάρκου αναψυχής υπερτοπικής εμβέλειας και η ανάδειξη των διατηρητέων κτισμάτων, μακριά από τα στενά όρια της συμβατικής πολεοδόμησης και την ανέγερση πολυώροφων πολυκατοικιών στα πρότυπα εκείνων που έχουν αναπτυχθεί στην ευρύτερη περιοχή. Γι’ αυτό άλλωστε, προκρίνεται η συγκέντρωση όλης της επιτρεπόμενης νέας δόμησης σε ένα σύγχρονο και ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής αξίας ψηλό κτίριο, ύψους έως 100 μέτρων, το οποίο προορίζεται να γίνει σημείο αναφοράς για την περιοχή. Στο εν λόγω κτήριο θα στεγαστούν εμπορικά καταστήματα και χώροι εστίασης, ενώ προβλέπεται και η δημιουργία κατοικιών, αλλά και μεγάλων υπόγειων χώρων στάθμευσης. Απώτερη επιδίωξη του προτεινόμενου Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου είναι, με τη δημιουργία του ψηλού κτηρίου σε συνδυασμό με το μικρό ποσοστό κάλυψής του, να αυξηθούν ο ελεύθερος χώρος και ο χώρος πρασίνου, καθώς και να ενσωματωθούν και να ενταχθούν ομοιόμορφα τα διατηρητέα κτίσματα στον ευρύτερο αστικό ιστό. Ο κ. Σταύρος Ανδρεάδης τις προηγούμενες δεκαετίες έχει αποδείξει ότι διαθέτει τις ικανότητες και τις διασυνδέσεις που του επιτρέπουν να ολοκληρώνει τους σχεδιασμούς του.

Για τους Μύλους Αλλατίνη, που κατασκευάστηκαν το 1890, τις τελευταίες ημέρες τα πράγματα έχουν κάπως… μπερδευτεί. Από τον περασμένο Νοέμβριο το 50% του ακινήτου ανήκε στον όμιλο Φάις, που έχει αξιόλογες δραστηριότητες στη Θεσσαλονίκη (One Salonica, Αγορά Μοδιάνο), και οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι κατά τον πλειστηριασμό της περασμένης Τετάρτης θα εντάξει στο χαρτοφυλάκιό του και το άλλο 50%. Έγινε όμως η έκπληξη και το επίδικο ποσοστό κατέληξε σε μία βουλγαρική εταιρεία συμφερόντων Πρόδρομου Μαυρόπουλου. Πρόκειται για Έλληνα επιχειρηματία, ο οποίος ασχολείται με την αγορά ακινήτων στη γειτονική χώρα, όπου διαχειρίζεται περίπου 75.000 τ.μ. γραφειακών και εμπορικών χώρων, ενώ κατέχει οικόπεδα προς ανάπτυξη συνολικής επιφάνειας άνω των 100.000 τ.μ. Το επόμενο διάστημα θα φανεί πώς θα διαμορφωθούν οι σχέσεις και οι ισορροπίες ανάμεσα στους δύο συνιδιοκτήτες. Η αγορά στοιχηματίζει περισσότερο στο σενάριο οι δύο να συνεννοηθούν και ο ένας να αγοράσει από τον άλλο. Αν τυχόν δεν τα βρουν, τότε η υπόθεση μπορεί να αρχίσει να σέρνεται. Η προοπτική του ακινήτου είναι να φιλοξενήσει κατά βάσιν οικιστικές χρήσεις, αν και παλαιότερα στο σχεδιασμό υπήρχε και η κατασκευή ξενοδοχείου.

Σε κάθε περίπτωση αν προχωρήσει η αξιοποίηση και ανάπλαση των δύο βιομηχανικών συγκροτημάτων Αλλατίνη θα πρόκειται για δύο πολύ σημαντικές νίκες της Θεσσαλονίκης. Και αυτό επειδή δύο ιστορικά κτήρια, τα οποία πλέον αποτελούν βάρος για το αστικό περιβάλλον των περιοχών στις οποίες βρίσκονται, θα επιστρέψουν αναβαθμισμένα στη λειτουργική καθημερινότητα. Είναι απολύτως βέβαιον ότι οι δύο αναπλάσεις θα αναβαθμίσουν τόσο τη Νέα Ελβετία, όσο και την ευρύτερη περιοχή του Ποσειδωνίου, για τις οποίες σήμερα τα δύο συγκροτήματα αποτελούν ανοιχτές πληγές. Κι επειδή στη Θεσσαλονίκη τα μεγάλου μεγέθους –σε ορισμένες περιπτώσεις φαραωνικής λογικής- οραματικά έργα συνήθως καθυστερούν επί δεκαετίες, η ολοκλήρωση μικρότερων πρότζεκτ δίνει διεξόδους. Ίσως επειδή στα μεγάλα στοιχήματα τα εμπόδια στην υλοποίηση των σχεδίων είναι πολλά και αναφύονται κυριολεκτικά από παντού. Ίσως λόγω της αναπόφευκτης εμπλοκής του δημοσίου τομέα, οποίος έχει τα καλά του, αλλά τον συνοδεύουν σχεδόν πάντα εκτεταμένη γραφειοκρατία και ακαμψία. Ίσως επειδή –όπως λέει ο λαός- «μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες» να είναι φυσιολογικό τα εμπόδια που θα πρέπει να υπερπηδηθούν στις μείζονες παρεμβάσεις να είναι υψηλά. Ίσως επειδή ο συνολικός σχεδιασμός ενός μεγάλου έργου είναι λόγω μεγέθους δύσκολος. Ό,τι κι αν ισχύει η αλήθεια είναι ότι τα λεγόμενα «μεγάλα έργα» διαχρονικά πληγώνουν τη Θεσσαλονίκη. Όλοι γνωρίζουν μία μία τις προβληματικές περιπτώσεις που έζησε η πόλη τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά και αυτές που… προοπτικά μπορούν να εξελιχθούν σε αυτή την κατεύθυνση. Αντίθετα, οι μικρότερες παρεμβάσεις ολοκληρώνονται και προσφέρουν αποτέλεσμα. Κι επειδή η Θεσσαλονίκη έχει τεράστιο απόθεμα παλιών κτηρίων, σημαντικών μεν, αλλά ξεπερασμένων σε ό,τι αφορά τη χρήση τους, το συγκεκριμένο πεδίο έχει τεράστιο ενδιαφέρον. Τελευταία παραδείγματα είναι το συγκρότημα του Όλυμπος - Νάουσα, αλλά και η Αγορά Μοδιάνο. Επίσης στο κέντρο της πόλης παλιά κτήρια ανακαινίζονται και φιλοξενούν ξενοδοχεία, τα οποία ήδη λειτουργούν και οι επισκέπτες τα έχουν αγκαλιάσει με πολλή θέρμη. Τώρα οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις της οικογένειας Αλλατίνη δείχνουν έναν διαφορετικό δρόμο αξιοποίησης, μέσω του οποίου η Θεσσαλονίκη θα βγει κερδισμένη. Αρκεί να προχωρήσουν τα σχέδια, να υλοποιηθούν οι ιδέες και να ολοκληρωθούν τα έργα.      

ΥΓ. Στην οικογένεια Αλλατίνη η Θεσσαλονίκη χρωστάει ένα ακόμη εμβληματικό κτήριο. Πρόκειται για την ομώνυμη Βίλα Αλλατίνη στην περιοχή του Ντεπό, που, πλέον, ανήκει στο δημόσιο και τις τελευταίες δεκαετίες στεγάζει αρχικά τη νομαρχία Θεσσαλονίκης και σήμερα το γραφείο του Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας. Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι ενώ πριν από λίγα χρόνια ο κύριος όγκος των υπηρεσιών της Περιφέρειας μετεγκαταστάθηκε σε σύγχρονες εγκαταστάσεις στη δυτική είσοδο της Θεσσαλονίκης, ο περιφερειάρχης, Απόστολος Τζιτζικώστας, επέλεξε ο ίδιος να παραμείνει στο διατηρητέο νεοκλασικό κτήριο της Βίλας Αλλατίνη.