Skip to main content

Μας συμφέρει ο «αφελληνισμός της εθνικής οικονομίας»;

Η Παγκοσμιοποίηση ως έχει πραγματικά ωφελεί και αφορά λίγους κατοίκους της Δύσης - Γράφει ο Φάνης Ουγγρίνης

«Χρέος μας είναι να εμποδίσουμε τον αφελληνισμό της ελληνικής οικονομίας (sic)». Τάδε έφη ο Νίκος Ανδρουλάκης σε πρόσφατη συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ, καταδικαζόμενος από οικονομικά φιλελεύθερους συμπολίτες μας.

Ομολογουμένως τα κατά καιρούς λεγόμενα του να οφείλονται στη θέση του μεταξύ ενός ιδιαίτερα κεντρώου κεντροδεξιού πρωθυπουργου και ενός σοσιαλίζοντα αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κατάσταση που τον οδηγεί συχνά να θυμιζει εκκρεμές: άλλοτε μιλά σα σύγχρονος ευρωπαίος σοσιαλδημοκράτης, κι άλλοτε σα νοτιοαμερικανος του ‘80. Ωστόσο, αυτή η υποχρεωτικά επαμφοτερίζουσα στάση του δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να απορρίπτονται συλλήβδην όσα λέει. Και στην προκειμένη περίπτωση, η τοποθέτηση του έχει ενδιαφέρον.

Σήμερα η κυβέρνηση μιλά συνεχώς για ανέλιξη της εθνικής οικονομίας σε επενδυτική βαθμίδα, και πολύ καλά κάνει. Χωρις αληθινές καταθέσεις και με τις αξίες ακινήτων ακόμη χαμηλες μεσοσταθμικά, οι δυνατότητες των εθνικών και ενωσιακών πόρων να χρηματοδοτήσουν την ελληνική ανάκαμψη είναι περιορισμένες, άρα αυτή θα πρέπει να στηριχθεί εν πολλοίς σε Άμεσες Ξένες Επενδύσεις. Και αν ειλικρινά θελουμε τις ΑΞΕ, τότε και αναβάθμιση θα πρέπει να λάβουμε από τους οίκους αξιολόγησης, και φορολογικά κίνητρα να προσφέρουμε, και το νομικό μας πλαίσιο να αναπροσαρμόσουμε προς φιλοεπενδυτική κατεύθυνση, και (δυστυχώς) και πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας να επιτρέψουμε. Όλα αυτά πρέπει να γίνουν και ορθώς γίνονται. Σε αυτή τη  φάση όμως. Η επόμενη θέλει σκέψη και συζήτηση.

Φανατικός αναγνώστης του Γιάννη Μαρίνου, ανήκω σε όσους είχαν ενθουσιαστεί κατά την πρώτη εποχή της Παγκοσμιοποίησης, πριν 30+ χρόνια, αντιμετωπίζοντας την ως νίκη της ανοικτής οικονομίας επί των καταστροφικών κομμουνιστικών πειραματισμών. Φοιτητές τότε φανταζόμασταν έναν κόσμο υπέροχο, με πάμφθηνα καταναλωτικά είδη και εύκολα ταξίδια οπουδήποτε, μια ορθάνοιχτη Γη της Επαγγελίας χωρίς κάποιο σοβαρό αντάλλαγμα. Σταδιακά η πραγματικότητα μας διέψευσε, όσον αφορά το αντάλλαγμα πάντα. Μπορεί μεν άνθρωποι, αγαθά, τεχνολογία και ιδέες να κυκλοφορούν διεθνώς πιο εύκολα από ποτέ, όμως αυτή η εξέλιξη στοίχισε -και ενίοτε στοιχίζει- σε περιφερειακές χώρες και πόλεις της οικουμένης, όπως η Ελλάδα και η Θεσσαλονίκη.

Σήμερα εισάγουμε φθηνή ενέργεια και τρόφιμα, όμως εις βάρος του εμπορικού ισοζυγίου. Τα ρούχα μας στοιχίζουν ελάχιστα σε σχέση με το παρελθον, όμως αυτό ήρθε με κόστος το κλείσιμο των βιοτεχνιών. Αγοράζουμε ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές με δεκάδες δόσεις, αφού όμως είδαμε το κλείσιμο πάμπολλων μικρών εμπορικών επιχειρήσεων. Οι μεγάλοι όμιλοι πωλούν τα πάντα, όμως εξόντωσαν τα συνοικιακά καταστήματα και μικρές εγχώριες βιομηχανίες που τα εφοδίαζαν, ενώ εξάγουν τα φανερά και κρυφά κέρδη τους σε περισσότερο ελπιδοφόρες αγορές. Οι νέοι μας είναι μεν καλοσπουδασμένοι μα σηκώνονται και φεύγουν, προς όφελος οικονομικά ισχυρότερων κρατών. Η υπερσυγκέντρωση κεφαλαίου περιόρισε σημαντικά την πρόσβαση των ΜμΕ σε τραπεζική χρηματοδότηση. Το συνεχές στρίμωγμα των οφειλετών δικαιώνει όσους αποδείχθηκαν τυπικότεροι στις συναλλαγές τους, αλλά κρατά εκτός επίσημης οικονομίας εκατοντάδες χιλιάδες θύματα της μεγαλύτερης κρίσης που βίωσε αυτή η χώρα εν καιρώ ειρήνης. Η πρέπουσα τήρηση των τραπεζικών κανόνων επιβάλλει τη μεταβίβαση εκατοντάδων χιλιάδων ακινητων σε funds, όμως αυτή η εξέλιξη είναι άγνωστο αν θα αποβεί μακροπρόθεσμα επωφελής・σίγουρα είναι βραχυπρόθεσμα βλαβερή για την κοινωνική συνοχή.

Έχουμε λοιπόν ακριβούς εμπορικούς δρόμους και άφθονα καταναλωτικά αγαθά, όμως πολλοί γύρω μας τα αγοράζουν χάρη σε επιδόματα επειδή στερηθήκαμε καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας, το δυναμισμό νέων επιχειρηματιών και την πείρα παλιών, πολλά νέα μυαλά, και τις μάλλον μικρές (σε σχέση με τα παγκόσμια δεδομένα) αλλά αμέτρητες ιδιωτικές επενδύσεις όσων κέρδιζαν από την άλλοτε πιο κλειστή αγορά μας. Βρισκόμαστε σε μία φάση όπου η Παγκοσμιοποίηση ως έχει πραγματικά ωφελεί και αφορά λίγους κατοίκους της Δύσης, οι οποίοι ομολογουμένως αποκομίζουν καθημερινά σημαντικές υπεραξίες. Οι πολλοί απλώς τα βολεύουν, συνήθως χάρη σε «σοσιαλιστικές» και «συγκεντρωτικές» δημοσιονομικές και κοινωνικές πολιτικές, αποριπτέες από τους υπερορθόδοξους του οικονομικού φιλελευθερισμού.

Ίσως ο Ανδρουλάκης να είναι λαϊκιστής ή αφελής, ίσως το καράβι να μη μπορεί πια να γυρίσει πίσω, ίσως η Παγκοσμιοποίηση είναι υπερβολικά περίπλοκη για να μετασχηματιστεί εύκολα, ωστόσο αυτά δεν συνεπάγονται ότι απαγορεύεται να αποτελέσει αντικείμενο επανεξέτασης και επαναδιαπραγμάτευσης εκ μέρους των πολιτικών. Στο κάτω κάτω της γραφής, υπηρέτες των λαών αποκαλούνται, ας κάνουν αυτά που πρέπει ώστε αύριο να μην οδηγηθούν τα πράγματα στα άκρα. Διότι προς τα κει θα πάνε.

*Ο Φάνης Ουγγρίνης είναι στέλεχος επιχειρήσεων, αντιπρόεδρος του Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης